Από το ένθετο «Ταξίδια» της εφημερίδας «Καθημερινή»
Κυριακή, 13 Απριλίου 2008
Κυριακή, 13 Απριλίου 2008
Το 1882 ο άγγλος αρχαιολόγος και περιηγητής Τζέημς Μπεντ επισκέπτεται τις Κυκλάδες. Καρπός του ταξιδιού του ήταν το βιβλίο «Κυκλάδες ή η ζωή με τους Έλληνες νησιώτες», που εκδόθηκε το 1885 στο Λονδίνο και περιλαμβάνει αυθεντικές και συναρπαστικές στιγμές για τις κυκλαδίτικες κοινωνίες στις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Για την Αμοργό, ο Μπεντ αρχίζει την διήγησή του ως εξής:
«Η Αμοργός είναι το πιο μακρινό νησί του συμπλέγματος των Κυκλάδων και θα έλεγα ο προμαχώνας του σύγχρονου ελληνικού βασιλείου. Εκτός από το Πάσχα, θα ήταν ενδιαφέρουσα μία επίσκεψη σε οποιαδήποτε άλλη εποχή για τις περίεργες ενδυμασίες, τα έθιμα και την ανόθευτη απλότητα της Αμοργού. Αλλά οι πιο τυχεροί είναι αυτοί που μπορούν να την επισκεφτούν το Πάσχα, που είναι η μεγάλη γιορτή της Αμοργού, γιατί εδώ το Πάσχα γιορτάζεται διαφορετικά από τα άλλα μέρη της Ελλάδας».
Και συνεχίζει να γιορτάζεται διαφορετικά μέχρι τις μέρες μας, ακολουθώντας τα βυζαντινά έθιμα, μέσα σε μια ανοιξιάτικη φύση που προσφέρει απλόχερα ένα ατέλειωτο πλήθος αγριολούλουδων, χρωμάτων και αρωμάτων.
Τα αρώματα που κυριαρχούν, κι έξω στη φύση και μέσα στους οικισμούς της πασχαλιάτικης Αμοργού, είναι του φασκόμηλου και της ρίγανης. Από νωρίς το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής όλοι οι δρόμοι των χωριών, απ’ όπου θα περάσει ο Επιτάφιος, και το εσωτερικό των εκκλησιών στρώνονται με φρεσκοκομμένα ανθισμένα βλαστάρια δύο ειδών φασκόμηλου και ενός είδους άγριας ρίγανης που ονομάζεται «αργανιά». Απελευθερωμένα από τις πατημασιές των περαστικών τα αιθέρια έλαια, δημιουργούν μια μεθυστική ατμόσφαιρα στα χωριά της Αμοργού και αποτελούν ταυτόχρονα μια σπονδή στην φύση που αναγεννιέται και στον Θεό που ανασταίνεται.
Τα αναστάσιμα έθιμα της Αμοργού πηγαίνουν πολύ πιο πίσω από το βυζαντινή περίοδο και χάνονται στην προϊστορική εποχή. Το Σάββατο του Λαζάρου οι νοικοκυρές πλάθουν με ζυμάρι ανθρωπόμορφα σχήματα. Ονομάζονται «λάζαροι», «λαζαράκια» ή «κουκλάκια» και θυμίζουν τις μορφές των πρωτοκυκλαδικών εδωλίων, από τα οποία τα πιο γνωστά άλλωστε προέρχονται από την Αμοργό κι ονομάζονται επίσης «κουκλάκια». Τα τελευταία χρόνια το έθιμο τείνει να εγκαταλειφθεί και η αιτία είναι μάλλον πεζή. Οι σύγχρονοι φούρνοι εξαφάνισαν τους σπιτικούς φούρνους και οι Αμοργιανές σταμάτησαν να πλάθουν και να ψήνουν «λαζαράκια, με εξαίρεση λίγες οικογένειες.
Ο Τζέημς Μπεντ περιγράφει ένα ακόμα αρχαίο χθόνιο έθιμο από την Χώρα του 1882. Μια ομάδα παιδιών περιέφερε από σπίτι σε σπίτι μια ντυμένη κούκλα, που την ονόμαζαν «Λάζαρο», κι έλεγαν τραγούδια με θέμα το τι είδε ο Λάζαρος στον Κάτω Κόσμο. Στο τέλος οι νοικοκυρές τους φίλευαν με αυγά και τσουρέκια.
Μια χειροπιαστή απόδειξη για την αρχαιότητα των εθίμων της Αμοργού ήταν η λειτουργία μέχρι πρόσφατα του υδρομαντείου στον Άγιο Γιώργη τον Βαρσαμίτη. Οι Αμοργιανοί το συμβουλεύονταν κανονικά και θα συνέχιζαν πολλοί να το συμβουλεύονται έως σήμερα, αν δεν το είχε κλείσει στην δεκαετία 1960-70 με απόφασή του ο τότε μητροπολίτης Θήρας, Αμοργού και Νήσων.
Παρότι μερικά έθιμα αργοσβήνουν, λόγω της κοινωνικής εξέλιξης, στην Χώρα της Αμοργού δημιουργήθηκε ένα νέο πασχαλιάτικο έθιμο στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το βράδυ της περιφοράς του Επιταφίου όλα τα στενά και τα σκαλιά του βυζαντινού οικισμού της Χώρας γεμίζουν με εκατοντάδες αυτοσχέδιες φωτιές, που ανάβονται σε μικρά πήλινα ή μεταλλικά σκεύη. Το έθιμο ξεκίνησε από την Απάνω Γειτονιά και σύντομα υιοθετήθηκε απ’ όλους. Τα τελευταία χρόνια η γενική φωταψία της Χώρας τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής γίνεται πιο οργανωμένα, με την φροντίδα του Πολιτιστικού Συλλόγου «Σημωνίδης».
Η Χώρα της Αμοργού είναι ένας αυθεντικός βυζαντινός οικισμός. Ο οικιστικός της πυρήνας ανάγεται στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Φαίνεται ότι από τον 7ο αιώνα και μετά οι επιδρομές των Αράβων στο Αιγαίο ανάγκασαν τους κατοίκους να μετατοπίσουν τους οικισμούς τους από τις παραλιακές θέσεις προς το εσωτερικό του νησιού, για λόγους ασφαλείας και καλύτερης αμυντικής οργάνωσης.
Γύρω από έναν φυσικό βράχο, με ίχνη κατοίκησης από την 3η π.Χ. χιλιετία, οι κάτοικοι των αρχαίων πόλεων Μινώας και Αρκεσίνης, συγκεντρώθηκαν σταδιακά στην βυζαντινή ακρόπολη του Κάστρου, όπως λεγόταν μέχρι πριν 100 περίπου χρόνια η σημερινή Χώρα της Αμοργού. Αντίστοιχα, στο ανατολικό άκρο του νησιού οι κάτοικοι της αρχαίας Αιγιάλης δημιούργησαν τον δικό τους βυζαντινό οικισμό, την Λαγκάδα, με παρόμοια χαρακτηριστικά μ’ αυτά του Κάστρου-Χώρας.
Η οικιστική οργάνωση της αμοργιανής Χώρας είναι τυπικά βυζαντινή. Ο φυσικός βράχος, που έχει λαξευτεί κατάλληλα, αντιστοιχεί στην βυζαντινή ακρόπολη. Κάτω από τον βράχο-ακρόπολη απλώνονται τα σπίτια της Χώρας, που συνδέονται με καμάρες και σχηματίζουν έναν λαβύρινθο στενοσόκακων, ο οποίος παλιότερα αποτελούσε στοιχείο της αμυντικής οργάνωσης και τώρα είναι χαρακτηριστικό της πολυφωτογραφημένης χωραΐτικης γραφικότητας. Ένα πλήθος βυζαντινών και μεταβυζαντινών ναών, ένα φαρδύ καλντερίμι (το «πλατύστενο») που διατρέχει τον οικισμό, μία κεντρική πλατεία (η «λόζα») και μια μικρότερη πλατεία (το «πλατεάκι») συμπληρώνουν την πολεοδομική φυσιογνωμία της Χώρας της Αμοργού.
Αν στην υπόλοιπη Ελλάδα το Πάσχα τελειώνει με το βράδυ της Ανάστασης και το αρνί της Κυριακής, στην Χώρα της Αμοργού ο αναστάσιμος εορτασμός συνεχίζεται για μία ακόμα εβδομάδα.
Ακολουθώντας αρχαία έθιμα, όπως αυτά καταγράφονται στις επιγραφές των τριών αρχαίων πόλεων του νησιού Μινώας, Αρκεσίνης και Αιγιάλης, την Κυριακή του Πάσχα βγαίνουν οι εικόνες από το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας και αρχίζει ο καθαγιασμός των περιοχών της Χώρας.
Το μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας ιδρύθηκε γύρω στον 8ο αιώνα, στην εποχή της Εικονομαχίας. Η προφορική παράδοση και άλλα στοιχεία συνδέουν την ίδρυση του με καταδιωγμένους χριστιανούς από τους Αγίους Τόπους και την Κύπρο που βρήκαν καταφύγιο στην Αμοργό. Η μονή της Χοζοβιώτισσας και η Χώρα της Αμοργού είναι από τότε απόλυτα συνδεδεμένες.
Η λιτάνευση των εικόνων αρχίζει το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Με προπομπό το λάβαρο της Αναστάσεως, οι εικόνες της Παναγίας Χοζοβιώτισσας και του Αγίου Γεωργίου του Βαρσαμίτη μεταφέρονται στην Χώρα, στο ναό του Χριστού Φωτοδότη που είναι ένα ακόμα βυζαντινό μνημείο της Χώρας. Τις επόμενες μέρες οι εικόνες πηγαίνουν στον Βαρσαμίτη κι από εκεί κατεβαίνουν στα Κατάπολα. Έτσι καθαγιάζονται τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, το λιμάνι και η θάλασσα.
Μία άλλη ομάδα εικόνων πηγαίνει στην Αιγιάλη, για τον καθαγιασμό του ανατολικού άκρου της Αμοργού με τους οικισμούς Λαγκάδα, Θολάρια, Ποταμό, Στρούμπο και Όρμο. Την Κυριακή του Θωμά οι εικόνες επιστρέφουν στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας.
Μέσα σε μια φύση που πάλλεται από χρώματα και αρώματα, πάνω από κάθετους γκρεμούς και σε παλιά μονοπάτια που σου δίνουν την αίσθηση ότι πετάς πάνω από την θάλασσα, μέσα από ανθισμένα λιβάδια και υγρές ρεματιές με το άρωμα του φασκόμηλου και της ρίγανης να διαχέονται στην ατμόσφαιρα, τα πασχαλινά έθιμα της Αμοργού συνδέουν με τα αόρατα νήματά τους τα ψηφιακό μας σήμερα με τους βυζαντινούς «λάζαρους» και τα πρωτοκυκλαδικά «κουκλάκια».
Κι όπως γινόταν πάντοτε σε κάθε γιορτή στην Αμοργό, από την πρωτοκυκλαδική Μαρκιανή, την ομηρική Μινώα, την κλασική Αιγιάλη, την ελληνιστική Αρκεσίνη και το βυζαντινό Κάστρο, έτσι και στη σημερινή Χώρα η μεγάλη γιορτή τελειώνει με μουσικές, τραγούδια και κυκλικούς χορούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου