Οι φίλοι του μπλοκ

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Αμοργός και Κωνσταντινούπολη

Κάποιοι από τους Πράσινους της Αμοργού υποστηρίζουν ότι το επώνυμό τους προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη και το ανάγουν στην εποχή των «Πράσινων» και των «Βένετων» (γαλάζιων), των δύο φατριών που κυριαρχούσαν στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο πρέπει να πάμε πολύ πίσω στην ιστορία, ίσως και 1.500 χρόνια. Πράγματι υπήρχαν Πράσινοι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στη νεότερη εποχή των Ρωμιών της Πόλης (18ος και 19ος αιώνας), όπως η οικογένεια του ζωγράφου Μάριου Πράσινου που έκανε μεγάλη καριέρα στην Γαλλία. Το πιθανότερο όμως είναι να προέρχονται από την Αμοργό οι Πράσινοι της Πόλης και όχι το αντίθετο.

Στον εκλογικό κατάλογο του 1877, με τους δημότες της περιφέρειας Χώρας, περιέχονται 31 Αμοργιανοί που δηλώνουν μόνιμη διαμονή την Κωνσταντινούπολη. Ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά μεγάλος, αν σκεφτούμε ότι την ίδια εποχή οι Αμοργιανοί της Ερμούπολης ήταν ελαφρώς περισσότεροι. Φυσικά, ανάμεσα στους Αμοργιανούς της Πόλης περιλαμβάνεται κι ένας Πράσινος, ο Σταμάτης Πράσινος που διατηρούσε καφενείο. Οι Αμοργιανοί που έμεναν στην Πόλη το 1877 είναι οι εξής:
  1. Βενετζάνος Δημοσθένης του Γεωργίου, 29 ετών, ξυλουργός.
  2. Βενετζάνος Εμμανουήλ του Γεωργίου, 21 ετών, γεωργός. 
  3. Βενετζάνος Ιωάννης του Γεωργίου, 39 ετών, αρτοποιός. 
  4. Βενετζάνος Μιχαήλ του Αναστασίου, 24 ετών, δημοδιδάσκαλος. 
  5. Βενετζάνος Μιχαήλ του Γεωργίου, 30 ετών, αρτοποιός. 
  6. Βενετζάνος Νικήτας του Γεωργίου, 42 ετών, αρτοποιός.
  7. Βλαβιανός Μιχαήλ του Νικήτας, 43 ετών, προξενικός κλητήρ. 
  8. Βλαβιανός Νικήτας του Μιχαήλ, 57 ετών, σανδαλοποιός.
  9. Βλάχος Ανέστης του Χριστόδουλου, 58 ετών, αλιεύς.
  10. Γαβράς Επαμεινώνδας του Δημητρίου, 40 ετών, υπάλληλος.  
  11. Γαβράς Μάρκος του Δημητρίου, 42 ετών, εργολάβος.
  12. Δαμιανός Γεώργιος του Στέφανου, 30 ετών, υπηρέτης.
  13. Δανασής Δημήτριος, 60 ετών, ελληνοδιδάσκαλος. 
  14. Δανασής Μιλτιάδης του Δημητρίου, 27 ετών, ελληνοδιδάσκαλος.
  15. Ζαράνης Φώτιος του Αντωνίου, 32 ετών, υποδηματοποιός.
  16. Θεολογίτης Εμμανουήλ του Μάρκου, 44 ετών, σανδαλοποιός.
  17. Ιωαννίδης Εμμανουήλ του Ιωάννη, 54 ετών, ελληνοδιδάσκαλος.
  18. Καρατζάς Μιχαήλ του Κώνστα, 45 ετών, ναυτικός.
  19. Παπαδόπουλος Εμμανουήλ του Γιάγκου, 35 ετών, ράπτης. 
  20. Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος του Γιάγκου,     31 ετών, υπηρέτης.
  21. Πάσσαρης Εμμανουήλ του Κώνστα, 38 ετών, σανδαλοποιός.
  22. Πράσινος Σταμάτιος του Εμμανουήλ, 46 ετών, καφεπώλης.
  23. Σαράντος Γεώργιος του Γιάγκου, 47 ετών, έμπορος.
  24. Σιγάλας Γεώργιος του Κώνστα, 33 ετών, σανδαλοποιός. 
  25. Σιγάλας Γ. του Κώνστα, 36 ετών, αρτοποιός. 
  26. Σιγάλας Ιωάννης του Κώνστας, 34 ετών, αρτοποιός.
  27. Στουπάκης Δημήτριος του Νικολάου, 79 ετών, αρτοποιός. 
  28. Στουπάκης Μιχαήλ του Δημητρίου, 47 ετών, φαρμακοποιός. 
  29. Στουπάκης Νικόλαος του Δημητρίου, 50 ετών, υπάλληλος.
  30. Φωστιέρης Ιωάννης του Αντωνίου, 52 ετών, ναυτικός. 
  31. Φωστιέρης Μιχαήλ του Ιωάννη, 37 ετών, τεχνίτης.

Από αυτούς ο ελληνοδιδάσκαλος και μετέπειτα σχολάρχης Αμοργού Εμμανουήλ Ιωαννίδης (Ζαράνης, το πραγματικό του επώνυμο) εξελίχθηκε σε μεγάλη πνευματική μορφή. Έζησε και δίδαξε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Γάλλος αρχαιολόγος Γκαστόν Ντεσάν γνώρισε από κοντά τον Ιωαννίδη στην Αμοργό και γράφει σχετικά:

«Ο κ. Ιωαννίδης με την μαύρη ρεντικότα, την λευκή γενειάδα, το ψηλό παλιομοδίτικο καπέλο και τον αέρα γνήσιου εκπαιδευτικού, έδινε μια εικόνα μοναδική μέσα στην αγριότητα των άγονων εκτάσεων και των θάμνων, ανάμεσα στις πέτρες και τους ισχνούς σχίνους που φύτρωναν στις ξερές άγονες πλαγιές.

«Ο Ιωαννίδης υπήρξε κάποτε ένα από τα πιο δραστήρια μέλη του Φιλολογικού Συλλόγου της Κωνσταντινουπόλεως. Το περιοδικό που εκδίδει ο σύλλογος αυτός περιέχει πολλά άρθρα που έγραψε ο ίδιος στην πρώιμη νεότητά του, τα οποία δείχνει στους επισκέπτες με περηφάνια που δεν μπορεί να κρύψει. Πρόκειται για πραγματείες σε θέματα βυζαντινής αρχαιολογίας. 

Εμμανουήλ Ιωαννίδης
«Ο άνθρωπος αυτός διαβάζει με μεγάλη άνεση οποιοδήποτε ορνιθοσκάλισμα γραμμένο με ψιλά γράμματα και πολύπλοκα συμπλέγματα, πάνω στις περγαμηνές, τα υαλουργήματα, τα μανουάλια και τα τέμπλα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Υπήρξε για πολύ καιρό σχολάρχης της Αμοργού.  Σήμερα ο Ιωαννίδης έχει αφήσει το σχολείο του. 

«Ζει πολύ ήσυχα στο λιτά επιπλωμένο σπίτι του, μαζί με δυο τρεις περιποιητικές γλυκομίλητες ανιψιές, μια αποτραβηγμένη ζωή σοφού γέροντα. Επιτρέπει στον εαυτό του μία μόνο πολυτέλεια: τα βιβλία. Έχει πολλά, πολύ όμορφα και εκλεκτά.

«Με μεγάλη ευχαρίστηση βρίσκει κανείς, σ’ αυτές τις ερημιές, το Monuments της Γαλλικής Εταιρείας για την ενθάρρυνση των ελληνικών σπουδών, τις εκδόσεις των Rayet, Homolle, Collignon και αρκετά άλλα βιβλία που τα καΐκια δεν συνηθίζουν να μεταφέρουν. 

«Ο Ιωαννίδης έχει αφιερωθεί στην μελέτη της Αμοργού. Γνωρίζει το νησί απέξω κι ανακατωτά. Ιστορικές πληροφορίες, δημοτικά τραγούδια, τοπικές παροιμίες, ιδιωματισμοί της τοπικής γλώσσας, είναι  όλα θαμμένα μέσα στις σημειώσεις του. Δεν θα υπήρχε τίποτα πιο διασκεδαστικό από τον ξεφυλλίσει κανείς μια τόσο πλούσια μνήμη. Μου φαίνεται  όμως ότι ανοίγει αρκετά δύσκολα τους θησαυρούς της λογιότητάς του. Τσιγκουνεύεται τις εκμυστηρεύσεις και σπάνια συναντάει κανείς πιο καχύποπτο αρχαιολόγο. 

«Έμαθα ότι ετοίμαζε μια μεγάλη εργασία για την Αμοργό: έξι τόμοι ήταν έτοιμοι για το τυπογραφείο. Έξι τόμοι είναι πολλοί για λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Όμως οι Έλληνες έχουν μιαν ικανότητα ερανισμού που επιτελεί κατορθώματα. Ο Ιωαννίδης ενημερωνόταν με παθιασμένη περιέργεια για τα αποτελέσματα των ανασκαφών μου. Ερχόταν σχεδόν καθημερινά, με ένα μολύβι και ένα σημειωματάριο, να μου ζητήσει, με χίλιες επιφυλάξεις, την άδεια να αντιγράψει τις επιγραφές που είχα βρει στην ακρόπολη της Αρκεσίνης και στον λόφο της Μινώας. Δεν τόλμησα να του αρνηθώ την ευχαρίστηση που τόσο θερμά επιθυμούσε».


Από τις επαφές που είχε η Αμοργός με την Κωνσταντινούπολη διατηρούνται μέχρι σήμερα ορισμένοι μουσικοί σκοποί, όπως ο Πολίτικος και ο Σηλυμβριανός. Έστω κι έτσι η Αμοργός συνεχίζει την μυστική της επαφή με την Πόλη…

Νίκος Νικητίδης

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Μία χιλιετία Συνοδινοί στην Αμοργό

Το επώνυμο Συνοδινός είναι τυπικά βυζαντινό (Τριανταφυλλίδης). Η ετυμολογία του προέρχεται από την μικρασιατική πόλη «Σύνναδα» της Φρυγίας με την προσθήκη της κατάληξης –ηνός, που δείχνει την καταγωγή ενός ατόμου. Ανήκει στην κατηγορία των «εθνικών επωνύμων», τα οποία σχηματίζονται με το όνομα ενός τόπου (χώρας, περιοχής, πόλης, χωριού) και την προσθήκη (ανάλογα με τους κανόνες της ευφωνίας) των καταλήξεων -ανός και -ιανός (Αμοργιανός), -ιάνος και -άνος (Πρεβεζάνος), -ινός (Τρικκαλινός), -ηνός (Ζακυνθηνός, Συνναδηνός).

Συνναδηνός (και απλοποιημένα: Συναδηνός) λοιπόν είναι αυτός που κατάγεται από τα Σύνναδα.  Αν και σποραδικά το επώνυμο διατηρείται στην αρχική του μορφή, με την πάροδο του χρόνου πήρε την σημερινή και πιο ευφωνική του μορφή «Συνοδινός». Το επώνυμο είναι σχετικά σπάνιο και συναντάται κατά σειράν στην Αμοργό, την Πάτρα, το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, την Σπάρτη και την Σίφνο, όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα. Οι Συνοδινοί της Σύρου προέρχονται προφανώς από την Αμοργό και την Σίφνο.

Στην Αμοργό το επώνυμο «Συνοδινός» είναι γιαλίτικο και κυρίως της Λαγκάδας. Αυτό αποδεικνύεται από την σημερινή κατανομή του επωνύμου στο νησί, που είναι η εξής:


Λαγκάδα 21, Όρμος 12, Θολάρια 6, Κατάπολα 6, Χώρα 5, Ηρακλειά 2, Κάτω Μεριά 0.


Το ίδιο το επώνυμο, λοιπόν, υποδεικνύει ότι οι Συνοδινοί ήρθαν στην Αμοργό από την Μικρά Ασία. Πότε όμως;

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία, με την μορφή μάλιστα Συναδηνός (Αντώνιος), είναι του 1588 σε πράξη που περιέχεται στο βρεβείο της Χαζοβιώτισας. Το 1786 πάλι στο βρεβείο διαπιστώνουμε ότι διατηρεί την μορφή Συναδηνός (πράξη του παπά Ιωάννη Συναδηνού). Μετά  την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1832) το επώνυμο παίρνει την σημερινή του μορφή «Συνοδινός», όπως φαίνεται από έναν κατάλογο μαθητών του 1841.

Ο Ιωάννης Βογιατζίδης, με βάση τις καταγραφές στο βρεβείο της Χοζοβιώτισσας, υποστηρίζει ότι οι Συναδηνοί (Συνοδινοί) ήρθαν στην Αμοργό στο δεύτερο τέταρτο του 13ου αιώνα, δηλαδή μετά το 1225, ως πολιτικοί εξόριστοι. Τους συναρτά, μαζί με άλλους βυζαντινούς γαιοκτήμονες, με διάφορα στασιαστικά κινήματα εναντίον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του Ιωάννη Βατάτζη.


Ο Βογιατζίδης επισημαίνει ότι «εν τω βρεβίω εύρον μνείας αθρόας οικογενειακών ονομάτων γνωστών μέχρι τούδε εκ της ιστορίας της εν Νικαία ελληνικής αυτοκρατορίας». Τέτοια επώνυμα είναι τα Συναδηνός, Τζαμάντουρας, Καλοδάς (Κολιδάς σήμερα), Φραγκόπουλος, Κότυς, κι ακόμη Γαβαλάς και Γαβράς.

Ενδιαφέρον έχει όμως και η επισήμανση του βυζαντινολόγου Σπύρου Βρυώνη, ο οποίος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, γύρω στο 1100, αναγκάστηκε να μεταφέρει ελληνικούς πληθυσμούς, λόγω της πίεσης των τουρκικών επιδρομών, από τα ενδότερα της Μικράς Ασίας προς τα παράλια και άλλες περιοχές. Ανάμεσα στις επώνυμες οικογένειες των προσφύγων ήταν Συναδηνοί και Βρούτσηδες.

Βρούτσηδες δεν έχουμε πια στην Αμοργό. Μας άφησαν όμως το επώνυμό τους στην ονομασία του χωριού Βρούτση, που προέρχεται από την φράση «στου Βρούτση» (δηλαδή στην περιοχή που ανήκει στον Βρούτση). Παρόμοια τοπωνύμια είναι το Λέλη (στου Λέλη), ο Μαρασκάς (στου Μαρασκά), κ.α.

Με δεδομένο ότι στην Αμοργό, εκτός από τους Συνοδινούς (Συναδηνούς) είχαμε και Βρούτσηδες, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Συνοδινοί ήρθαν ως πρόσφυγες γύρω στο 1100, με απόφαση του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, που προσπαθούσε με μετακινήσεις να σώσει ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας από την τουρκική επίθεση.

Ό Αλέξιος, Κομνηνός, εξάλλου, είναι αυτός που με την ανακαίνιση της μονής Χοζοβιώτισσας (της οποίας και θεωρείται κτήτωρ) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεσαιωνική ιστορία της Αμοργού, χαρίζοντας πολλά προνόμια στο μοναστήρι και καθιστώντας το πολύ σημαντική δύναμη στο κεντρικό Αιγαίο.

Είτε ως πολιτικοί εξόριστοι και επώνυμοι γαιοκτήμονες γύρω στο 1225, είτε ως απλοί πρόσφυγες  προερχόμενοι από τα Σύνναδα γύρω στο 1100, φαίνεται ότι οι Συνοδινοί της Αμοργού (όπως και άλλα αμοργιανά επώνυμα: Θεολογίτες, Γεράκηδες, Γαβράδες, Γαβαλάδες, Κολιδάδες, Μενδρινοί, κ.α) έχουν μια παρουσία στην Αμοργό που πλησιάζει την χιλιετία. Πρόκειται για μία διαπίστωση που είναι πολύ σημαντική για την ιστορία όχι μόνο της Αμοργού αλλά των Κυκλάδων και του Αιγαίου γενικότερα.

Ενδιαφέρον ζήτημα είναι η παρουσία Συνοδινών σε μερικές άλλες περιοχές.
Στην Σίφνο είναι πιθανό να προέρχονται από την Αμοργό. Το 1646 ο πατριάρχης Παρθένιος Β’ ένωσε εκκλησιαστικά τα νησιά Σίφνο, Σέριφο, Φολέγανδρο, Αμοργό, Αστυπάλαια, Μύκονο, Ανάφη, Ίο, Σίκινο και τα μικρότερά τους και συγκρότησε την αρχιεπισκοπή Σίφνου, με πρώτο της αρχιεπίσκοπο τον Αθανάσιο από την Θήρα. Η παρουσία των Συνοδινών στην Αμοργό προηγείται αρκετούς αιώνες από την δημιουργία της αρχιεπισκοπής Σίφνου.

Στην Κεφαλονιά (κι από εκεί στην Πάτρα) οι Συνοδινοί πρέπει να προέρχονται από την Πόλη και την Κρήτη, όταν ολοκληρώθηκε η τουρκική κατάκτηση και πολλές βυζαντινές οικογένειες αναζήτησαν καταφύγιο στα μη τουρκοκρατούμενα νησιά του Ιονίου.

Στην Λακωνία η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στον βυζαντινό χαρακτήρα που διατήρησε (Μυστράς, Γεράκι, Μονεμβασιά, Μαλέας, Μάνη) η περιοχή μέχρι τα νεότερα χρόνια.

Νίκος Νικητίδης

Πηγές
  • Μανόλη Τριανταφυλλίδη «Τα οικογενειακά μας ονόματα», εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1955.
  • Σπύρου Βρυώνη, «Η παρακμή τους μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας), εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
  • Ευτυχίας Λιάτα, «Η Σέριφος κατά την Τουρκοκρατία, 17ος-19ος αιώνας», εκδ. Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987.
  • Ιωάννου Ι. Βογιατζίδου, «Αμοργός, Ιστορικαί έρευναι περί της νήσου», Αθήνα 1918.
  • Τηλεφωνικός κατάλογος ΟΤΕ

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Άννας Συνοδινού «Οι προγονοί μου»

Στο ληξιαρχικό κατάστιχο της Κοινότητας Αιγιάλης (στο χωριό Λαγκάδα της Αμοργού), που ήταν ξεχασμένο, σκονισμένο, κίτρινο απ’ τον χρόνο, διάβασα με τα μάτια μου το 1968 τον γενεαλογικό πίνακα επτά οικογενειών που έφεραν το επώνυμο των Συνοδινών, ανάμεσα στις οποίες ήταν και του παππού μου Μιχαήλ Ιωάννου Συνοδινού και της γιαγιάς μου Ευδοκίας Μιχαήλ Συνοδινού. Το 1885, γράφει το κατάστιχο, η Ευδοκία (Βδοκώ) Συνοδινού σύζυγος του Μιχαήλ γέννησε τα παιδιά που ονομάστηκαν: Ποθητή, Άννα, Ευαγγελία, Ιωάννης, Καλλιόπη, Σταύρος, Ειρήνη.

Ο παππούς μου Μιχάλης ήταν αγρότης, χτίστης και ο πυροσβέστης του χωριού. Η πολυμελής οικογένειά δεν είχε πόρους οικονομικούς και θρεφόταν δύσκολα με το λιγοστό λάδι, τη φάβα που εκεί στα ψηλοράχια βγαίνει κίτρινη και ροζ γιατί ανάμεσα στις φυτούλες φυτρώνουν και αγριοτρανταφυλλάκια ροζ. Είναι μια μοναδική περίπτωση της αμοργιανής φάβας, που δεν έχει μεγάλη παραγωγή και δεν φτάνει στο εμπόριο. Η γλύκα της είναι απερίγραπτη. Τα χόρτα του βουνού γέμιζαν τις υπέροχες πίττες με το χειροποίητο φύλλο, οι τραχανάδες και τα άλλα όσπρια του μικρού χωριού ήταν η βάση θρέψεως. Γιατί όταν έφτανε η ώρα να θυσιαστεί η κοτούλα ή το αρνάκι, τα παιδιά κλαίγανε, δεν θέλανε να φάνε. Η κολοκύθα έσωζε την κατάσταση, που την τηγανίζανε στο χοχλαστό καλαμποκέλαιο και το ψωμί και το ψωμί, η φραντζόλα (η περίφημη φραντζολα λεγόταν «Παύλος»), κριθαροσιταρένια, που ζυμώνεται φορμάτη για να δίνει παξιμάδια αλατισμένα και χορταστικά. Η υγεία της οικογένειας ήταν άριστη και απ’ αυτή τη φύτρα βγήκαμε και μεις, μια χαρά παιδιά και εγγόνια, εύρωστοι, γελαστοί και ισορροπημένοι.

Ψάξαμε να βρούμε από πού βγήκε το επώνυμό μας, γιατί οι Αιγαιοπελαγίτες λεγόμαστε Συνοδινοί, ενώ οι άλλοι, στα Ιόνια νησιά, λέγονται Συναδινοί.

Οι παραδόσεις και τα ενθυμήματα που σώζονται από στόμα σε στόμα φέρνουν ως τις μέρες μας ζωντανές ιστορίες των προγόνων μας από την Αμοργό. Ακόμη, χάρη στους Συνοδινούς, που έζησαν στο βυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας, μέχρι σήμερα ακούμε παραμύθια των προγόνων. Ανάμεσα σ’ αυτά, κάποια μιλάνε για τον παλατιανό που ‘χε θάρρος, έλεγε φωναχτά όσα σκεφτόταν για μικρούς και μεγαλόσχημους. Ο Αυτοκράτορας τον ειδοποίησε πως θα φάει το κεφάλι του, αν δεν πάψει να μιλάει. Θύμωσε κι αντί να τονε θανατώσει, τον έστειλε εξορία στην Αμοργό. Ο αξιωματούχος με την οικογένειά του έφτασε στο νησί με γαλέρα, που πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Οι άλλοι, που εξορίστηκαν μαζί του, πήγανε στον Μυστρά, στο Πριγκιπάτο του Μορέα.

Όταν η Πόλη έπεσε, εκείνοι οι Βυζαντινοί του Μυστρά φύγανε προς την Πάτρα. Από κει πολλοί πήγαν στην Κεφαλονιά, που ήταν σε ξένη κατοχή αλλά δεν κινδύνευε από τους Τούρκους. Έως σήμερα δεν γνωρίζουμε πως επιβίωσαν οι Συνοδινοί της Αμοργού, που διατήρησαν τις παραδόσεις και τα χριστιανικά ονόματα της Βασιλεύουσας. Κι ακόμη, δεν έχουμε έγκυρες πληροφορίες για τη σύνολη δράση των Συνοδινών, Στυλιανού και Αντωνίου, που ήσαν στην Φιλική Εταιρεία. Ένα είναι θετικά βέβαιο, πως η Ιερά Μονή της Χοζοβιώτισσας ήταν και είναι μια έπαλξη εθνικοθρησκευτική, που πολλά έσωσε και πολλά διασώζει στην Αμοργό και στο Αιγαίο.
Οι παραδόσεις και τα παραμύθια οδηγούν στην επιστημονική έρευνα:

«Οι Συνοδινοί ή Συναδινοί κατάγονται εκ Συννάδων Μικράς Ασίας. Αυλικοί εν Βυζαντίω εξεδιώχθησαν εκείθεν ένεκα λόγων ερωτικών. Μετά την Άλωσιν επανήλθον εις Σύνναδα και εκείθεν ήλθον εις την κυρίως Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν εις χωρίον Ιλάρους της Κατωγής Κεφαλληνίας (Παλλική-Ληξούρι), όπου και μέχρι σήμερον σώζονται, εκ των ενταύθα δε έδραμον οι Στυλιανός και Αντώνιος το 1767 εις την επανάστασιν της Πελοπονννήσου, μυηθέντες κατόπιν και τα της Φιλικής Εταιρείας». Οι πληροφορίες είναι του Παν. Συνοδινού, φίλου το Ηλία Τσιτσέλη και αδελφού του εν Πάτραις σατιρικού ποιητή Ηλία Συνοδινού (Κεφαλληνιακά Σύμμεικτα 1, 1904, 614).

Η πόλις της Φρυγίας Σύναδα ή Σύνναδα ήκμαζε από το εμπόριο μαρμάρων, λευκών μετά φλεβών ερυθρών, τους περίφημους συνάδιους λίθους.

Έδωσε πολλούς ιεράρχες, εκ των οποίων ο Μιχαήλ μαρτυρήσας υπέρ της λατρείας των Εικόνων. Η μνήμη του Οσίου Ομολογητού Μιχαήλ Επικόπου Συννάδων εορτάζεται στις 23 Μαΐου. Εις τον Λαυρεωτικό Κώδικα 170 καταχωρείται το δίστιχο: «Λιπών Μιχαήλ ο Πρόεδρος Συννάδων την γην, ανήλθεν συνάδειν τοις Αγγέλοις». Εις την Ιερά Μονή του Κουτλουμουσίου στο Άγιον Όρος φυλάσσεται μέρος του ιερού σκηνώματος του Οσίου, το οποίον ευωδιάζει. (Πληροφορίες από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκης).

Ο πατέρας μου Ιωάννης Μιχαήλ Συνοδινός, από το χωριό Λαγκάδα της Αιγιάλης Αμοργού, επιθυμούσε να κρατάμε τα παραδοσιακά, τα «παραδομένα» από πάππο προς πάππο και τη λαλά (όπως χαϊδευτικά αποκαλούν τη γιαγιά). Έτσι, όταν ένιωσε πως οι μέρες του δεν θα μακρύνουν, μας διηγόταν πολλά αμοργιανά και με βουρκωμένα μάτια ψιθύριζε:

«Ήθελα να ‘μουνα πουλί, χρυσές φτερούγες να ‘χα
να πέταγα ως την Αμοργό για μια στιγμή μονάχα».

Κι ακόμα θυμότανε τη λαλά του που μουρμούραγε τα τραγούδια της ξενητιάς:

«Ω, καϋμένη Αμοργός, ίντα κακό σε βρήκε
Που όλη σου η λεβεντιά στην ξενητιά εβγήκε».

Και του ‘γραφε:

«Σου εύχομαι με το καλό γρήγορα να γυρίσεις!
Στην ξενητιά όπου γυρνάς μη μας αλησμονήσεις.
Χριστέ μου, το παιδάκι μας, τον Γιάννη, το χρυσό μας,
η ξενητιά τον χαίρεται, εν είναι πλιό δικό μας».

Τον Οκτώβριο του 1968 πήγα για πρώτη φορά στην Αμοργό με τον αδελφό μου Νίκο, να κάνουμε του πατέρα μας το σαραντάμερο μνημόσυνο στο χωριό του, τη Λαγκάδα. Ταξιδέψαμε μ’ ένα καράβι εικοσιέξι ώρες, γιατί δούλευε μόνο η μία μηχανή του. Κι ακόμα, το σοβαρό πρόβλημα συγκοινωνίας, από εκατό χρόνια πριν, στα νησιά της άγονης γραμμής δεν έχει λυθεί επαρκώς. Το νησί της Αμοργού είναι από τα διασημότερα για την ιστορία του στο Αιγαίο. Εμείς φτάσαμε και βρήκαμε ανοιχτές αγκαλιές, φυσική γοητεία, φιλόξενη γη και αδέλφια, ομορφιά παντού. Οι παππούδες μας ζούσαν σ’ ένα τυπικά νησιώτικο διώροφο κάτασπρο σπίτι, θεμελιωμένο στο μεγάλο βράχο του λόφου. Από την ταρατσούλα του αγνάντευες «μύθια κι αλήθεια» στο πέλαγο και στον ουρανό. Καθώς το θυμάρι και τα σπάνια κρινάκια στέλνανε την ευωδιά τους παντρεμένη με την αρμύρα της θάλασσας και τον ζωογόνο αέρα.

Η ανηφόρα, για να φτάσεις ποδαράτα στο χωριό, σε αποζημιώνει προσφέροντας 25-30 πλατύσκαλα ασβεστωμένα, καθαρά σαν γάλα, καταμεσής διακοσμημένα με μια ζωγραφιά ενός άνθους, μαργαρίτα ή κρίνο, γαρούφαλο, καμπανούλα. Και γύρω γύρω λυγαριές ανθισμένες, πικροδάφνες και φραγκόσυκα. Τι τρέλα που ‘χουμε οι Έλληνες, να αφήνουμε αυτόν τον παράδεισο και να ζούμε στην κόλαση των μεγαλουπόλεων. Κύριε ελέησον!

Την επόμενη μέρα κάμαμε το μνημόσυνο στο ξωκκλήσι της Ρεματιάς στον Άγιο Παντελεήμονα, που είχε βρει την εικόνα του μέσα σε μια σπηλιά της θάλασσας ο πατέρας. Οι Λαγκαδιανές συγγένισσες, ξαδέρφες, θειάδες είχαν ετοιμάσει την παραγγελία του απόντος, να φιλέψουμε στο καφενείο του χωριού όλους τους χωριανούς με ψαρόσουπα και ζεστό ψωμί, για τα συχώρια του. Ο παπάς, ο δήμαρχος, ο δάσκαλος ήρθαν κι ένα τσούρμο παιδιά για το στολισμένο δίσκο με το στάρι, τα κουφέτα, τα ρόδια, τους ξηρούς καρπούς, με τρόπο του παλιού βυζαντινού στολίσματος, όπως έφτιαναν ο Σίμων Καρράς και η Άννα Σικελιανού το «κέρασμα» για τις ψυχές. Τι ωραίος κόσμος. Χόες, το δροσερό νερό, το ντόπιο μελένιο ποτό, το παξιμάδι «ο Παύλος», κριθαρένιο ζυμωτό με γλυκάνισο και σε στυλώνει. Άρχισαν και με σεμνή φωνή χαμηλά να λένε τα τοπικά μοιρολόγια.

«Όλοι καλώς ορίσατε που ‘ρθατε να μας δείτε
σε τούτη δω τη συμφορά όλοι να λυπηθείτε»

Μου ‘καψες, Χάρε, την καρδιά, ράγισε η ψυ΄χή μου
μου πήρες τον αφέντη μου, που ήταν η ζωή μου»
Έχασα γκόρφι με σταυρό, μάλαμα δυο κομμάτια
έχασα τον προστάτη μου από τα δυο μου μάτια.
Κλαίω και γίνεται σεισμός, γελώ και κάνει στάση,
αναστνεάζω καίγονται όρη βουνά και δάση...»

Τα μοιρολόγια που θυμάμαι είναι πολλά και δεν ακούγονται  πια καθώς χαιρετούμε εκείνους που φεύγουνε και παρηγορούνε όσους μένουνε πίσω. Γιατί ο τεθνεώς πάει μπροστά. Δεν βλέπει η ψυχή μας, δεμένη μες στο φθαρτό σαρκίο, αυτά που γνωρίζει η απελευθερωμένη ψυχή που φτερουγίζει.

Μια γερόντισσα θυμήθηκε ένα σπάνιο κείμενο, που το είπε κείνη τη μέρα και το φύλαξα στο νου μου.

«Μια μέρα που καθόμουνα εις τον συλλογισμό μου
έπεσα ν’ αποκοιμηθώ και σε ‘δα στ’ όνειρό μου!
Σηκώθηκα και έφυγα, γυμνός ανεμαλλιάρης,
και πήρα όρη και βουνά σαν να ‘μουν «τελωνιάρης».
Κι η μοίρα μου που μ’ έριξε, σε μιας δαφνίτσας ρίζα.
- Δάφνη μου και δαφνίτσα μου, δάφνη μου και δαφνιά μου
μην είδες την αγάπη μου και την παρηγοριά μου;
Κι απολογιέται η δαφνιά και λέει ο δαφνιάρης:
- Εσένα η αγάπη σου στον ποταμό εδιάβη!
- Ποτάμι μου, ωραιότατο με τον πρασινισμό σου,
μην είδες την αγάπη μου να πλένει στο νερό σου;
Κι απολογείται ο ποταμός και λέει το ποτάμι:
Εσένα η αγάπη σου στο σπίτι της εδιάβη.
- Πόρτα χρυσή, πόρτα αργυρή, πόρτα μαλαματένια,
μην είδες την αγάπη μου τη μαργαριτένια;
Κι απολογιέται η εκκλησιά και λέει η Παναγία:
- Εσένα η αγάπη σου εις το λουτρό εδιάβη.
- Λουτρό μου, ωραιότατο, λουκέτο της καρδιάς μου!
μην είδες την αγάπη μου και την παρηγοριά μου;
Κι απολογιέται το λουτρό και λέει ο λουτριάρης:
- Ήρταν πολλές ελούστηκαν και πλύθηκαν και φύγαν
μα μια ξανθή, μα μια λιγνή, μα μια μαυροματούσα
ςλούστηκε, χτενίστηκε, μα είναι ακόμα μέσα!
Χίλια φλουριά του έδωσε του άνομου λουτριάρη
για να τ’ ανοίξει το λουτρό και μέσα να τον βάλει!
Και σαν εμπήκε στο λουτρό, τα μάρμαρα πατούσε
και νόμιζες στα χέρια του τη Βενετιά κρατούσε!
- Γεια σου ξανθή, γεια σου λιγνή, γεια σου μαυροματούσα
που όταν σε γέννα η μάννα σου όλα τα δέντρ’ ανθούσαν.
Τα δέντρα ανθούσαν ζάχαρη και τα βουνά πιπέρι
τότε μου το ‘πανε και μέ πως θα σε κάμω ταίρι.
- Που να σε η «λοιμική» να τρως να κατελιέσαι!
γιατί  ‘σαι πολυαγάπητος κι όπου κι αν δεις πλανιέσαι!
- Σαν αρρωστήσω μάτια μου, να ‘ρτεις να σου μιλήσω,
Να ‘ρτεις τριανταφυλλένια μου, να σ’ αποχαιρετήσω,
Σαν έμπεις στο μες στο σπίτι μας μη δείξεις τον καημό σου,
αρώτησε τη μάνα μου: Κυρά τι κάν’ ο γιός σου;
- Να ‘τος εκεί που κοίτεται, στο στρώμα ξαπλωμένος.
Κι αυτός για την αγάπη σου είναι θανατωμένος.
- Δεξιά να κάτσει η μάνα μου, ζερβά η αδελφήμου
Κι εσύ τριανταφυλλένια μου, δίπλα στην κεφαλή μου.
Κι εβάλετε μου και στ’ αυτί μιαν ασημένια βιόλα!
Παρακαλώ σας, λέτε μου όμορφα μοιρολόγια.
Και σαν με πιάσουν τέσσερις, τέσσερα παληκάρια,
παρακαλώ σε να δαρτείς με πέτρες και λιθάρια».

Ο λαϊκός θρήνος, ευφρόσυνος ζει και κουβεντιάζει με τα σύμβολα, τα στοιχεία της φύσεως, φθαρτά και άφθαρτα κι αναζητά να βρει τα χνάρια που οδηγούν στην εύρεση, τη λύση στο ερώτημα: ποιος και τι εξαρτά την ευτυχία και τη δυστυχία μου; Οι λαϊκές παραδόσεις μας είναι οι παλαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο. Ανθούν στον αιώνα, αλλά δεν τις τιμούμε πλέον όσο μας χρειάζεται για να ειρηνέψουμε… Τα πάθη των θνητών μα και των αποθαμένων, όπως τα περιγράφουν οι λαϊκές μούσες, είναι σχολείο για ψυχές. Η Αμοργός φέρει στην ράχη της φορτίο πολιτισμού που λέγεται: Αιγαίο 3.000 χρόνια προ Χριστού.


Η Άννα Συνοδινού είναι από τις μεγαλύτερες τραγωδούς  του ελληνικού θεάτρου. Βουλευτής 1974-1990. Κατάγεται από την Λαγκάδα της Αιγιάλης.

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Η Λέξη» (τεύχος 169, Μάιος - Ιούνιος 2002), εκδότης του οποίου είναι ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης (από τα Κατάπολα).