Οι φίλοι του μπλοκ

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Ο Μανώλης Γλέζος γράφει για την Αμοργό



Δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς ποια από τις δύο αισθήσεις, η όραση για η ακοή, πρωτοφανερώνεται κι έρχεται πρώτη στον άνθρωπο. Σίγουρα όμως η αφή τις ξεπερνάει όλες. Είναι η πρώτη που έρχεται και η τελευταία που φεύγει. Είναι ακόμα η μοναδική  που δεν έχει συγκεκριμένο όργανο στο ανθρώπινο σώμα. Η ακοή έχει τ’ αφτιά. Η όραση τα μάτια. Η μυρωδιά τη μύτη. Η γεύση το στόμα και τη γλώσσα. Η αφή δεν έχει ειδικό όργανο. Όλο το ανθρώπινο σώμα, στο σύνολό του, είναι το όργανό της. Η επαφή του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα χώρο γίνεται δια της αφής. Με όλο το σώμα. Τον αόρατο άνεμο νιώθεις πάνω στο κορμί σου με την αφή. Το ίδιο και την αόρατη υγρασία και την ξηρασία. Το ίδιο και το κρύο και τη ζέστη. Όλα αυτά τα αόρατα, τα πιάνεις, τα αγγίζεις, τα νιώθεις, εφάπτεσαι μαζί τους με την αίσθηση της αφής. Την τραχύτητα και την απαλοσύνη, τη σκληρότητα και τη μαλακάδα, δεν τα βλέπεις, δεν τ’ ακούς, δεν τα οσμίζεσαι, δεν τα γεύεσαι. Τα αισθάνεσαι όμως και τα νιώθεις απόλυτα, ως τα μεδούλια του είναι σου, με την αίσθηση της αφής.

Δεν ξέρω πως αλλά αυτή την αίσθηση είχα όταν γνώρισα την Αμοργό. Ένιωθα να την αγγίζω, να την πιάνω, να την αισθάνομαι μ’ όλο μου το είναι, μ’ όλα τα κύτταρα του κορμιού μου.


Το σπίτι που γεννήθηκα στ’ Απεράθου της Νάξου, το πατρικό σπίτι, βρίσκονταν στο πιο ψηλό σημείο του Οικισμού. Στην Ψαρή Πλάκα. Κανένα σπίτι δεν βρίσκονταν τότες από πάνω μας. Μόνο το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής. Από την πόρτα της αυλής του σπιτιού μας, πέρα, μακριά, μέσα από τα βουνά η θάλασσα και μες στη θάλασσα να αναδύεται η Αμοργός. Η πρώτη επαφή με τον άλλο κόσμο, το μακρινό κόσμο της φαντασίας, τον απόκοσμο.
Η πρώτη εικόνα από τα παιδικά μου χρόνια. Εικόνα ανεξίτηλη. Η πρώτη παιδική μνήμη, η πρώτη θύμηση από τα παιδικά χρόνια:


Η Αμοργός.

Όταν γυρνάω προς τα πίσω τις σελίδες της μνήμης, η πρώτη σελίδα που υπάρχει είναι η σελίδα της Αμοργού. Ίσως γιατί ήθελαν να δοκιμάσουν την ικανότητα της όρασης μου και μου ‘λεγαν: «Να η Αμοργός». «Τη βλέπεις της Αμοργό; Να την. Εκεί πέρα μακριά». 



Μπορεί, λοιπόν, όλη αυτή η έντονη διαδικασία να παραμέρισε κάθε άλλη εικόνα και εντυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου, ήταν η πρώτη και κυριαρχική. Ίσως, πάλι, γιατί περιέκλειε το άγνωστο, το φανταστικό, το ποθούμενο. Το όριο του γνωστού μου κόσμου, αλλά παράλληλα και τόσο μακρινού. Ίσως γι’ αυτό να μέριασε όλες τις άλλες μνήμες λαι να ‘μεινε η πρώτη και κυριαρχική. Θυμάμαι πολλά, άπειρα από την παιδική ζωή. Ένα πλήθος ολόκληρο από παραστάσεις.

 Αλλά η πρώτη παράσταση στη μνήμη είναι η Αμοργός. Η Αμοργός, λοιπόν, η πρώτη μνήμη. Αλλά και όχι μόνο αυτό. Η Αμοργός με την αίσθηση της αφής. Από την πρώτη γνωριμιά ως τη σημερινή. Όσες φορές και μ’ όποιον τρόπο κι αν την γνώρισα. Η Αμοργός ζει μέσα μου, υπάρχει μέσα μου, πρώτα και κυριαρχικά σαν αφή, αλλά και ως όραση, ως ακοή, ως οσμή, ως γεύση. Κι ακόμα ως γνώση κι ως ζωή. Ως ένα κομμάτι από τον εαυτό μου, ως μια δυνητική προέκταση του είναι μου.

Πριν καταφέρω να πάω στην Αμοργό, γνωρίστηκα μαζί της από τα βιβλία. Έμαθα τη γεωγραφία της, την ιστορία της, τα έθιμα και τις παραδόσεις της. Έμπλεος από ανάκατες γνώσεις για το πρώτο νησί που γνώρισα. Το έβδομο σε μέγεθος και το πιο μακρόστενο κυκλαδίτικο νησί, απλώνεται σε εκατόν είκοσι ένα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Είχε στην Πρώτη Περίοδο του Κυκλαδικού Πολιτισμού δώδεκα οικισμούς με ακροπόλεις. Στη Μινωική Εποχή η Αμοργός βρίσκεται να είναι το κέντρο ίσως των Μινωιδών στις Κυκλάδες.


Όπως φάνταζε στα μου αυτό το βουνίσιο μακρυνάρι να αναδύεται μέσα από το θαλασσινόν ορίζοντα, το ίδιο και στο χάρτη. Αυτό το πολυσχιδές επίμηκες νησί, έμοιαζε να ορίζει στα νοτιοανατολικά το κυκλαδίτικο νησιωτικό σύμπλεγμα. Από τον Πάλο ώς τον Κρίκελο μια κορυφογραμμή. Μια πετραία έξαρση. Έδαφος ορεινό κατά βάση. Οχτακόσια εικοσιένα μέτρα η ψηλότερη κορυφή του Κρίκελου. Εκατόν εικοσιένα τετραγωνικά χιλιόμετρα η έκτασή της, εκατόν δώδεκα χιλιόμετρα η περίμετρός της. Είκοσι χιλιόμετρα το μήκος της και από δυόμισι έως οχτώμισι μόνο χιλιόμετρα το πλάτος.


Όλη η νότια πλευρά απόκρημνη. Χωρίς αμμουδιές, χωρίς κόλπους. Το Αμμούδι μόνο στα δυτικά, μια υποψία αμμουδερού γιαλού, και ο Μέγας Λιμνιώνας – κατ’ ευφημισμό, για να τονίσει με την μικροσκοπική του ύπαρξή την ανυπαρξία όρμων στη νότια πλευρά του νησιού.


Αντίθετα η βορεινή πλευρά είναι γιομάτη όρμους και ορμίσκους, κόλπους και κολπίσκους. Από τον όρμο της Καλοταρίτισσας ως τον κόλπο της Αιγιάλης, παντού τα πλεούμενα θα βρουν καταφύγιο και οι κολυμβητές αμμουδιές να κολυμπήσουν. Αλλά θα δουν και βουρκάρια ν’ αφήνουν το γόνο τους τα ψάρια. Ένας χάρτης με τα ψάρια και τους ψαρότοπους της Αμοργού υπήρξεν από τα πιο πολύφιλα αναγνώσματά μου. Για ώρες με μαγνήτιζε κι άνοιγε τα φτερά της φαντασίας μου στους παραμυθένιους κόσμους του βυθού.


Αμοργός – Αμολγός, Μινώα τα ονόματα. Ψυχία, Παγκάλη, Καρκησία τα προσωνύμια.
Κυκλαδικός Πολιτισμός με οικισμούς πολλούς, ειδώλια, εκλεπτυσμένα κτερίσματα που καταπλήσσουν. Αρκεσίνη – Μινώα – Αιγιάλη. Τρεις πόλεις. Τρεις ιστορικές εποχές μαζί σε κάθε πόλη, αντιπροσωπεύουν την Αμοργό, συγκροτούν την Κοινοπολιτεία των Αμοργίνων.
Γεωμετρικοί – Αρχαϊκοί – Κλασικοί Χρόνοι – Ελληνιστική Περίοδος: Θέατρο – Γλυπτά – Ελληνιστικοί Πύργοι. Βυζαντινοί Χρόνοι – Φραγκοκρατία – Τουρκοκρατία: Εκκλησιές- Μοναστήρια.


Οι αέρινες άσπρες πινελιές στη φαιά αμοργιανή γη. Με κορωνίδα τη Μονή της Χοζοβιώτισσας κι απόκοντα ο Άϊ-Γιώργης ο Βαλσαμίτης με το Υδρομαντείο. Η Κοινότητα Αμοργού. Οι αμοργινοί χιτώνες να τονίζουν τη θηλυκότητα των πιο ωραίων γυναικών της Ανατολής από την αρχαιότητα ως σήμερα. Τις υμνεί ο Αριστοφάνης στη Λυσιστράτη.

Οκτώβρης μήνας. Βράδυ χωρίς φεγγάρι. Οι ψαράδες έχουν παρακαλέσει τις νοικοκυρές να μην ανάψουν φως στα σπίτια τους. Έχουν ξεκινήσει από τα Κατάπολα για να βρουν την παλαμίδα, μέσα στη φυσική και ανθρωπογενή συσκότιση. Με τις μηχανές να δουλεύουν αργά – στο ρελαντί – τα ψαροκάικα προχωρούν παράκτια, σύντοιχα-σύντοιχα στην ακτή. Ορθός ή και μπρούμυτα στην πλώρη ο πιο έμπειρος ψαράς, ο παρατηρητής, έχει βυθίσει τα μάτια του μες στη θάλασσα και τα σκοτάδια της.


Τα κοπάδια οι παλαμίδες έχουν κουρνιάσει σε μεγάλες κοιλότητες, σε θαλασσινές γούβες – ανάλογα με το μέγεθος του κοπαδιού – και κοιμούνται.


Ο παρατηρητής δε μπορεί να δει το κοπάδι. Η μαύρη ράχη της παλαμίδας χωνεύεται μες στο μαύρο της νύχτας και μες στα σκοτάδια του πυθμένα της θάλασσας και δεν διακρίνεται. Ο παρατηρητής όμως έχει βυθίσει τα μάτια στη θάλασσα και περιμένει. Τι περιμένει; Περιμένει, όπως ο ίδιος λέει, μήπως καμιά παλαμίδα δει κάποιο κακό όνειρο κι αναταραχτεί και γυρίσει ανάσκελα ή έστω λίγο στο πλάι κι η ασημένια κοιλιά της δείξει πρόσωπο. Τότε το έμπειρο μάτι του ψαρά, που δεν πρέπει να κάνει σύγχυση ούτε με κάποιο σπασμένο γυαλί στον πάτο της θάλασσας ούτε με κάποιο χρυσόχαρτο, θα δει την ασημένια πλευρά της παλαμίδας και θα φωνάξει.


Ο καπετάνιος αμέσως θα διατάξει το μηχανικό να φουλάρι τη μηχανή και το πλήρωμα θα ρίξει τα δίχτυα καθώς ο ίδιος με τη λαγουδέρα στο χέρι θα πάρει βόλτα το καΐκι γύρω από το υποτιθέμενο κοπάδι με τις παλαμίδες. Η παρατηρητικότητα του παρατηρητή ψαρά κι η δεξιοτεχνία του καπετάνιου θα φέρουν το προσδοκούμενο αποτέλεσμα. Αλλιώς, μιαν αβλεψία και μιαν ατζαμοσύνη θα φέρουν πίσω τα δίχτυα άδεια. Όχι μόνον ο σιρόκος, αλλά και η αδεξιότητα δίνει στα χέρια των ψαράδων τα δίχτυα άδεια.


Οι παλαμίδες όμως ψαρεύονται και την ημέρα. Τα ίδια και πάλι. Το ψαροκάικο προχωρεί πάνω στο ατλάζι της θάλασσας με τη μηχανή αργά, στο ρελαντί. Κι όλοι  οι ψαράδες ξεψαχνίζουν με τα μάτια τους ανοιχτούς ορίζοντες.


Το φως παίζει με τα κύματα, σχηματίζει άπειρους συνδυασμούς από αντικαθρεφτίσματα. Μέσα σ’ αυτή την εκτυφλωτική έξαρση της ηλιοφάνειας σχηματίζονται θαλασσινοί ποταμοί και θαλασσινά αλώνια. Στους θαλασσινούς ποταμούς, στα θαλασσινά ρέματα, τρέχουν μαζί το φως και τα νερά και χάνονται στον απέραντο πόντο. Ένα αμάγαλμα από ασήμι, γάλα, ιώδιο παίζει με το φως του ήλιου. Στα θαλασσινά αλώνια το φως και τα νερά σμίγουν. Λικνίζονται από την τρίαινα του Ποσειδώνα και αιωρούνται μ’ ένα ξέφρενο πάθος αιγαιοπελαγίτικης έντασης. Σα να έσπασε μια σφαίρα φως και σκορπούσε τα κομμάτια της. Καθώς έπεφταν μέσα στα θαλασσινά νερά και τα ράντιζαν, τα ανατάρασσαν και σχημάτιζαν φουσκάλες που ιρίδιζαν το φως, τα εκτίνασσαν και ξεπήδαγαν άπειρες σταγόνες που διαχέονταν στα ασπρογάλαζα χείλη του αλωνιού. Αχνίζει φως η θάλασσα.


‘Όταν αυτός ο οργασμός φωτός, θάλασσας κι ουρανού, επιμένει να εξάπτεται και να σχηματίζει ένα σταθερό αλώνι, τότε η «θάλασσα βράζει», λένε οι ψαράδες. Γιατί τα αφρόψαρα ανεβαίνουν από τα βάθη ν’ αναπνεύσουν αέρα και να πάρουν οξυγόνο. Μπορεί και να τα κυνηγάνε τα δελφίνια και να πολεμούν να γλυτώσουν βγαίνοντας έξω από το νερό. Δικό τους, πάντως, έργο η φούσκωση της θάλασσας, το αλώνι της άχνας του φωτός.


Μόλις οι ψαράδες πιάσουν με το μάτι τους να «βράζει η θάλασσα», τρέχουν προς τα κει. Φουλάρουν τις μηχανές και κυκλώνουν με τα δίχτυα το κοπάδι τις παλαμίδες. Δεν είναι εύκολο, βέβαια, από τα πριν να εκτιμήσουν, από τη φουσκωσιά της βράσης της θάλασσας, το μέγεθος του κοπαδιού. Μόλις όμως αρχίζουν να τραβάνε τα δίχτυα έχουν υπολογίσει κιόλας πόσες ψαροκασέλες θα γεμίσουν. Μπορεί, αν είναι τυχεροί, να φτάσουν τις εκατό, τις διακόσιες. Αν όμως δεν είχαν τη δωρεά του θεού εκείνη τη φορά, μπορεί και να ‘φταναν μόνο τις δέκα ψαροκασέλες. Ας είναι, του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο δέκα φορές είν’ αδειανό και μια φορά γεμάτο.


Ανάμεσα στον Μάη που κατεβαίνει η παλαμίδα από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Οκτώβρη που έρχεται από τις εκβολές του Νείλου, περνά από το Αρχιπέλαγος κι ανεβαίνει για πάνω, δεν υπάρχει διαφορά. Μερικοί όμως υποστηρίζουν πως τον Οχτώβρη είναι πιο εύκολο να γεμίσεις τις ψαροκασέλες.

Αυτές τις ιστορίες αναχάραζαν εκείνο το μουντό πρωινό του Σεπτέμβρη οι Αμοργιανοί ψαράδες στο παραλιακό καφενείο, στα Κατάπολα, περιμένοντας να ‘ρθει ο Οκτώβρης για το ψάρεμα της παλαμίδας. Η άχνα από τις μνήμες, η άχνα από τα κορμιά, νότιζε τα πάντα. Ήταν ακόμα πηχτό σκοτάδι και μέσα από τα χνωτισμένα τζάμια του καφενείου δεν έβλεπες τίποτα.
Αν άνοιγες την πόρτα, η παχιά αποκαλοκαιριάτικη υγρασία σου ‘φραζε τα πνεμόνια και βαριανάσαινες. Αυτήν όμως την υγρασία, το πούσι, το περιμένουν τόσο πολύ οι Αμοργιανοί κι οι Αναφιώτες, οι Σαντορινιοί και οι Νιώτες, οι Θηρασιανοί κι οι Μηλιοί, να νοτίσει τα κλήματα. Να ρουφήξουν τα αμπελόφυλλα κι οι ρώγες του σταφυλιού την πρωινή δρόσο, το υγροσκοπικό νερό, για να χοντρύνουν οι ρώγες κι να ‘ρθει η ώρα της βεντέμιας, το πανηγύρι του τρυγητού. 


Οι ιστορίες των ψαράδων, όλη εκείνη η φοβερή αμάχη με τα θαλασσινά στοιχειά, σε μαγνητίζουν σαν το γλυκό σαντορινιό κρασί, το βισάντο, βάλσαμο στα χείλη και χαύνωση στο νου. Δε φιλιώνεις εύκολα με τη θάλασσα. Ό,τι λες και τη γνώρισες, ό,τι λες και τα φτιάξατε, σου κακιώνει. Έτσι, αναπάντεχα, μέσα στη γαλήνη της πιο μεγάλης φιλίας, σου χολιάζει. Οι γαλάζιες επιφάνειες γίνονται μπλάβες, μαύρες, κατάμαυρες από το κακό τους και τη μάνητά τους, Θεός φυλάξοι. Γι’ αυτό κι οι ιστορίες με τρικυμίες, με φουρτούνες και ναυάγια, δεν έχουν θέση στα ράφια της μνήμης μου. Τις αποφεύγω. Κι αν δεν μπορώ, τις καταχωνιάζω στα ίμπυθα, στα κατάβαθα του νου μου.
Προτιμώ τις ιστορίες με τα ψάρια. Πως κυνηγάει τα χταπόδια η φώκια; Το χταπόδι αμύνεται με τα πλοκάμια του να βουλώσει τη μούρη και τα ρουθούνια της φώκιας. Που να ξέρει το δόλιο πως μέσα στο νερό δεν αναπνέει η φώκια και πως από μόνη της έχει κλείσει τα ρουθούνια της. Ποτέ δεν ακούστηκε από τον πόλεμο αυτό να βγει νικητής το χταπόδι. Πάντοτε η φώκια νικάει το χταπόδι. Κι αν καμιά φορά ξεφύγει και χωθεί στο θαλάμι του, αλίμονό του αν δεν είναι σε ριζιμιό βράχο. Αν τύχει κι είναι σε φερτή πέτρα από κάτω, η φώκια θα την ανασηκώσει και θα πιάσει το χταπόδι. Όπως φαίνεται, είναι η πιο καλή λιχουδιά της.


Είναι περίεργο, Τα ψάρια και το ψάρεμα τα έχω ταυτισμένα με την Αμοργό. Παρόλο που προσωπικά έχω ψαρέψει σ’ όλα τα Κυκλαδονήσια. Από τα Γαυριονήσια της Άνδρου έως κάτω στο Νοτιά, κάτω από την Ανάφη. Μόνος και με παρέα. Κι από την ξηρά και στη θάλασσα. Με παραγάδι, με πετονιά, με καθετή, με δίχτυα. Και παρόλο που έχω ψαρέψει με κουφονησιώτικα καΐκια μερόνυχτα ολόκληρα. Οι Κουφονησιώτες μού ‘μαθαν όλα τα μυστικά της ψαρικής. Μαστόροι στο ψάρεμα.


Κι όμως, όταν μου ‘ρχονται στο νου τα ψάρια, έρχεται κι η Αμοργός. Κι όταν θυμάμαι την Αμοργό, έρχονται στη μνήμη τα ψάρια. Ίσως γιατί η πρώτη εικόνα του μακρινού κόσμου για μένα ήταν η Αμοργός που ‘βγαινε από τη θάλασσα και γιατί τα ψάρια ζουν στη θάλασσα. Η συνειρμική αλυσίδα Αμοργός – θάλασσα – ψάρια απόκτησε αδιάσπαστους κρίκους. Ίσως γιατί είχα βρει έναν χάρτη της Αμοργού, που σημείωνε όλους τους ψαρότοπούς της και τα είδη των ψαριών της. Ίσως γιατί όταν πρωτοβγήκα στην Αμοργό, στα Κατάπολα στο παραλιακό καφενείο, οι πρώτες κουβέντες που άκουσα ήταν ιστορίες για τα ψάρια. Ίσως γιατί το πρώτο απολίθωμα που γνώρισα ήταν ψάρι, στη βιβλιοθήκη του Εμμ. Ιωαννίδη στη Χώρα της Αμοργού. Ίσως γιατί είδα τα δελφίνια να κυνηγάνε τις παλαμίδες.


Ήταν ένα υπέροχο απόγιομα. Οι μελιχρές εκείνες ώρες της γαλήνιας κυκλαδίτικης μέρας, που η ημεράδα τα’ απόβραδου σταλάζει μέσα σου με τη γλύκα της θάλασσας, την ηρεμία της ψυχής.
Από τη Χώρα της Αμοργού οδοιπορούσα στο μονοπάτι προς το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας. Το μονοπάτι που φοβήθηκε να διαβεί κάποια τύραννος, ξένος γόνος, γυναίκα βασιλιά της χώρας. Μπροστά ο απέραντος πόντος, ακύμαντος. Τις βαθυγάλαζες επιφάνειες διέτρεχαν τα ανοιχτόχρωμα γαλάζια θαλασσινά ρέματα. Η θάλασσα, ο ουρανός ο ανέφιαστος, προμηνούσαν μιαν αξέχαστη, εξαίσια δύση.


Βιαζόμουν να φτάσω στο Μοναστήρι, να χαρώ από κει το λιοβασίλεμα. Μα δε μ’ άφηνεν η πλανεύτρα θάλασσα. Κάθε τόσο σταμάταγα. Άνοιγα τα χέρια να την αγκαλιάσω. Να χαρώ την ομορφιά της. Να γητευτώ από τα μάγια της ως μέσα βαθιά, στα μύχια του είναι μου. Όλες οι αισθήσεις σ’ έξαψη. Κάθε κύτταρο ανοιχτό, ευπρόσδεχτο σ’ αυτό που χάριζαν η πετραία γη, ο αιθέρας, η θάλασσα καθώς ξεπροβόδιζαν τον ήλιο στο μακρινό του ταξίδι κα του τραγουδούσαν κα του χόρευαν και τον έραιναν με φωτερά στεφάνια.


Στάθηκα ν’ αποκουραστώ, κοντά στο Μοναστήρι, πριν πάρω τον δρόμο της ανηφοριάς που θα μ’ έφερνε σ’ αυτό. Στράφηκα προς τη θάλασσα κι η ματιά μου περιδιάβαζε την απεραντοσύνη του πελάου.


Να θωρείς τη θάλασσα από τριακόσια μέτρα ύψος. Από μόνο του είναι μαγεία. Μια οριζόντια επισκόπηση κουράζει πάντα τα μάτια για τη δυσκολία να διακρίνεις στα αχανή βάθη του ορίζοντα. Χάνεσαι μέσα σ’ εκείνα τα ατελεύτητα μακρινά σύθαμπα όπου σμίγει η θάλασσα κι ο ουρανός. Η επισκόπηση όμως ψηλά σου δίνει άλλη αίσθηση. Είναι σα να ε΄χεις όλον εκείνο τον κόσμο δικό σου, μέσα στα όρια της εμβέλειας της όρασής σου. Σα να τον έχει βάλει σ’ ένα πιάτο, μέσα στις φούχτες σου. Η γαλήνια βραδιά, που ‘χε θαλασσινή μορφή κι ασπρογάλαζο χρώμα, έμεινε ασάλευτη. Δεν τη ρυτίδιαζε ούτε η παραμικρή πνοή ανέμου κι ούτε η δική μου τρικυμισμένη σκέψη.
Ξάφνου φάνηκε μια φουσκωσιά. Ένα σκούρο σημάδι μες στο γάλα της θάλασσας. Ένα κυκλικό σχήμα με σκούρο χρώμα. Ξεκίνησε από ανοιχτά κι έρχονταν προς τη στεριά. Μου φάνηκε παράξενο, αλλόκοτο πράγμα μέσα σ’ εκείνη την απόλυτη γαλήνη, τη νηνεμία. Στην αρχή μού πέρασε από το νου μήπως ήταν σύννεφο. Σήκωσα το κεφάλι προς τ’  αψήλου. Όχι. Ούτε ίχνος από νέφαλα. Η γαλήνη η θαλασσινή αντικαθρεφτίζονταν στον ουράνιο θόλο. Κι είχεν η ατμόσφαιρα μια διαύγεια πιότερη κι από την ορεία κρύσταλλο. Διαμάντι.


Τότες τι να ‘ταν; Όλα ήρθαν ανάκατα στο μυαλό μου και το θόλωσαν πιο πολύ. Φάλαινες, Τρίτωνες, θαλάσσιοι ελέφαντες, Νηρηίδες.


Η σκουρωσιά προχωρούσε με ταχύτητα ρπος τη στεριά. Έμοιαζε τώρα μια γιγαντιαία μέδουσα, αλλά με σκούρο χρώμα. Σαν ένα πελώριο σφουγγάρι. Αν ήταν δυνατόν!!! Η θολούρα αυτή ήταν στρογγυλή μπροστά, αλλά καθώς έρχονταν προς τη στεριά διέκρινα πίσωθέ της μιαν υποψία ουράς διχαλωτής, σαν του χελιδονιού.


Σε μικρήν απόσταση από τη στεριά, κοντά στους αναρίθμητους σκοπέλους, διχάστηκε στη μέση. Η μισή έστριψε, πήγε ανατολικά, κι η άλλη μισή δυτικά. Κι οι δίδυμες ουρές, ό,τι διακρίνονταν, πέρασαν ανάμεσα στη δίαυλο που άφησεν η θολούρα μόλις χωρίστηκε στα δύο, και ξενερίστηκαν. Βγήκαν έξω στη στεριά, στη στενή αμμουδερή παραλία που σχηματίζονταν σύρριζα στο βράχο κάτω από το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας. Τα δυο κομμάτια της θολούρας σκορπίστηκαν και χάθηκαν ανάμεσα στους σκοπέλους της παραλίας.


Στεκόμουν εμβρόντητος από το θέαμα και παρακολουθούσα τη διάλυση του σκοτεινού όγκου, την εξαφάνισή του. Έχασα και τις δυο «ουρές».
Τι να ‘ταν άραγε;


Κανένας πελώριος όγκος από φύκια που τα ξερίζωσε ο σιρόκος από τα έγκατα της θάλασσας και τα ξέρασε στη στεριά; Μα δε φύσαγε νοτιάς. Αντίθετα, το βοριαδάκι κανοναρχούσε τα πλεούμενα.


Τι να ΄ταν;


Καμιά πελώρια κηλίδα πετρελαίου; Αλλά πάλι νοτιάς δεν φύσαγε. Πως ήρθε έτσι ξαφνικά και πώς διαλύθηκε το ίδιο γρήγορα; Μήπως ήταν κανένα θαλάσσιο κήτος; Καμιά φάλαινα; Αλλά και πάλι το «σκαρί» του σκοτεινού όγκου δεν ήταν το σκαρί της φάλαινας. Και πως διαλύθηκε έτσι απότομα;
Κανείς άλλος δεν είχε το φαινόμενο. Καθώς το διηγιόμουνα και περιέγραφα τις φάσεις του, με θωρούσαν περίεργα. Δε με πίστευαν. Αυτό βέβαια έχει συμβεί πολλές φορές στη ζωή μου. Είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις τις ακροβασίες στα μεγάλα οράματα. Γι’ αυτό και η επωδός: «Για σώπα δα», «Γύρευγε τη δουλειά σου», μου ήταν πολύ οικεία.


Αλλά αυτή την φορά δεν ήταν όραμα, ήταν ένα φυσικό φαινόμενο. Ή μήπως ήταν κι αυτό πλάσμα της αχαλίνωτης φαντασίας μου; Ποιος ξέρει; Πήγα να τρελαθώ, περισσότερο καθώς έβλεπα τη δυσπιστία να ζωγραφίζεται στα πρόσωπα των συνομιλητών μου. Η δυσπιστία υψώνει τείχη, χαράζει ανεπικοινωνιακά όρια, κλείνει τις πόρτες της επαφής. Είναι χειρότερη από την οργή. Ένα οργισμένο πρόσωπο σε καλεί έστω σε αμάχη. Ένα δύσπιστο πρόσωπο όμως σε απωθεί, σου απαγορεύει την όποια προσέγγιση.


Κανένας εγκάτοικος ή επισκέπτης του Μοναστηριού δε μού ‘λυσε το πρόβλημα, ούτε βρέθηκε κάποιος στη Χώρα να με διαφωτίσει.


Στα Κατάπολα όμως, οι ψαράδες άρχισαν να με ρωτούν ποια ώρα το είδα και πόσο μεγάλο ήταν το κοπάδι. «Ποιο κοπάδι;» ρώτησα απορημένος. «Το κοπάδι οι παλαμίδες», μου απάντησαν και μου εξήγησαν πως αυτή η θολούρα που είδα ήταν ένα κοπάδι παλαμίδες που τις κυνηγούσαν δελφίνια – οι δυο ουρές που είδα – και για να ξεφύγουν έτρεξαν προς την ακτή και σκορπίστηκαν αριστερά και δεξιά στα βράχια. Τα δελφίνια στο κυνηγητό απάνω, και μη μπορώντας να ελιχθούν μέσα στους σκοπέλους, ξενερίστηκαν υποχρεωτικά πάνω στην αμμουδιά.


Οι παλαμίδες είναι αφρόψαρα μεταναστευτικά. Περνούν δυο φορές το Αιγαίο. Μια όταν ανεβαίνουν από τις εκβολές του Νείλου προς τον Εύξεινο Πόντο και μια όταν κατεβαίνουν.



Γνώρισα τα πιο παράδοξα γεωλογικά φαινόμενα και τις πιο αντίθετες κλιματολογικές συνθήκες.
Ένιωσα την καυτή ανάσα της ερήμου στη Δυτική Σαχάρα, στη χώρα των νομάδων Σαχράουι. Συνάντησα τα καραβάνια των Βεδουίνων με τους ίσκιους απ’ τις καμήλες τους να πλανώνται γίγαντες πελώριοι στο αντικαθρέφτισμα των ανοιχτών οριζόντων.


Ένιωσα τη ζαλάδα που φέρνει η έλλειψη οξυγόνου στην αναρρίχηση προς την υψηλότερη κορυφή του Αίμου, στο Μουσαλά (Μους Αλάχ=Κοντά στο Θεό).
Θαμπώθηκα από το φέγγος του χιονιού στα υψίπεδα των Άλπεων.


Άκουσα στα νερά του Νείλου του πάπυρους να μουρμουρίζουν τα τραγούδια των αιώνων.
Υπόφερα από δίψα, διασχίζοντας τις ερήμους στην Ιορδανία και στο Ιράκ.
Το κρύο περόνιασε ως και το μεδούλι των κοκάλων μου στις αβασίλευτες καλοκαιρινές νύχτες στο Μουρμάνσκ, πάνω από τον τροπικό του Καρκίνου, κοντά στο Βόρειο Πόλο.
Ένιωσα τη σμικρότητα του ανθρώπου στις οροσειρές του Καυκάσου.
Μούλιασαν όλα τα κύτταρα του κορμιού μου μέσα στη ζούγκλα, στον τροπικό της Κούβας.


Έμεινα κεχηνώς μπροστά στα Μετέωρα, κι ο καταρράχτης στην Έδεσσα μ’ ανατρίχιασε.
Προσκυνητής του μεγαλείου του φαραγγιού της Σαμαριάς, ψηλάφησα κάθε πτυχή της γήινης εσθήτας.
Με κυρίευσε δέος όταν αντίκρυσα τον κρατήρα της Σαντορίνης.


Στα αετοράχια της Πίνδου, πήραν οι αετοί τα όνειρά μου και τα ‘καναν ανεφταόρατα.
Θαύμασα τις θαλασσινές σπηλιές στη Δονούσα και στη Μήλο.


Στις Πρέσπες γαλήνεψε η τρικυμία του άγχους μου για τους ανθρώπους μαζί με τα δάση από τις οξιές που βυθίζονται στα ήρεμα νερά τους.


Μέσα μου τυπώθηκαν όλες οι γήινες ξωθιές από τα σπηλιάδια κι όλες οι ανεραίδες των ποταμών και της θάλασσας, έντονα, βαθιά, ανεξίτηλα.


Κι όμως η ειδή της Αμοργού, καθώς αναδύεται στο βάθος του ορίζοντα, μέσα στο σύθαμπο της μνήμης μου, είναι μοναδική. Αμοργός, το πρώτο όραμα της ζωής μου. Αμοργός, το όραμα της απόδρασης από την καθυστηκυίαν τάξιν. Αμοργός, η ελπίδα μου στις μακρινές φυλακίστικες ώρες μου, να ξαναδώ τη θωριά σου στο πάθος που φλογίζει την ανατολή του ήλιου.


* από το βιβλίο του Μανώλη Γλέζου «Η συνείδηση της πετραίας γης - Κυκλαδογραφίες»