Οι φίλοι του μπλοκ

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Σκοπελίτης: ο θρύλος των Μικρών Κυκλάδων

Ο «Σκοπελίτης» μπαίνει στα Κατάπολα


Έχει γίνει τραγούδι, έχει μπει στην ελληνική λογοτεχνία, είναι διάσημος σ’ όλο τον κόσμο… Είναι ο «Σκοπελίτης», ο θρύλος των Κυκλάδων. Όσοι Έλληνες και ξένοι ακούνε Σκοπελίτης και Κυκλάδες, αυτόματα φέρνουν στο νου τους το πλοίο που συνδέει χειμώνα-καλοκαίρι τις Μικρές Κυκλάδες μεταξύ τους και με τη Νάξο. Στο διήγημά του τα «Άμφια της σμέρνας» ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης περιγράφει πως ταξίδεψε με 9 μποφόρ από τα Κατάπολα της Αμοργού στην Δονούσα, μεταφέροντας σε έναν γκαζοτενεκέ μια σμέρνα. Η φουρτούνα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όλοι οι επιβάτες το ‘ χαν σίγουρο ότι το καράβι θα βουλιάξει. Σαν τάμα για τη σωτηρία του ο συγγραφέας απελευθέρωσε την σμέρνα και την έριξε στην θάλασσα. Το καράβι ήταν ο «Σκοπελίτης», που δεν μπατάρισε κι έφτασε στην Δονούσα, όπως κάνει πολλά χρόνια τώρα κι ας είχε 9 μποφόρ. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο «Σκοπελίτης» κουνάει και στα 2 μποφόρ, αλλά κι ο ισχυρισμός αυτός συνδέεται με τον θρύλο που έχει δημιουργήσει στις Μικρές Κυκλάδες.

Βέβαια, ο πραγματικός θρύλος δεν είναι το καράβι αλλά ο δημιουργός του, ο καπετάν Μήτσος Σκοπελίτης, θαλασσόλυκος με τα όλα του και δεξιοτέχνης βιολιστής από τους καλύτερους των Κυκλάδων, όπως λένε όσοι τον έχουν ακούσει να παίζει σε γιορτές και πανηγύρια. Στο αίμα του καπετάν Μήτσου κυλάει η ιστορία του Αιγαίου. Ο προπάππος του λεγόταν Καρατζάς, ήταν ναυτικός από την Σκόπελο, αλλά τον κυνήγησαν για λαθρεμπόριο και βρήκε καταφύγιο στην Σύμη, που τότε (γύρω στα 1850) ήταν υπό οθωμανική κατοχή. Στην Σύμη του έδωσαν το παρατσούκλι «Σκοπελίτης». Ο παππούς του καπετάν Μήτσου, ψαρεύοντας έφτασε στην Δονούσα, όπου παντρεύτηκε κι έκανε οικογένεια. Ο πατέρας του πήρε γυναίκα από το Κουφονήσι και εγκαταστάθηκε εκεί. Ο καπετάν Μήτσος Σκοπελίτης γεννήθηκε στο Κουφονήσι το 1930. Εδώ και πολλά χρόνια μένει στα Κατάπολα της Αμοργού, όπου είναι και η βάση του πλοίου «Σκοπελίτης».

Σκόπελος, Σύμη, Δονούσα, Κουφονήσι, Αμοργός τρέχουνε στις φλέβες του καπετάν Μήτσου. Θαλασσινή σαν των προγόνων του είναι και η δική του ιστορία. Στο Κουφονήσι μικρός βοηθούσε τον πατέρα του, που ήταν ψαράς αλλά και λαουτιέρης. Ο μικρός Μήτσος Σκοπελίτης είχε ταλέντο στην μουσική κι έτσι ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύσει δύο μήνες στον Σταματομανώλη, έναν γνωστό βιολιστή της εποχής στ’ Απεράθου της Νάξου. Αν και αυτοδίδακτος τελικά, ο καπετάν Μήτσος πιστεύει ότι θα γινόταν το καλύτερο βιολί της Ελλάδας, αν δεν μεσολαβούσε η Κατοχή, η πείνα και η φτώχια. Την ίδια γνώμη έχουν και οι νησιώτες, που ξεσηκώνονται από τις δοξαριές του. Μετά την θητεία του στο Ναυτικό, παντρεύτηκε και μπαρκάρισε σε ποντοπόρα πλοία.

Με τα λεφτά που έβγαλε στους ωκεανούς αγόρασε ένα τρεχαντήρι, τον «Πανορμίτη», έμεινε στο Κουφονήσι κι άρχισε το επαγγελματικό ψάρεμα. Το 1958 πήρε την ταχυδρομική γραμμή Μικρών Κυκλάδων – Νάξου κι εγκαταστάθηκε στα Κατάπολα. Έτσι, το θρυλικό σήμερα πλοίο «Σκοπελίτης» έχει ιστορία 51 χρόνων, με πρόγονο το ψαροκάικο «Πανορμίτης». Τότε ήταν που είχε βγει και το πρώτο τραγούδι, που έλεγε:

Μεσ’ τ’ αφρισμένα κύματα περνά ο Πανορμίτης
και καπετάνιος με καρδιά είναι ο Σκοπελίτης

Τον «Πανορμίτη» διαδέχτηκαν άλλα καράβια που έφτιαξε ο καπετάν Μήτσος. Το πρώτο ήταν ένα σιδερένιο φορτηγό, που μετασκευάστηκε και ονομάστηκε «Χοζοβιώτισσα». Ακολούθησε ένα άλλο καΐκι, ο «Βαρσαμίτης». Το 1980 σειρά πήρε η «Μαριάννα», που εκτός από την εξυπηρέτηση της ταχυδρομικής γραμμής, άρχιζε να φέρνει και τουρίστες στην Αμοργό από την Νάξο και την Μύκονο. Και στο τέλος ήρθε ο «Σκοπελίτης», που πήρε το οικογενειακό όνομα και από το 1981 τον κουμαντάρει ο γιός του καπετάν Μήτσου, ο καπετάν Γιάννης Σκοπελίτης.

Κι έτσι στην μνήμη δεκάδων χιλιάδων επισκεπτών και στην ζωή των νησιωτών μπήκε τα τελευταία τριάντα χρόνια ο «Σκοπελίτης», που γράφει χειμώνα-καλοκαίρι τον δικό του θρύλο στις Μικρές Κυκλάδες. Όμως ο θρυλικός «Σκοπελίτης» δεν είναι ένα πλοίο, αλλά… δύο. Αμετάβλητο και θρυλικό παραμένει μόνο το όνομα. Ο πρώτος «Σκοπελίτης» ήταν το «Σποράδες» που δούλευε στον Βόλο. Ο δεύτερος ήταν ένα καράβι από την Μυτιλήνη, που διασκευάστηκε στον σημερινό «Σκοπελίτη», με δυνατότητα μεταφοράς 350 ατόμων και 12 αυτοκινήτων.

Στο διήγημα «Τα άμφια της σμέρνας» ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης διηγείται ένα ταξίδι με τον «Σκοπελίτη» από την Αμοργό στην Δονούσα. Να όμως τι λέει ο ίδιος ο Σκοπελίτης: «Όλος ο Τσικνιάς και το Ικάριο ξεσπάνε εδώ σε μας. Το χειρότερο μέρος είναι ο δίαυλος Αιγιάλη-Δονούσα. Άμα πιάσεις στην Κέρο απάγκιασες. Στη Δονούσα έχασα όλα μου τα δόντια. Από τα βάσανα! Τώρα μαζεύονται όλοι στη γέφυρα, είναι σκεπασμένοι, κάτω στον καταπέλτη. Εγώ είχα για γέφυρα ένα μουσαμά για να σκεπάζομαι. Ίσαμε να φτάσω, κοκάλωνα από το κρύο κι από το αλάτι. Πήγαινα στη Δονούσα, φουντάριζα και δεν μπορούσε να δέσει απάνω μου η βάρκα».

Στην εποχή του λάϊφ στάϊλ το Αιγαίο συνεχίζει να γράφει τις δικές του θρυλικές ιστορίες. Ο θρυλικός καπετάνιος Μήτσος Σκοπελίτης συνεχίζει στα ογδόντα του να οιστρηλατεί με τις δοξαριές του τους μπάλους και τις σούστες στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Και ο γιός του, ο καπετάν Γιάννης Σκοπελίτης, συνεχίζει να κρατάει με το πλοίο του τα ιστορικά νήματα που συνδέουν Αμοργό, Δονούσα, Κουφονήσι, Σχινούσα και Ηρακλειά ενώ στα νησιά τον τραγουδάνε με σημερινές μαντινάδες σαν αυτήν:

Φουρτούνα έπιασε ο καιρός, το κύμα αγριεύει
όλα τα πλοία δέσανε, μα ένα ταξιδεύει.
Ο «Σκοπελίτης» είναι αυτός που κύμα δεν τον πιάνει
και έχει για καπετάνιο του πάντα εσένα Γιάννη.

ΥΣΤ. Με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Αμοργίνων και την συμμετοχή συλλόγων και αυτοδιοικητικών απο Αμοργό, Κουφονήσι, Ηρακλειά και Σχινούσα τιμήθηκε φέτος ο καπετάν Μήτσος Σκοπελίτης. Να ευχηθούμε οι τιμητικές εκδηλώσεις να έχουν συνέχεια και για άλλους Αμοργιανούς και Αμοργιανές με προσφορά και ιστορία

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Οι Αμοργιανοί στην Αίγυπτο

Στα μέσα του 19ου αιώνα η ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας αριθμούσε περίπου 1.000 άτομα. Η μεγάλη της ανάπτυξη ήρθε μετά το 1885. Οι Αμοργιανοί ήταν από τους πρώτους που μετανάστευσαν στην Αίγυπτο.


Μία από τις παλαιότερες αναφορές για τους Αμοργιανούς της Αιγύπτου αφορά τους αδερφούς Κοσμά και Μιχαήλ Νομικό, που ίδρυσαν στο Κάϊρο το 1873 την ελληνική εφημερίδα «Κάϊρον».


Από τον εκλογικό κατάλογο της περιφέρειας Χώρας του 1877 διαπιστώνουμε ότι 12 δημότες διέμεναν στην Αλεξάνδρεια. Οι εξής:
  1. Αλεξανδράκης Μιλτιάδης του Γεωργίου, ετών 30, υπηρέτης.
  2. Γαβαλάς Γεώργιος του Μάρκου, ετών 32, ξενοδόχος.
  3. Γαβαλάς Σταμάτιος του Δημητρίου, ετών 31, υπηρέτης.
  4. Γρίσπος Σπηλιώτης του Αντωνίου, ετών 32, φωτογράφος.
  5. Δακορώνιας Ιωάννης του Μάρκου, ετών 51, εμποροράπτης.
  6. Ζαράνης Αγγελής του Ιωάννη, ετών 44, μουσικός.
  7. Ζαράνης Γεώργιος του Ιωάννη, ετών 53, καφεπώλης.
  8. Ιωάννου Μιχαήλ του Κωνσταντίνου, ετών 34, σανδαλοποιός.
  9. Κολιδάς Ρουσέτος του Πέτρου, ετών 31, υποδηματοποιός.
  10. Πρέκας Δημήτριος του Μάρκου, ετών 39, ιδιοκτήτης.
  11. Τάκος Σωτήριος του Βασιλείου, ετών 49, προξενικός πράκτορας.
  12. Χατζη-Μάρκος Μάρκος του Κώνστα, ετών 39, εργάτης.


Δύο άλλοι δημότες Αμοργού διέμεναν στο Πορτ Σάϊντ:
  • Ο Καραμολέγκος Εμμανουήλ του Λουκά, ετών 30, ράφτης.
  • Ο Πάσσαρης Μιχαήλ του Αντωνίου, ετών 34, εργάτης.


Στους προαναφερόμενους δεν συμπεριλαμβάνονται οι δημότες Αιγιάλης. Ο προηγούμενος εκλογικός κατάλογος του 1863 με όλους τους δημότες του νησιού δεν αναφέρει τόπο διαμονής. Γνωρίζουμε φυσικά ότι ήταν πάρα πολλοί και οι Γιαλίτες που μετανάστευσαν στην Αίγυπτο. Οι Γιαλίτες της Αιγύπτου ενδιαφέρθηκαν μάλιστα από πολύ νωρίς για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, όπως φαίνεται κι από ένα ευχαριστήριο του δημάρχου Αιγιάλης Ευσταθίου Γαβαλά προς τον Νικήτα Λ. Στεφανίδη, έμπορο στην Μανσούρα της Αιγύπτου, που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1906 στις αθηναϊκές εφημερίδες.


Η Αδελφότης των εν Αιγύπτω Αμοργίνων ιδρύθηκε το 1911. Την ίδρυσε ο Μάρκος Μανωλακάκης, ο οποίος και εξελέγη πρώτος πρόεδρος της. Λίγο μετά την ίδρυση της Αδελφότητας, η Ελλάδα μπήκε στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι περισσότεροι αιγυπτιώτες Αμοργιανοί ήρθαν στην Ελλάδα και κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό για να πολεμήσουν. Το 1920 η Αδελφότητα των Αμοργίνων ανασυστήθηκε «υπό εδραιοτέρων βάσεων» κι άρχισε έντονη δραστηριότητα, με βασικό άξονα την ενίσχυση της πατρίδας Αμοργού.


Οι βασικοί παράγοντες της αμοργιανής Αδελφότητας της Αιγύπτου στην προπολεμική περίοδο ήταν ο Λουκάς Μ. Μανωλακάκης (πρόεδρος), ο Δημήτριος Ι. Νομικός (αντιπρόεδρος), ο Βασίλειος Κ. Θεολογίτης (γεν, γραμματέας), ο Γεώργιος Θηραίος (ταμίας) και οι Αναστάσιος Μ. Βλαβιανός, Μιχαήλ Ν. Κωβαίος, Δημήτριος Ι. Δενδρινός, Ιωάννης Ν. Βεκρής, Αντώνιος Α. Κορβέσης (σύμβουλοι).


Μια μαρτυρία


Όταν πολλοί Αμοργιανοί δραπέτευσαν στην διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πήγαν στην Αίγυπτο για να καταταγούν στον ελληνικό στρατό, βρήκαν στην Αλεξάνδρεια πολλά συγγενικά σπίτια να τους φιλοξενήσουν. Γράφει ο αείμνηστος Γιάννης Καναράκης στις «Πολεμικές Αναμνήσεις» του:


«Όταν τελείωσε η εξέταση του γιατρού και η διανομή του ιματισμού μας είπαν ότι μπορούμε να βγούμε. Ήταν απόγευμα, η άδεια θα ήτο μέχρι το πρωί. Αφού πήραμε και τις άδειες στο χέρι., βγήκαμε πλέον ντυμένοι ναύτες στην πρώτη μας έξοδο στην Αλεξάντρεια. Πού να πάμε όμως; Σε μια άγνωστη πόλη που όλοι γύρω μας μιλούσαν εκτός απ' τ' αραβικά και διάφορες ξένες γλώσσες. Προχωρήσαμε, βγήκαμε σε μια λεωφόρο και κοιταζόμαστε μεταξύ μας. Ποιο δρόμο να τραβήξομε και με ποιο προορισμό; Μερικοί από εμάς είχανε συγγενείς στην Αλεξάνδρεια και κρατούσαν τις διευθύνσεις τους, αλλά σε ποιόν ν' αποταθείς και τι να του πεις αφού δε μιλούσαμε την ίδια γλώσσα; Όπως στεκόμαστε στην άκρη του δρόμου, περνούσε από μπροστά μας ένα μόνιππο και ο αμαξηλάτης μας λέγει με σπασμένα ελληνικά:


- «Πού θέλετε να πάτε, θα σας πάω εγώ. Αυτή είναι η δουλειά μου».


Και πράγματι είχε εκείνη την εποχή πάρα πολλά μόνιππα που έπαιρναν αγώγια όπως το ταξί και σε πήγαινε όπου ήθελες. Πριν φύγομε από την υπηρεσία μας έδωσαν έναντι λίγα λεπτά για να κινηθούμε έως ότου τακτοποιηθούμε σε νόμισμα Αιγύπτου. Εγώ λοιπόν με το Γιάννη Φωστιέρη, τον Κώνστα Γαβαλά και το Δημήτρη Δεσποτίδη, πήραμε ένα μόνιππο, του δώσαμε και το χαρτάκι με την διεύθυνση και ξεκίνησε. Η περιοχή λεγόταν Καμ-Σεγάρ, οδός Ελευσίς 21. Πράγματι σε ένα τέταρτο φθάσαμε. Στην πόρτα έγραφε το όνομα «Δημ. Δεσποτίδης», πρώτος ξάδερφος της μητέρας μου. Δεν ενθυμούμαι καλά, νομίζω τέταρτος όροφος.


Ανεβήκαμε και με καρδιοχτύπι και λαχτάρα μαζί κτυπήσαμε το κουδούνι. Μας άνοιξε ένα αραπάκι μέχρι 12-13 ετών με ολόασπρη κελεμπία και κόκκινο φεσάκι που το είχαν στο σπίτι και τους εξυπηρετούσε. Εκεί βρήκαμε τον θείο μου Δ. Δεσποτίδη, με την γυναίκα του Κλειώ (από την Σχινούσα η καταγωγή της), την αρραβωνιαστικιά του υιού τους Αφροδίτη και την αδερφή της μητέρας μου Αγγελική.


Συστηθήκαμε και με δύο λόγια τους περιγράψαμε πώς φθάσαμε ως εκεί. Δεν περιγράφεται η υποδοχή που μας έκαναν. Αγκαλιές, φιλιά, συγκινήσεις και ενθουσιασμός μαζί.


Ο θείος μου ήταν τότε περίπου 80 ετών και είχε να έλθει στην Ελλάδα 55-60 χρόνια. Επίσης η θειά μου Αγγελική ήταν τότε 60 ετών και από την Αμοργό έφυγε 9 ετών και δεν είχε έρθει καμιά φορά. Την μητέρα μου δεν την γνώριζε παρά μόνο από φωτογραφία που είχαμε. Καταλαβαίνετε λοιπόν πως τους φανήκαμε και πόση χαρά ένοιωσαν τόσο εκείνοι, όσο και εμείς, που μέσα στην ξενιτιά, τόσο μακριά από την Ελλάδα και τα προσφιλή μας πρόσωπα, βρήκαμε συγγενείς και κατά κάποιον λόγο είχαμε ένα αποκούμπι κάθε που θα βγαίναμε έξω.
Αφού μας κέρασαν, αρχίσαμε να συζητούμε διάφορα για την Ελλάδα, να μας ρωτούν για την κατάσταση για όλους τους συγγενείς και με λεπτομέρειες το κάθε τι. Ο θείος μου ήτα κουφός και με νοήματα καταλάβαινε και έμπαινε στην συζήτηση. Από πολύ νέος έχασε την ακοή του και δεν μπορούσε να εργαστεί. Αρκέστηκε στο διάβασμα τόσο πολύ και τόσα χρόνια που ήτο μια κινητή βιβλιοθήκη. Ήτο κατατοπισμένος με τα πάντα. Με την εν γένει πολεμική κατάσταση, με ιστορικά γεγονότα πολλών ετών και ιδιαίτερα με τα εκκλησιαστικά. Ήτο γιος του παπά Νικήτα Δεσποτίδη, είχε αδερφό τον παπά Νικόλα εφημέριο Δονούσας. Είχε γαμπρό από αδερφή τον παπά Δημήτρη Μαμαλίγκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και ανεψιό από τη γυναίκα του τον ηγούμενο της Ι. Μονής Χοζοβιωτίσσης Αμοργού Αρσένιο Τσαταλιό.


Έτσι καταλαβαίνετε, μ' αυτές τις αρχές μεγάλωσε και έδωσε όλο το βάρος της μελέτης του στα εκκλησιαστικά. Δεν έβγαινε μπροστά του ο καλύτερος καθηγητής Πανεπιστημίου. Ήξερε ολόκληρη τη Θεία Λειτουργία απέξω και γενικά ότι αφορούσε τη θρησκεία μας Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Στο σχολείο είχε πάει μέχρι την Δευτέρα ή Τρίτη Σχολαρχείου ,όπως ήτο την εποχή εκείνη, αλλά είχε τεραστία εγκυκλοπαιδική μόρφωση. Ομιλούσε πολύ ωραία και πάντα στην καθαρεύουσα, καθώς και στην αλληλογραφία που είχαμε μετά μαζί, ευχαριστιόσουν να διαβάζεις το γράμμα του πολλές φορές. Είχε δε και πολύ χιούμορ τόσο στις συζητήσεις του όσο και στην αλληλογραφία του. Σε καθήλωνε με τα θέματα που σου μιλούσε και δεν βαριόσουν μερόνυχτα να τον ακούς.


Πέρασε λοιπόν το απόγευμα εκείνης της ημέρας κοντά στους συγγενείς. Μας κράτησαν το βράδυ για φαγητό και για ύπνο. Το πρωί στις 7, έπρεπε να ήμαστε στην υπηρεσία και εν συνεχεία όσοι πέρασαν από τον γιατρό και τους βρήκαν εντάξει θα πήγαιναν στο προγυμναστήριο Β. Π. ΕΛΛΗ».




Ευεργέτες


Η προπολεμική περίοδος υπήρξε εποχή μεγάλης ακμής του ελληνισμού της Αιγύπτου. Εκτός των άλλων, το διαπιστώνουμε και από τις πολλές ευεργεσίες που έκαναν οι αιγυπτιώτες Έλληνες στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Ανάμεσά τους ήταν και οι Αμοργιανοί.


Το ενδιαφέρον της Αδελφότητας Αμοργίνων της Αιγύπτου για την Αμοργό αποδεικνύεται από το πίνακα χορηγιών που δημοσιεύθηκε το 1932 και καλύπτει την περίοδο από την 1 Σεπτεμβρίου 1920 μέχρι 31 Αυγούστου 1931. Οι Αμοργιανοί της Αιγύπτου ενισχύουν σχολεία και ναούς σε όλο το νησί: Χώρα, Λαγκάδα, Κατάπολα, Ποταμό, Κολοφάνα, Θολάρια, Αρκεσίνη.


Η αντίστροφη μέτρηση για τον αιγυπιώτικο ελληνισμό άρχισε το 1952, όταν η παραστρατιωτική οργάνωση «Ελεύθεροι Αξιωματικοί», με αρχηγό τον Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, ανέτρεψε την δυναστεία το βασιλιά Φαρούκ και ανακήρυξε την Αίγυπτο δημοκρατία ισλαμικού τύπου. Οι πολιτικές συνθήκες άλλαξαν δραματικά και το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων αναγκάστηκε να επιστρέψει σταδιακά στην Ελλάδα.


Ήταν όμως τόσο μεγάλος ο δυναμισμός του αιγυπτιώτικου ελληνισμού, ώστε μέχρι την δεκαετία 1970-1980 εξακολουθούσε να έχει αξιόλογη παρουσία στην Αίγυπτο, παρά την δραματική συρρίκνωσή του. Παρουσία συνέχισαν να έχουν και οι Αμοργιανοί, όπως φαίνεται από τις κοινωνικές ειδήσεις από της ελληνικής εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Αιγύπτου της περιόδου 1958-1977.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Θησαυρός της Αρκεσίνης

Στις 15 Ιανουαρίου 1909 μία είδηση από την Αμοργό έκανε τον γύρο της Ελλάδας, που τότε ήταν πολύ μικρότερη και τα σύνορα της έφταναν μέχρι τα Τέμπη. Η είδηση ανέφερε την ανακάλυψη ενός θησαυρού βυζαντινών νομισμάτων στο ξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας της Χώρας και άναψε φωτιές στα μυαλά όσων έψαχναν «Κωνσταντινάτα» και κρυμμένους θησαυρούς.


Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας υπάρχει τουλάχιστον ένα θρύλος για κάποιον κρυμμένο θησαυρό με χρυσά νομίσματα. Στην Αμοργό περίφημος είναι ο θρύλος που ήθελε έναν πελώριο αράπη να φυλάει τον θησαυρό στον Πύργο του Βασίλη (Αγίας Τριάδας) στην Κάτω Μεριά. Ο θρύλος αυτός, με τον φόβο που προξενούσε, ευθύνεται εν μέρει για το γεγονός ότι ο αρχαίος «Πύργος του Βασίλη» είναι ο πιο καλοδιατηρημένος στις Κυκλάδες και δεν μετατράπηκε σε οικοδομικά υλικά.


Από την Κάτω Μεριά όμως, και κοντά στο Πύργο του Βασίλη, έχουμε την ανεύρεση ενός πραγματικού θησαυρού με χρυσά βυζαντινά νομίσματα. Το 1888 ο Γάλλος αρχαιολόγος Γκαστόν Ντεσάν επιχειρούσε αρχαιολογικές ανασκαφές στην Αμοργό. Πήγε και στο Καστρί, δηλαδή στην ακρόπολη της αρχαίας Αρκεσίνης, όπου βρήκε πολλά μέλη αγαλμάτων και επιγραφές.


Οι εργάτες της ανασκαφής ανακάλυψαν δεκάδες χρυσά νομίσματα που ήταν κρυμμένα μέσα σ’ έναν βούκινα. Από την αρχαιότητα συνήθισαν να κρύβουν τους θησαυρούς (χρυσά νομίσματα, κοσμήματα, κλπ) μέσα σε κούφια κέρατα και θαλασσινά όστρεα, όπως είναι ο «βούκινας», που σε άλλα μέρη ονομάζεται «μπουρού» και επιστημονικά «τρίτων».


Ο παπά Δημητράκης Πράσινος, που βοηθούσε τον Ντεσάν και είχε αρχαιολογικά ενδιαφέροντα, έμαθε για την ανακάλυψη του θησαυρού. Ο Ντεσάν δίνει την δική του εκδοχή για την ανακάλυψη του θησαυρού και στο βιβλίο του, ανάμεσα στα άλλα, γράφει και τα εξής:


«- Τι συνέβη λοιπόν;
- Ξέρεις εσύ, τη μέρα που οι εργάτες έσκαβαν στην ακρόπολη, είχες βάλει πέντε άντρες πλάι στην εκκλησία, σε ένα χωραφάκι. Και, εκείνη τη μέρα, σου έδειξα ένα βυζαντινό νόμισμα που βρήκαν στο χώμα.
- Ναι, αλλά τι θέλεις να πεις μ’ αυτό;
- Να, βλέπεις κύριε, δεν βρήκαν μόνο ένα βυζαντινό νόμισμα. Βρήκαν περισσότερα.
- Και που είναι λοιπόν;
- Θα δεις.
Και, μ’ αυτά τα λόγια, άνοιξε το χοντρό μπλε ράσο του και έβγαλε από ένα δερμάτινο σακουλάκι που είχε στο στήθος του ένα όστρακο σκεπασμένο ,με γκρίζο χρώμα. Έξυσε το εσωτερικό του οστράκου με το νύχι του και έπεσε ένα χρυσό νόμισμα, ύστερα δύο, ύστερα καμιά δεκαριά. Τα όμορφα χρυσά νομίσματα κουδούνιζαν στην παλάμη του και άστραφταν στο φως του φεγγαριού, και έβλεπες ότι στο βάθος του κογχυλιού υπήρχαν πολλά ακόμα, κολλημένα μεταξύ τους. Ο παπάς έτριβε με τον αντίχειρα το φίνο μέταλλο, κάνοντάς το να λάμπει και μου έδειχνε, ανάγλυφα χαραγμένο, το πρόσωπο ενός βυζαντινού αυτοκράτορα με μεγάλα μάτια, μυτερό σαγόνι και ψηλό στέμμα, στολισμένο με μαργαριτάρια».


Τα βυζαντινά νομίσματα από το Καστρί κατέληξαν στο Νομισματικό Μουσείο και είναι πλέον γνωστά ως «Θησαυρός της Αρκεσίνης».


Για τον θησαυρό της Αρκεσίνης γράφει η κ. Λίλα Μαραγκού (***):


«Η αναταραχή στο Βυζάντιο και ιδιαιτέρως στον χώρο της Μεσογείου από τις αραβοπερσικές επιδρομές και από την λαίλαπα των Αράβων ανάμεσα στον 7ο και τον 9ο αι., καθώς και η κατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς, δεν άφησαν ανεπηρέαστα τα μικρά νησιά του Αρχιπελάγους. Τον απόηχο αυτής της αναταραχής στην Αμοργό συμπεραίνομε μόνον από λιγοστές ενδείξεις, αφού η ιστορία των οικισμών και τα χριστιανικά μνημεία του νησιού δεν έχουν ακόμα ερευνηθεί συστηματικά.


«Ανάμεσα στις λιγοστές πηγές πληροφοριών, ξεχωριστή θέση έχει ο πολυθρύλητος «θησαυρός» των εξήντα χρυσών νομισμάτων από την Αρκεσίνη, στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών (από το 1891), η διάσωση του οποίου το 1888 οφείλεται στον Αμοργίνο Παπά-Δημητράκη (Πράσινο). Η πρόσφατη, λαμπρή επιστημονική δημοσίευση (1999) του Ι. Τουράσογλου των νομισμάτων της εποχής του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Δ’ (668-687), εκτός από τα νέα στοιχεία για την διακίνηση του χρήματος στην βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τον 7ο αι., αποσαφήνισε και άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως του «ευέλικτου στόλου» στο Αιγαίο την εποχή των αραβικών επιδρομών, όταν η θάλασσα συγκιρνάτο τοις αίμασιν των Ρωμαίων. Η απόκρυψη των χρυσών νομισμάτων μέσα σε βούκινα, όπως ονομάζεται στην τοπική γλώσσα ο τρίτων, το θαλάσσιο όστρεο που χρησιμοποιούν ακόμα σήμερα οι ψαράδες για να διαλαλήσουν την πραμάτειά τους, χρονολογείται με ακρίβεια κατά τα έτη της βασιλείας του Κωνσταντίνου Δ’, γύρω στα 674-677/78. Η τεκμηριωμένη αξιολόγηση των νομισματικών πληροφοριών που παρέχει ο «θησαυρός» της Αρκεσίνης, μοναδικός έως σήμερα στις Κυκλάδες, και η επισταμένη συνεξέταση των ιστορικών δεδομένων οδήγησαν τον Ι. Τουράσογλου και στην πρόταση «ταύτισης του κατόχου του θησαυρού της Αρκεσίνης με κάποιον αξιωματούχο της στρατηγίας των Καραβισιάνων, της ναυτικής εκείνης δύναμης δηλαδή που συγκροτήθηκε κατά πως φαίνεται στα χρόνια του Κώνσταντος Β’ και ενισχύθηκε από τον Κωνσταντίνο Δ’ για την αντιμετώπιση των από θαλάσσης αραβικών επιδρομών».


Όπως αναφέρει σε σημείωσή της η κ. Μαραγκού, «οι Καραβισιάνοι προέρχονται από την αρχήν των νήσων, έδρα της οποίας από το 654 ήταν η Σάμος και ήταν εύποροι, συνήθως κάτοχοι γαιών, και ανελάμβαναν την κατασκευή και τον εξοπλισμό πλοίων».


Ένας άλλος θησαυρός είχε βρεθεί στην Χώρα το 1900, ενώ υπάρχουν και πληροφορίες για ανεύρεση ανάλογου θησαυρού στην Αιγιάλη την ίδια περίοδο. Φήμες υπάρχουν επίσης και για ανεύρεση θησαυρού στο κάστρο της Χώρας. Επίσης, είναι γνωστή η ιστορία για την ανεύρεση μία παλιάς σπάθας που αποδίδεται στον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.


(***) Λίλας Ι. Μαραγκού «ΑΜΟΡΓΟΣ Ι — Η ΜΙΝΩΑ. Η πόλις, ο λιμήν και η μείζων περιφέρεια», Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 228, Αθήναι 2002

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Μια κόρη από την Αμοργό

Ένα παραδοσιακό τραγούδι με θέμα μία Αμοργιανή περιλαμβάνεται σε πολλές μουσικές συλλογές με παραδοσιακά τραγούδια. Τελευταία το συμπεριέλαβε η Δόμνα Σαμίου στον δίσκο της «Οι νότες της θάλασσας». Το τραγούδι «Μια κόρη από την Αμοργό» είναι πάρα πολύ παλιό και από πολλούς θεωρείται βυζαντινό. Τραγουδήθηκε σε όλο το Αιγαίο και υπάρχουν πολλές παραλλαγές του, από το Καστελόριζο και την Κάρπαθο μέχρι την Σκύρο και τις ακτές της Μικρασίας.

Για το τραγούδι αυτό, ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Αντώνιος Πετσετάκης έχει αναφέρει στο Α’ Παναμοργιανό Συνέδριο του 1975 τα εξής:

«… Αλλ’ αν τα λαϊκά υλικά καλλιτεχνήματα φανερώνουν τον παλμό της λαϊκής ψυχής μπροστά στην ανεπιτήδευτη ομορφιά, την απλότητα και τη συμβολικότητα των παραδοσιακών θεμάτων, τα πνευματικά του δημιουργήματα, τα αριστουργήματα της λαϊκής μας μούσας, είναι θησαυροί που πηγάζουν από μια ποιητική ψυχή, ποτισμένη από τα πιο ευγενικά ιδανικά, από τα υψηλά κι ανώτερα συναισθήματα της φυλής μας.

Θα περιορισθώ σε δύο παραλογές: «Το γυρισμό του σκλάβου» και «Στην ταξιδεύτρα κόρη». Η πρώτη πανελλήνια κι η δεύτερη τραγουδιόταν σε πολλά νησιά. Κι οι δυο είναι ένας ύμνος της γυναικείας αρετής, που στο βωμό της δεν διστάζουν να θυσιασθούν οι αμοργιανές.

Βέβαια τα θέματα έρχονται από τα βάθη της παράδοσης. Ιδιαίτερα στην παραλογή «Ο γυρισμός του σκλάβου» έχομε το προομηρικό θέμα του «αναγνωρισμού» που το βρίσκομε και στον Όμηρο με τον Οδυσσέα και την Πηνελόπη. Η αμοργιανή παραλλαγή αντηχεί συνάμα και τις ιστορικές τύχες του νησιού, φέρνοντας τους απόηχους από τα σκλαβοπάζαρα όπου κατέληγαν μετά από κάθε κούρσεμα της Αμοργού οι δυστυχισμένοι κάτοικοί της. Όπως μου είχε πει ο αφηγητής αείμνηστος Νικόλας ο μυλωνάς από τη Χώρα: «Το τραγουδούσε η συχωρεμένη η λαλά μου με σκοπό σα μοιρολόϊ και χαρά μαζί, άμα διαλέαν ελιές, άμα θερίζαν, άμα βεγγερίζαν».

Η «ταξιδεύτρα κόρη» ή «Η κόρη από την Αμοργό» δεν είναι μονάχα ένας ύμνος της παρθενικής αρετής αλλά και της ομορφιάς της αμοργιανοπούλας κι επιβεβαιώνει την πανελλήνια αναγνώριση της φημισμένης αυτής ομορφιάς που θαυμάστηκε έξω από τον ελληνικό χώρο σ’ ολόκληρη της Ανατολική Μεσόγειο και την μνημονεύουν οι ξένοι περιηγητές που επισκεφθήκανε το νησί. Στην παραλλαγή του Καστελόριζου οι Ατταλειώτισσες μένουν έκθαμβες από την ομορφιά της αμοργιανής κόρης και στη δική μας οι Αλεξανδρειανές καθώς την μοιρολογούν πνιγμένη για να σώσει την τιμή της:

«Μια κόρ’ από την Αμοργό θέλει να ταξιδέψει
να κουμπασάρει δε μπορεί να λάμνει δεν ηξέρει
μον’ δώνει δεκαοχτώ φλουριά να πάει με το καράβι
κι άλλα δεκαοχτώ φλουριά να πάει με τη τιμή της.
Σαν φύγαν απ’ την Αμοργό δυο μίλια του πελάγου
αποκοτθά ο ναύκληρος κι απάνω της αγγίζει
κι η κόρη ‘πό την εντροπή ήπεσε και ελιγώθη
κι ο ναύκληρος ενόμισε πως είν’ αποθαμένη
απ’ τα μαλλιά την ήρπαξε στη θάλασσα τη ρίχνει
τα κύματα την πήγανε κάτω στην Αλεξάντρα.
Ηπήαν οι Αλεξαντρειανές να πιούν και να γεμίσουν
κι είδανε την Αμοργιανή στην άμμο ξαπλωμένη.
Επήγαν και την είδανε και τη μοιρολογούσι:
- Για δε κορμί για καμουκά και μέση για κολάνι
για δε και ριζοτράχηλα για το μαργαριτάρι».

Χρέος επιταχτικό είναι η καταγραφή όλων αυτών των αριστουργημάτων που τα διακρίνει η δραματική πλοκή κι η ευγένεια των συναισθημάτων. Μαζί με τις τοπικές παραδόσεις, τα γνωμικά και τις παροιμίες θα αποτελέσουν ένα θαυμαστό μνημείο του δημοτικού μας ποιητικού και πεζού λόγου. Χρέος συνάμα κι η αποθησαύριση σε μαγνητοφωνικές ταινίες της μουσικής ύλης των δημοτικών μας τραγουδιών και των λαϊκών αμοργιανών χορών ή αποτύπωση σε κινηματογραφικές».

Αυτά έγραφε ο Αντώνιος Πετσετάκης. Η δωδεκανησιακή παραλογή, όπως την δίνει η Δόμνα Σαμίου με την εκδοχή από τον Έλυμπο της Καρπάθου έχει ως εξής:

Μια κόρη από την Αμοργό, γατάνι, γατανάκι μου,
να ταξι(δ)έψει θέλει, γατάνι μου πλεμένο.
Να ταξι(δ)έψει δε μπορεί, να λάμνει (δ)εν ηξεύρει.
Δίνει τρακόσια δυό φλουριά, ναύλο του κεφαλιού της
κι άλλα τρακόσια τέσσερα να πάει με τη(ν) τιμή της.
Κι απίτις πολαργάρασι δυό μίλα του λιμνιώνα
επο(δι)αντράπη ο ναύκληρος κι απλώνι πα στη(ν) κόρη.
Κι η κόρη από την εντροπή ήπεσε λι(γ)ωμένη
κι ο ναύκληρος εθάρρεψε πως ήτο ποθαμένη
‘πο τα μαλλάκια την αρπά και στο γιαλό τη ρίχτει,
το ρέμα την εξώριξε στο(ν) κόρφο της Αττάλειας.
Και μια Λαμπρή, μια Κυριακή, μιαν ακριβήν ημέρα
ήβγαν οι Ατταλειώτισσες να παν να σουργιανίσου(ν).
Κι ήβραν τη(ν) κόρη κι ήπλεε στα βρυά περιπλεμένη,
τότε οι Ατταλειώτισσες εστήσαν μοιρολόι.
Για δε(ς) κορμί για καμουχά και μέση για ζωνάρι
για δες μασουροδάχτυλο για το μαργαριτάρι.

Ιδού και η παραλογή από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας, που τραγουδιέται και στην Σκύρο:

Mια κόρ' από την Aμουργό βγήκε να σιργιανίση
χίλιοι κρατούν τη γούνα της, τρακόσιοι τα μαλλιά της
κι από μακριά σαν τη δενε η σκύλα πεθερά της,
-Μάγειροι μαγειρέψετε πέρδικες και λαγούδια
της νύφης μαγειρέψετε τρία κεφάλια φίδια
βάλτε χουφτιά το κύμινον και περισσό τ' αλάτι
αδειάσετε και τα σταμνιά νερό να μη βρη μέσα.
Kαι με την πρώτη πιρουνιά η κόρη ελιγώθη
παίρνει τα μάτια κλαίγοντας στην πεθερά της πάει.
-Aχ! μάνα μου και πεθερά νερό για την ψυχή σου.
-Tοιγάρις και σε γέννησα και σε πονεί ψυχή μου;
Παίρνει τα μάτια κλαίγοντας στον πεθερό πηγαίνει.
-Πατέρα μου και πεθερέ νερό για την ψυχή σου.
-Tοιγάρις είσαι κόρη μου να σε πονή η ψυχή μου;
Παίρνει τα μάτια κλαίοντας στον άνδρα της πηγαίνει.
-Aχ! άνδρα μου και αδελφέ νερό για την ψυχή σου.
Στέλνει τρακόσοι για νερό διακόσοι στο πηγάδι
ώστε να πάνε και νάρκουνε η κόρη τελειώνει.

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Στην δισκογραφία το «Μια κόρη από την Αμοργό» περιλαμβάνεται στους δίσκους:
  • «Και στης ροδιάς τ’ αγέρι—τραγούδια από τα Δωδεκάνησα», διπλό CD με αυθεντικές ηχογραφήσεις από το αρχείο της Μέλπως Μερλιέ.
  • «Μια κόρη από την Αμοργό», διπλό CD με 6+7 τραγούδια από τη νησιώτικη ελληνική παραδοσιακή μουσική σε επιμέλεια Νίκου Γράψα.
  • «Οι νότες της θάλασσας», διπλό CD με θαλασσινά τραγούδια ηχογραφημένα ζωντανά στο στούντιο με την Δόμνα Σαμίου.
  • «Δημοτικά τραγούδια της Σκύρου», εθνομουσικολογική έκδοση 4 CD από τον Σωτήριο Τσιάνη.

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

Αμοργός και Κωνσταντινούπολη

Κάποιοι από τους Πράσινους υποστηρίζουν ότι το επώνυμό τους προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη και το ανάγουν στην εποχή των «Πράσινων» και των «Βένετων» (γαλάζιων), των δύο φατριών που κυριαρχούσαν στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο πρέπει να πάμε πολύ πίσω στην ιστορία, ίσως και 1.500 χρόνια. Πράγματι υπήρχαν Πράσινοι στην Κωνσταντινούπολη, την εποχή που ακόμα ήταν η Μεγάλη Χώρα του Ελληνισμού, όπως η οικογένεια του ζωγράφου Μάριου Πράσινου που έκανε μεγάλη καριέρα στην Γαλλία. Το πιθανότερο όμως είναι οι Πράσινοι της Κωνσταντινούπολης να προέρχονται από την Αμοργό και όχι το αντίθετο.


Στον εκλογικό κατάλογο του 1877, με τους δημότες της περιφέρειας Χώρας, περιλαμβάνονται 31 Αμοργιανοί που δηλώνουν μόνιμη διαμονή την Κωνσταντινούπολη. Ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά μεγάλος, αν σκεφτούμε ότι την ίδια εποχή οι Αμοργιανοί της Ερμούπολης ήταν ελαφρώς περισσότεροι. Φυσικά, ανάμεσα στους Αμοργιανούς της Πόλης περιλαμβάνεται κι ένας Πράσινος, ο Σταμάτης Πράσινος που διατηρούσε καφενείο. Οι Αμοργιανοί που έμεναν στην Πόλη το 1877 είναι οι εξής:


  1. Βενετζάνος Δημοσθένης του Γεωργίου, 29 ετών, ξυλουργός.
  2. Βενετζάνος Εμμανουήλ του Γεωργίου, 21 ετών, γεωργός.
  3. Βενετζάνος Ιωάννης του Γεωργίου, 39 ετών, αρτοποιός.
  4. Βενετζάνος Μιχαήλ του Αναστασίου, 24 ετών, δημοδιδάσκαλος.
  5. Βενετζάνος Μιχαήλ του Γεωργίου, 30 ετών, αρτοποιός.
  6. Βενετζάνος Νικήτας του Γεωργίου, 42 ετών, αρτοποιός.
  7. Βλαβιανός Μιχαήλ του Νικήτας, 43 ετών, προξενικός κλητήρ.
  8. Βλαβιανός Νικήτας του Μιχαήλ, 57 ετών, σανδαλοποιός.
  9. Βλάχος Ανέστης του Χριστόδουλου, 58 ετών, αλιεύς.
  10. Γαβράς Επαμεινώνδας του Δημητρίου, 40 ετών, υπάλληλος.
  11. Γαβράς Μάρκος του Δημητρίου, 42 ετών, εργολάβος.
  12. Δαμιανός Γεώργιος του Στέφανου, 30 ετών, υπηρέτης.
  13. Δανασής Δημήτριος, 60 ετών, ελληνοδιδάσκαλος.
  14. Δανασής Μιλτιάδης του Δημητρίου, 27 ετών, ελληνοδιδάσκαλος.
  15. Ζαράνης Φώτιος του Αντωνίου, 32 ετών, υποδηματοποιός.
  16. Θεολογίτης Εμμανουήλ του Μάρκου, 44 ετών, σανδαλοποιός.
  17. Ιωαννίδης Εμμανουήλ του Ιωάννη, 54 ετών, ελληνοδιδάσκαλος.
  18. Καρατζάς Μιχαήλ του Κώνστα, 45 ετών, ναυτικός.
  19. Παπαδόπουλος Εμμανουήλ του Γιάγκου, 35 ετών, ράπτης.
  20. Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος του Γιάγκου, 31 ετών, υπηρέτης.
  21. Πάσσαρης Εμμανουήλ του Κώνστα, 38 ετών, σανδαλοποιός.
  22. Πράσινος Σταμάτιος του Εμμανουήλ, 46 ετών, καφεπώλης.
  23. Σαράντος Γεώργιος του Γιάγκου, 47 ετών, έμπορος.
  24. Σιγάλας Γεώργιος του Κώνστα, 33 ετών, σανδαλοποιός.
  25. Σιγάλας Γ. του Κώνστα, 36 ετών, αρτοποιός.
  26. Σιγάλας Ιωάννης του Κώνστας, 34 ετών, αρτοποιός.
  27. Στουπάκης Δημήτριος του Νικολάου, 79 ετών, αρτοποιός.
  28. Στουπάκης Μιχαήλ του Δημητρίου, 47 ετών, φαρμακοποιός.
  29. Στουπάκης Νικόλαος του Δημητρίου, 50 ετών, υπάλληλος.
  30. Φωστιέρης Ιωάννης του Αντωνίου, 52 ετών, ναυτικός.
  31. Φωστιέρης Μιχαήλ του Ιωάννη, 37 ετών, τεχνίτης.


Από αυτούς. ο ελληνοδιδάσκαλος και μετέπειτα σχολάρχης Αμοργού Εμμανουήλ Ιωαννίδης (Ζαράνης, το πραγματικό του επώνυμο) εξελίχθηκε σε μεγάλη πνευματική μορφή. Έζησε και δίδαξε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γάλλος αρχαιολόγος Γκαστόν Ντεσάν γνώρισε από κοντά τον Ιωαννίδη στην Αμοργό και γράφει σχετικά:


«Ο κ. Ιωαννίδης με την μαύρη ρεντικότα, την λευκή γενειάδα, το ψηλό παλιομοδίτικο καπέλο και τον αέρα γνήσιου εκπαιδευτικού, έδινε μια εικόνα μοναδική μέσα στην αγριότητα των άγονων εκτάσεων και των θάμνων, ανάμεσα στις πέτρες και τους ισχνούς σχίνους που φύτρωναν στις ξερές άγονες πλαγιές.

«Ο Ιωαννίδης υπήρξε κάποτε ένα από τα πιο δραστήρια μέλη του Φιλολογικού Συλλόγου της Κωνσταντινουπόλεως. Το περιοδικό που εκδίδει ο σύλλογος αυτός περιέχει πολλά άρθρα που έγραψε ο ίδιος στην πρώιμη νεότητά του, τα οποία δείχνει στους επισκέπτες με περηφάνια που δεν μπορεί να κρύψει. Πρόκειται για πραγματείες σε θέματα βυζαντινής αρχαιολογίας.


«Ο άνθρωπος αυτός διαβάζει με μεγάλη άνεση οποιοδήποτε ορνιθοσκάλισμα γραμμένο με ψιλά γράμματα και πολύπλοκα συμπλέγματα, πάνω στις περγαμηνές, τα υαλουργήματα, τα μανουάλια και τα τέμπλα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.


«Υπήρξε για πολύ καιρό σχολάρχης της Αμοργού. Σήμερα ο Ιωαννίδης έχει αφήσει το σχολείο του. Ζει πολύ ήσυχα στο λιτά επιπλωμένο σπίτι του, μαζί με δυο τρεις περιποιητικές γλυκομίλητες ανιψιές, μια αποτραβηγμένη ζωή σοφού γέροντα. Επιτρέπει στον εαυτό του μία μόνο πολυτέλεια: τα βιβλία. Έχει πολλά, πολύ όμορφα και εκλεκτά.


«Με μεγάλη ευχαρίστηση βρίσκει κανείς, σ’ αυτές τις ερημιές, το Monuments της Γαλλικής Εταιρείας για την ενθάρρυνση των ελληνικών σπουδών, τις εκδόσεις των Rayet, Homolle, Collignon και αρκετά άλλα βιβλία που τα καΐκια δεν συνηθίζουν να μεταφέρουν.


«Ο Ιωαννίδης έχει αφιερωθεί στην μελέτη της Αμοργού. Γνωρίζει το νησί απέξω κι ανακατωτά. Ιστορικές πληροφορίες, δημοτικά τραγούδια, τοπικές παροιμίες, ιδιωματισμοί της τοπικής γλώσσας, είναι όλα θαμμένα μέσα στις σημειώσεις του. Δεν θα υπήρχε τίποτα πιο διασκεδαστικό από τον ξεφυλλίσει κανείς μια τόσο πλούσια μνήμη. Μου φαίνεται όμως ότι ανοίγει αρκετά δύσκολα τους θησαυρούς της λογιότητάς του. Τσιγκουνεύεται τις εκμυστηρεύσεις και σπάνια συναντάει κανείς πιο καχύποπτο αρχαιολόγο.


«Έμαθα ότι ετοίμαζε μια μεγάλη εργασία για την Αμοργό: έξι τόμοι ήταν έτοιμοι για το τυπογραφείο. Έξι τόμοι είναι πολλοί για λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Όμως οι Έλληνες έχουν μιαν ικανότητα ερανισμού που επιτελεί κατορθώματα. Ο Ιωαννίδης ενημερωνόταν με παθιασμένη περιέργεια για τα αποτελέσματα των ανασκαφών μου. Ερχόταν σχεδόν καθημερινά, με ένα μολύβι και ένα σημειωματάριο, να μου ζητήσει, με χίλιες επιφυλάξεις, την άδεια να αντιγράψει τις επιγραφές που είχα βρει στην ακρόπολη της Αρκεσίνης και στον λόφο της Μινώας. Δεν τόλμησα να του αρνηθώ την ευχαρίστηση που τόσο θερμά επιθυμούσε».



Από τις επαφές που είχε η Αμοργός με την Κωνσταντινούπολη διατηρούνται μέχρι σήμερα ορισμένοι μουσικοί σκοποί, όπως ο Πολίτικος και ο Σηλυμβριανός. Έστω κι έτσι η Αμοργός συνεχίζει την μυστική της επαφή με την Πόλη…

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Ταρσανάδες και ναυπηγοί στην Αμοργό

Από τα στοιχεία που διαθέτουμε φαίνεται ότι η Αμοργός είχε αξιόλογη ναυτική (και πειρατική) παράδοση, όχι όμως και ναυπηγική. Τις ανάγκες των Αμοργιανών ναυτικών σε πλοία κάλυπταν άλλα νησιά που διέθεταν ταρσανάδες, όπως η Σάμος, η Σύμη, η Κάσος, κ.α. Ένας λόγος για την έλλειψη ταρσανάδων στα Κατάπολα και την Γιάλη ήταν η έλλειψη κατάλληλης τοπικής ξυλείας. Ο αξιόπιστος Γάλλος περιηγητής Πιτόν ντε Τουρνεφόρ το 1700 γράφει σχετικά:


«Στην Αμοργό δεν υπάρχει ξυλεία. Καίνε μόνο σχίνα και κέδρους με φύλλα σαν του κυπαρισσιού, που η φωτιά τα καταβροχθίζει αμέσως. Οι Έλληνες χρησιμοποιούν αυτόν τον κέδρο για να ψαρεύουν με τρίαινα. Τον κόβουν σε κομμάτια, που τοποθετούν σε μια σχάρα στην πρύμνη ενός καϊκιού, και τα ανάβουν τη νύχτα για να προσελκύουν τα ψάρια με το φως. Και, εύκολα, τα καρφώνουν μέσα στο νερό χτυπώντας τα με τις τρίαινες που πετούν σαν ακόντια. Φέρνουν αυτό το ξύλο στην Αμοργό από τον Καλόγερο, από την Κέρο, από τη Σχινούσα και από άλλα κοντινά νησιά.»


Τα καλύτερα ξύλα για την ναυπήγηση θεωρούνται τα πεύκα για τον σκελετό και το κέλυφος τους σκάφους και τα κυπαρίσσια για τα κατάρτια. Τα πιο κατάλληλα πεύκα για ξύλινα σκάφη βρίσκονται στην Ηλεία, την Σάμο και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Γι’ αυτό τον λόγο και οι περισσότεροι μεγάλου ταρσανάδες βρίσκοντας σ’ αυτές τις περιοχές ή σε κοντινά νησιά (Σύμη, Κάσος, κ.α.) με ναυτική παράδοση.


Η έλλειψη κατάλληλων τοπικών ξύλων είναι μία από τις αιτίες για έλλειψη μεγάλων ταρσανάδων στην Αμοργό, παρά το γεγονός ότι διαθέτουμε δύο κατάλληλες παραλίες στα Κατάπολα και την Γιάλη. Μία άλλη αιτία πρέπει να είναι ο κλειστός χαρακτήρας της αμοργιανής κοινωνίας, όπως φαίνεται και από την άρνηση, στην διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821, να εγκατασταθούν στην Αμοργό οι Κάσιοι πρόσφυγες, που διέθεταν μεγάλη ναυτική και ναυπηγική εμπειρία.


Παρότι δεν υπήρχαν ταρσανάδες στην Αμοργό, η ναυτική παράδοση του νησιού αποδεικνύεται από πολλά στοιχεία. Για παράδειγμα, οι Αμοργιανοί είχαν τους τρόπους να αντιμετωπίζουν τις πειρατικές επιδρομές και με την αμυντική τους οργάνωση (βίγλες και βιγλάτορες) και με επιθετικές ενέργειες, όπως διαπιστώνουμε από τις ιστορικές καταγραφές καταδίωξης πειρατών με εξοπλισμένα πλοία. Αλλά και με τις δικές τους πειρατικές επιδρομές στις ακτές της Μικράς Ασίας. Οι ναυτικές ικανότητες των Αμοργιανών αποδεικνύονται και από την αιχμαλωσία τουρκικών πολεμικών πλοίων, στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως διαπιστώνουμε από ειδήσεις σε εφημερίδες της εποχής.


Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι μερικά επώνυμα (Φωστιέρης, Πάσσαρης) προέρχονται σαφώς από ναυτικές δραστηριότητες.


Πλοίαρχοι και ναυπηγοί


Από τον εκλογικό κατάλογο του 1863, διαπιστώνουμε ότι μετά τους γεωργούς που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, το πρώτο σε συχνότητα επάγγελμα στην Αμοργό ήταν το ναυτικό. Καταγράφονται 70 ναύτες και 60 ναυτικοί. Με τον όρο «ναυτικοί» καταγράφονται οι πλοίαρχοι (πολλοί θα ήταν και ιδιοκτήτες σκαφών). Υπάρχουν επίσης και 3 ναυπηγοί. Οι εξής:


Ο Σταμάτης Βασσάλος, ετών 29.
Ο Νικήτας Νικητίδης, ετών 48.
Ο Θεόδωρος Φαλιέρος, ετών 34.

Και οι τρεις πρέπει να είχαν μικρά καρνάγια. Ο Βασσάλος στην Γιάλη και ο Νικητίδης στο Ξυλοκερατίδι, στομ μυχό του κόλπου των Καταπόλων (φωτογραφία δεξιά). Ο Φαλιέρος φαίνεται ότι έχει έρθει από αλλού στην Αμοργό (τα στοιχεία του είναι ελλιπή) και δούλευε στα Κατάπολα.


Ο Νικήτας Νικητίδης ήταν γιος του πλοίαρχου Εμμανουήλ Νικητίδη, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1793 στην Αμοργό, αφού το 1863 ήταν 70 ετών, όπως αναφέρεται στον εκλογικό κατάλογο του 1863. Δύο από τα παλαιότερα έγγραφα του ενιαίου Δήμου Αμοργού, που διασώζονται στο ιστορικό αρχείο του νησιού, αφορούν τον πλοίαρχο Μανουήλ (βυζαντινή εκδοχή του Εμμανουήλ) Νικητίδη. Πρόκειται για δύο πιστοποιητικά του 1838. Στο ένα ο Δήμος Αμοργού πιστοποιεί ότι ο πλοίαρχος Μανουήλ Νικητίδης είναι ικανός κυβερνήτης μπρατσέρας. Στο δεύτερο έγγραφο πιστοποιείται ότι ο Μανουήλ Νικητίδης είχε ναυαγήσει «εις τα ερημονήσους» (παρά την προηγούμενη... πιστοποίηση των ικανοτήτων του), δηλαδή κάπου ανάμεσα στην Δονούσα και την Ηρακλειά.


Ένας άλλος γιος του Μανουήλ Νικητίδη, ο Νικόλαος Νικητίδης, ήταν κι αυτός ξυλουργός και καραβομαραγός) αλλά είχε εγκατασταθεί στην Αίγινα.


Στην δική μας εποχή, ένα μικρό καρνάγιο λειτουργούσε και ως ένα βαθμό συνεχίζει να λειτουργεί στο Ξυλοκερατίδι. Εκεί χτίστηκε από το μαστρο Βαζαίο και το τελευταίο μεγάλο ξύλινο σκαρί στην Αμοργό για λογαριασμό του καπετάν Νικόλα Βεκρή (μεγάλη φωτογραφία κάτω). Το σκάφος πουλήθηκε και συνέχιζε να ψαρεύει στην Γιάλη, αλλά τελευταία διαλύθηκε με… επιδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης..!