Οι φίλοι του μπλοκ

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Η Αμοργός το 1852



Η Αμοργός είναι νήσος των νοτιοανατολικών Σποράδων, κειμένη κατά την 430, 35' Ανατ. μήκους, και 360 53' Βορ. Πλάτους, μεταξύ Αστυπαλαίας, Ανάφης, Θήρας, Ίου και Νάξου και σχηματίζουσα τα νοτιανατολικά όρια της Ελλάδος' έχει δε περίμετρον 80 περίπου μίλια, σχήμα ταινιώδες και είναι ορεινή και πετρώδης. Σειρά ορέων υψηλοτάτων, σχεδόν αδιάλειπτος, διαθέει απ' ανατολών προς δυσμάς, κατά μήκος της νήσου, διαιρούσα αυτήν εις δύω, ούτως ειπείν, ετεροκλινή επίπεδα, βόρειον και νότιον. Άπαν δε το ανατολικόν της νήσου μέρος Κρύκελος καλούμενον είναι βράχος σχεδόν μονόλιθος, απότομος και όλως άβατος και αυχμηρά ερημία, προαιωνίους μόνον δρύς φέρουσα ενιαχού εν χαράδραις ερριζωμένας, από των οποίων ξυλεύονται πένητές τίνες και ριψοκίνδυνοι αιγιαλίται. Εντεύθεν δε του Κρυκέλου, αι κλίσεις βαθμηδόν ελαττούνται και η μεν βόρειος, προς τα δυτικά προχωρούσα, απολήγει εξαφανιζομένη εις λοφοειδείς πεδιάδας, η δε νότιος είναι σχεδόν όλη καλλιεργείας ανεπίδεκτος. Αι ακρώρειαι της σειράς απάσης είναι οξυτενείς, άδενδροι και άφυτοι όλως, ενιαχού δε κορυφαί τινες κατάλευκοι υψούνται υπέρ τας λοιπάς, ως διά να επιδείξωσι και μακράν το σκελετώδες της γυμνότητός των και τον λίθινον της όλης νήσου πυρήνα. Τα δε απ' αιώνος καταρρέοντα απ' αυτών όμβρια ύδατα συμπαρέσυραν μεθ' εαυτών την γην εις τους μαστούς των ορέων, αφ' ων, του χρόνου παρερχομένου, θέλει εκλείψει όλως διά την υπερβολικήν αυτών κλίσιν και εις μόνας τας υπωρείας θέλει δυνηθή να διαμείνη. Καταφερόμενα δε τα ύδατα ταύτα με τοσαύτην κλίσιν και μεγάλους και ορμητικούς ποταμούς σχηματίζοντα, προξενούσι βλάβας ου σμικράς εις τα χαμηλά και επίπεδα μέρη, τα υπό των εγχωρίων καλούμενα κάμπους της Χώρας, του Χωριού, της Κολοφώνος και της Αιγιάλης, τους οποίους διασχίζοντας παρασύρουσιν εις την θάλασσαν, ήτις καθίσταται όλη θολή επί μακρόν διάστημα.

Πρός δυσμάς της πόλεως, 3/4 περίπου της ώρας, παρά τη αρχαία Μινώα, υπάρχει ευρυχωρότατος λιμήν, Κατάπολα (Εκατόμπυλα ή ορθότερον Κατάπολις, κάτω πόλις προς διαστολήν της  άνω, της επί της Μινώας ή της νυν Χώρας) καλούμενος, επιμήκης όπως ουν, έχων το το στόμιον ευρύ και εστραμμένον προς δυσμός, ασφαλέστατος κατά παντός σχεδόν ανέμου και σπανίως κυμαινόμενος. Η δε προ του λιμένος θάλασσα, πνεόντων αρκτικών ανέμων, είναι τρικυμιώδης και επικίνδυνος, διότι εκεί τελευτώσι του εκτεταμένου Ικαρίου πελάγους οι αντιπλήγες κυματισμοί. Πλησίον μάλιστα νησιδίων τινών, Ψαλίδων ως εκ του σχήματος αυτών καλουμένων, υπάρχει, και εν πλήρει νηνεμία ρεύμα αένναον και σφοδρόν από του βορειανατολ. προς το νοτιοδυτικόν ορμητικώς κυλινδούμενον και λίαν κινδυνώδες τοις αγνοούσι τούτο ξένοις ναύταις. Κινδυνωδέστερος είναι ο πλους κατά το νότιον της νήσου πέλαγος και εν γαλήνη. διότι τα υψηλά και κατωφερή όρη εξερεύγονται ανελπίστως λαίλαπας και καταιγίδας, οίτινες εν ημέρα μεν φαίνονται μακρόθεν επερχόμενοι, συστρέφοντες και αναρρίπτοντες θυελλωδώς την θάλασσαν, εν νυκτί δε, αόρατοι όντες, καθίστανται ολεθριώτεροι. Πάσα δε σχεδόν η παραλία της νήσου είναι απότομος, μάλιστα η περί τον Κρύκελον, της οποίας το βάθος είναι υπερβολικόν. ευτύχημα δε ότι η θάλασσα εκείνη απόκεντρος ούσα δεν συχνάζεται.

Περί την Αμοργόν υπάρχουσι νήσοι τινές ιδιόκτητοι αυτής, διά κεκτημένου δικαιώματος και παναρχαίας αδιαφιλονεικήτου κατοχής, ήτοι n Άνυδρος, η Κραμβούσα, τα Αντικέρια, η Κέρος, η Σχοινούσα, η Ηράκλεια, τα δύω Κουφονήσια, η Νικουρία, αι Μάκαρες, η Τενούσα, η Κίναρος, η Λέβινθος, και τινες άλλαι μικραί εξ ων n Κίναρος και Λέβινθος υπάγονται εις το Οθωμανικόν Κράτος, κατά την οροθετικήν γραμμήν την διαγράψασαν τα νοτιοανατολικά της Ελλάδος όρια.

Η Αμοργός έχει κλίμα ευκρατέστατον και γην ολίγην, αλλ' εύκαρπον και παμφόρον, παράγει κατ' εξοχήν οίνον, έλαιον και γεννήματα επαρκή μεν μόνοις τοις κατοίκοις, αλλ' αρίστης ποιότητος. Ενταύθα εκαλλιεργείτο το πάλαι ο περίφημος διά την λευκότητα και λεπτότητα αυτού λίνος, εξ ου κατεσκευάζοντο τα λεπτοϋφή και διαφανή χιτώνια των τριφυλών Αθηναίων και Κορινθίων. Επί δε των νομισμάτων των Αμοργίνων αφ' ενός μεν ην η κεφαλή του Απόλλωνος δαφνοστεφής, αφ' ετέρου δε εν άλλοις μεν σφαίρα αστρονομική, εν άλλοις δε τρίγωνον, εξ ων δύναταί τις να εικάση ότι οι αρχαίοι της νήσου κάτοικοι ενησχολούντο κατ' εξοχήν περί την Γεωγραφίαν και Αστρονομίαν. Εν ταύτη ανατραφείς επολιτογραφήθη και διεβίωσεν ο περιώνυμος επί ιαμβοποιία Σιμωνίδης υιός του Κρινίου, ακμάσας περί το 600 π.χ. εφευρών και τελειοποιήσας συνάμα τους δηκτικούς ιάμβους. Άπαντες δε οι ιαμβογράφοι και ελεγειογράφοι ως αστραβή κανόνα αυτών έλαβον του Αμοργίνου ιαμβογράφου Σιμωνίδου τα σωζόμενα, εξαιρέτως δε το κατά γυναικών απαράμιλλον ποιημάτιον αυτού.

Η Αμοργός το πάλαι, κατά την μαρτυρίαν πολλών ιστορικών, είχε τρεις πόλεις επισήμους, Μινώαν. Αρκεσίνην και Αιγιάλην, ων ερείπια σώζονται ολίγιστα μεν εν Αιγιάλη, ούτω και νυν καλουμένη, και εν Μινώα, τη νυν Μουντουλιά, πλείστα δε και άξια λόγου εν Αρκεσίνη, τη νυν, κατά πάσαν πιθανότητα, δια την αυτόθι μικράν ακρόπολιν Καστρί καλουμένη, εν η σώζεται και το τείχος της Αρκεσίνης, οικοδόμημα Κυκλώπειον, διαφυγόν τον όλεθρον του πανδαμάτορος χρόνου, και άξιον αρχαιολογικής μελέτης, διά τε την επ' αρχαιότητι αυτού αξίαν, το μαθηματικώς ακριβές κλιμακωτόν σχήμα και την ακριβή από του μικρόν απέχοντος αιγιαλού παράλληλον απόστασίν του. Ενταύθα σώζονται επιγραφαί επί μεγίστων λίθων εντετειχισμένων εις αγροτικάς επαύλεις, εισέτι ανέκδοτοι και άγνωστοι. Και αλλαχού δε υπάρχουσι πολλαχού αρχαίων οικοδομών ερείπια, ων επισημότερα οι λεγόμενοι Πύργος του Χωριού, και Πύργος του Ρηκτιού, εξ ων του μεν πρώτου η βορειοδυτική γωνία, διά της ακριβούς των ακρογωνιαίων λίθων συναρμογής, διατηρείται εισέτι θαυμασίως, καίτοι μονωθείσα προ αιώνων, κατακρπηνισθεισών των μετ' αυτής συνεχομένων και ταύτην απαρτιζουσών πλευρών, ων μόνη η βόρειος σώζεται μίαν μόλις οργυιάν υπέρ την επιφάνειαν του εδάφους, όπου και πρόσγαιον διάζωμα της μεγάλης και παραλληλογράμμου αυτής οικοδομής διατηρείται, έχον έξ ή επτά οχετούς τεχνηέντως ειργασμένους. διά μακράς συγγραφής θέλομεν αποδείξει άλλοτε ότι το ερείπιον τούτο ήτο ποτέ το Λινουργείον της Κολοφώνος. Του δε Πύργου του Ρηκτιού υπάρχει το ήμισυ, είναι δε μικρόν κυκλοτερές οικοδόμημα όντως κυκλώπειον εξ ευαρίθμων μεν αλλά παμμεγίστων λίθων, σχεδόν αλαξεύτων και κύβου μόλις σχήμα λαβόντων και εδραίως επιτεθειμένων συνιστάμενον. Πανταχού δε όπου αν υπάρχη ίχνος αρχαιότητος, παρετηρήσαμεν, ότι κατέχει την αρίστην θέσιν.

Η δε νυν πρωτεύουσα πόλις, καλουμένη ομωνύμως τη νήσω και Χώρα, κείται εις το κέντρον σχεδόν της νήσου, επί λοφοειδούς οροπεδίου περί μονόλιθον υψηλόν και απότομον ακρόπολιν, Κάστρον καλουμένην, αφ' ου και την πόλιν όλην Κάστρον τινές ονομάζουσιν, από τας υψηλάς αλλ' ευτελείς επάλξεις της οποίας υπερασπίζοντο οι κάτοικοι την πόλιν, κατά των αει προ και επί της Ελληνικής επαναστάσεως επερχομένων πειρατών. Τέσσερα δε χωρία η Λαγκάδα, τα Θολάρια, ο Ποταμός και ο Στρούμπος, μίαν μεν ώραν περίπου αλλήλων απέχοντα, τέσσαρας δε της πόλεως ανατολικώς αυτής, καλούνται κοινώ ονόματι Αιγιάλη, κατέχοντα την αρχαίαν της Αιγιάλης θέσιν, ως καταφαίνεται εκ γηλόφου τινός αμπελοφύτου όλου, το όνομα Παγκάλη ή Πάγγος έτι και νυν φέροντος, και εκ τινων επιγραφών πλησίον του χωρίου Θολαρίων, επί βράχων αρχαίοις γράμμασι γεγραμμένων.

Παρά τον μυχόν του ρηθέντος λιμένος Κατάπολα ρέει ύδωρ αένναον, άφθονον και υγιεινότατον, εκβάλλον εις την θάλασσαν. πεντήκοντα δε περίπου οικίαι, ων αι πλείσται ακατοίκητοι, κείνται αυτόθι επί των ερειπίων της αρχαίας Μινώας, ένθα υπάρχουσιν επιγραφαί διαφόρων ψηφισμάτων της Βουλής και του Δήμου των Μινωϊτών, ων αι πλείσται ανέκδοτοι. Αυτού φαίνονται ερείπια καταχωσθέντος χριστιανικού ναού μεγίστου, τεμάχια δε τοιχογραφιών και αγιογραφιών αυτού, καλλιτεχνικήν έχοντα αξίαν, πείθουσιν ημάς περί τε της αρχαιότητος και της λαμπρότητος της απολεσθείσης αυτής οικοδομής.

Πλην του ρηθέντος λιμένος Κατάπολα, υπάρχει και έτερος πρός ανατολάς, ο της Αιγιάλης, κόλπος μάλλον παντί ανέμω αναπεπταμένος ή λιμήν, εις τον μυχόν του οποίου υπάρχουσι δύω όρμοι και αυτοί ουχί τόσω ασφαλείς. Αξιολογώτεροι δέ όρμοι υπάρχουσι κατά μεν το νότιον μέρος ο Εξώδοτος, η Αγία Άννα, το Μερσύνι, του Μούρου, η Γωνιά, η Καλοταρίτισσα και η Κραμβούσα. Κατά δε το βόρειον ο του Λιβέρου, τα Παραδείσια, ο Κάτω Κάμπος, αι Φοινικαί, η Βλιχάδα Περιστεριά, η Νικουριά ή Άγιος Παύλος και η μικρά και μεγάλη Βλιχάδα της Αιγιάλης.

Ημίσειαν δε ώραν περίπου προς ανατολάς της πόλεως, υπό τον προς μεσημβρίαν εστραμμένον και τη θαλάσση επικρεμάμενον απότομον του υψηλοτάτου όρους του προφήτου Ηλιού βράχον, υπάρχει η ευαγεστάτη Μονή της Παναγίας της Χοζοβιωτίσσης, πανάρχαιον σέμνωμα της νήσου, κτίσμα του Χριστιανικωτάτου βασιλέως Αλεξίου του Κομνηνού. Η πλουσιωτάτη των διατηρουμένων μετά την του Μεγάλου Σπηλαίου, κεκτημένη πολλά και πλούσια μετόχια εν πάσαις σχεδόν τοις πέριξ νήσοις και εκτός της Ελλάδος. Εν αυτή μονάζουσι 20 σεβάσμιοι μοναχοί, η δε θέσις είναι μοναδική, αίσθημα απερίγραπτον διεγείρουσα εις την ψυχήν του θεατού. διό και το χρυσόβουλον της Μονής από του τόπου ποιείται την αρχήν. Προ του Μοναστηρίου, κρημνοί ολισθηροί, βραχώδεις και απότομοι εκτείνονται μέχρι θαλάσσης, ης ο βρυχηθμός νυχθημερόν αντηχεί τρομερός, άνωθεν δ' υπερκρέματαl εκπληκτικώς το ρηθέν ύψιστον της νήσου όρος ως δια πελέκεως τετμημένον, και κεραμόχρουν πελώριον τομήν προφαίνον, λίθοι δ' ενίοτε μέγιστοι αποσπώμενοι από τα ύψη, διά ξηρασίας ή πολυομβρίας, καταπίπτουσιν έξω του Μοναστηρίου κατακυλιόμενοι εις την θάλασσαν, έστι δ' ότε και επ' αυτού, ότε κατακρημνίζουσι τον έξω τοίχον, ός τις μόνον είναι ευπρόσβλητος, της λοιπής οικοδομής ασπιζομένης υπό του επ' αυτής πλησιεστάτου σπηλοειδούς βράχου.

Συναπαρτίζει δε η Αμοργός μετά 3 άλλων νήσων την επαρχίαν Θήρας του Νομού Κυκλάδων, απέχουσαν του Πειραιώς 145 μίλια και περιέχουσα εξ περίπου χιλιάδας κατοίκων, αποτελούντων δήμον Β' τάξεως. Έχει δε δύω δημοτικά Σχολεία περιέχοντα ομού περί τους 300 μαθητάς. Το δ' Ελληνικόν κατηργήθη δυστυχώς προ 5 ετών, αλλά πρόκειται ήδη να συστηθή, ως λέγουσι. Ναοί υπάρχουσι πλείστοι, επίσης και ιερείς διακρινόμενοι διά τον σεβάσμιον και αφιλοκερδή αυτών χαρακτήρα.

Οι κάτοικοι της Αμοργού είναι εν γένει ρωμαλέοι, ωραιότατοι και μακροβιώτατοι, διά τε την ορεινήν διατριβήν και την ηθικήν αυστηρότητα και λιτότητα του βίου των. Είναι λίαν ομιλητικοί και χαρίεντες, αλλ' ευερέθιστοι, οξύχολοι και εκδικητικοί. φιλόξενοι εν τοις μάλιστα, αλλά ζηλότυποι, φίλοι της γεωργίας και ποιμαντικής μάλλον ή των τεχνών και των Μουσών. Κέκτηνται πνεύμα ζωηρόν και οξύ, αλλά δυστυχώς ημελημένον και ακαλλιέργητον. Τα μεγάλα εγκλήματα ήσαν σπάνια ενταύθα. το δ' εμπόριον, η μετά των ξένων επιμιξία και η ναυτιλία αυτών είναι σμικρά. Ως οι αρχαίοι της νήσου κάτοικοι ενθέρμως ελάτρευον την Αφροδίτην και περικαλλή ναόν αυτής είχαν, μιμούμενοι τους Μιλησίους και Αθηναίους αφ' ων είλκον το γένος, ούτω και οι νυν λατρεύουσι τον υιόν της Κυθήρας και το Κάλλος μετά θερμότητας Αθηναϊκής, αλλά δυστυχώς ουχί και μετά ίσης ισπανικής εγκαρτερήσεως και σταθερότητος… Αι δύο προκείμεναι εικόνες παριστώσιν την προ 200 ετών ενδυμασίαν των Αμοργίνων γυναικών. αλλά σήμερον ο πανταχού εξαπλωθείς Ευρωπαϊσμός ηφάνισε κ' εντεύθεν τα προυζουκένια φαρδομάνικα, τους κροσσωτούς διπλούς και τριπλούς ποδογύρους, τα μυτηρά και τρίζοντα πασουμοκουντουράκια, τα κολόβια, τα ολόχρυσα στομαχικά, τα κατάστενα στοφεδένια γουνελάκια, ταις ζαφοριασταίς ερένταις και αυτούς τους μέχρι χθες τρούλους, ο δε νυν προσερχόμενος ξένος αισθάνεται αμέσως όζοντα κ' ενταύθα τον Ευρωπαϊσμόν.

Αθήνησι, τη 17 Ιουνίου 1852

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Αμοργίνος


Δεν υπάρχουν σχόλια: