Οι φίλοι του μπλοκ

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Αμοργός και Κωνσταντινούπολη

Κάποιοι από τους Πράσινους της Αμοργού υποστηρίζουν ότι το επώνυμό τους προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη και το ανάγουν στην εποχή των «Πράσινων» και των «Βένετων» (γαλάζιων), των δύο φατριών που κυριαρχούσαν στον ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο πρέπει να πάμε πολύ πίσω στην ιστορία, ίσως και 1.500 χρόνια. Πράγματι υπήρχαν Πράσινοι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στη νεότερη εποχή των Ρωμιών της Πόλης (18ος και 19ος αιώνας), όπως η οικογένεια του ζωγράφου Μάριου Πράσινου που έκανε μεγάλη καριέρα στην Γαλλία. Το πιθανότερο όμως είναι να προέρχονται από την Αμοργό οι Πράσινοι της Πόλης και όχι το αντίθετο.

Στον εκλογικό κατάλογο του 1877, με τους δημότες της περιφέρειας Χώρας, περιέχονται 31 Αμοργιανοί που δηλώνουν μόνιμη διαμονή την Κωνσταντινούπολη. Ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά μεγάλος, αν σκεφτούμε ότι την ίδια εποχή οι Αμοργιανοί της Ερμούπολης ήταν ελαφρώς περισσότεροι. Φυσικά, ανάμεσα στους Αμοργιανούς της Πόλης περιλαμβάνεται κι ένας Πράσινος, ο Σταμάτης Πράσινος που διατηρούσε καφενείο. Οι Αμοργιανοί που έμεναν στην Πόλη το 1877 είναι οι εξής:
  1. Βενετζάνος Δημοσθένης του Γεωργίου, 29 ετών, ξυλουργός.
  2. Βενετζάνος Εμμανουήλ του Γεωργίου, 21 ετών, γεωργός. 
  3. Βενετζάνος Ιωάννης του Γεωργίου, 39 ετών, αρτοποιός. 
  4. Βενετζάνος Μιχαήλ του Αναστασίου, 24 ετών, δημοδιδάσκαλος. 
  5. Βενετζάνος Μιχαήλ του Γεωργίου, 30 ετών, αρτοποιός. 
  6. Βενετζάνος Νικήτας του Γεωργίου, 42 ετών, αρτοποιός.
  7. Βλαβιανός Μιχαήλ του Νικήτας, 43 ετών, προξενικός κλητήρ. 
  8. Βλαβιανός Νικήτας του Μιχαήλ, 57 ετών, σανδαλοποιός.
  9. Βλάχος Ανέστης του Χριστόδουλου, 58 ετών, αλιεύς.
  10. Γαβράς Επαμεινώνδας του Δημητρίου, 40 ετών, υπάλληλος.  
  11. Γαβράς Μάρκος του Δημητρίου, 42 ετών, εργολάβος.
  12. Δαμιανός Γεώργιος του Στέφανου, 30 ετών, υπηρέτης.
  13. Δανασής Δημήτριος, 60 ετών, ελληνοδιδάσκαλος. 
  14. Δανασής Μιλτιάδης του Δημητρίου, 27 ετών, ελληνοδιδάσκαλος.
  15. Ζαράνης Φώτιος του Αντωνίου, 32 ετών, υποδηματοποιός.
  16. Θεολογίτης Εμμανουήλ του Μάρκου, 44 ετών, σανδαλοποιός.
  17. Ιωαννίδης Εμμανουήλ του Ιωάννη, 54 ετών, ελληνοδιδάσκαλος.
  18. Καρατζάς Μιχαήλ του Κώνστα, 45 ετών, ναυτικός.
  19. Παπαδόπουλος Εμμανουήλ του Γιάγκου, 35 ετών, ράπτης. 
  20. Παπαδόπουλος Κωνσταντίνος του Γιάγκου,     31 ετών, υπηρέτης.
  21. Πάσσαρης Εμμανουήλ του Κώνστα, 38 ετών, σανδαλοποιός.
  22. Πράσινος Σταμάτιος του Εμμανουήλ, 46 ετών, καφεπώλης.
  23. Σαράντος Γεώργιος του Γιάγκου, 47 ετών, έμπορος.
  24. Σιγάλας Γεώργιος του Κώνστα, 33 ετών, σανδαλοποιός. 
  25. Σιγάλας Γ. του Κώνστα, 36 ετών, αρτοποιός. 
  26. Σιγάλας Ιωάννης του Κώνστας, 34 ετών, αρτοποιός.
  27. Στουπάκης Δημήτριος του Νικολάου, 79 ετών, αρτοποιός. 
  28. Στουπάκης Μιχαήλ του Δημητρίου, 47 ετών, φαρμακοποιός. 
  29. Στουπάκης Νικόλαος του Δημητρίου, 50 ετών, υπάλληλος.
  30. Φωστιέρης Ιωάννης του Αντωνίου, 52 ετών, ναυτικός. 
  31. Φωστιέρης Μιχαήλ του Ιωάννη, 37 ετών, τεχνίτης.

Από αυτούς ο ελληνοδιδάσκαλος και μετέπειτα σχολάρχης Αμοργού Εμμανουήλ Ιωαννίδης (Ζαράνης, το πραγματικό του επώνυμο) εξελίχθηκε σε μεγάλη πνευματική μορφή. Έζησε και δίδαξε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Γάλλος αρχαιολόγος Γκαστόν Ντεσάν γνώρισε από κοντά τον Ιωαννίδη στην Αμοργό και γράφει σχετικά:

«Ο κ. Ιωαννίδης με την μαύρη ρεντικότα, την λευκή γενειάδα, το ψηλό παλιομοδίτικο καπέλο και τον αέρα γνήσιου εκπαιδευτικού, έδινε μια εικόνα μοναδική μέσα στην αγριότητα των άγονων εκτάσεων και των θάμνων, ανάμεσα στις πέτρες και τους ισχνούς σχίνους που φύτρωναν στις ξερές άγονες πλαγιές.

«Ο Ιωαννίδης υπήρξε κάποτε ένα από τα πιο δραστήρια μέλη του Φιλολογικού Συλλόγου της Κωνσταντινουπόλεως. Το περιοδικό που εκδίδει ο σύλλογος αυτός περιέχει πολλά άρθρα που έγραψε ο ίδιος στην πρώιμη νεότητά του, τα οποία δείχνει στους επισκέπτες με περηφάνια που δεν μπορεί να κρύψει. Πρόκειται για πραγματείες σε θέματα βυζαντινής αρχαιολογίας. 

Εμμανουήλ Ιωαννίδης
«Ο άνθρωπος αυτός διαβάζει με μεγάλη άνεση οποιοδήποτε ορνιθοσκάλισμα γραμμένο με ψιλά γράμματα και πολύπλοκα συμπλέγματα, πάνω στις περγαμηνές, τα υαλουργήματα, τα μανουάλια και τα τέμπλα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Υπήρξε για πολύ καιρό σχολάρχης της Αμοργού.  Σήμερα ο Ιωαννίδης έχει αφήσει το σχολείο του. 

«Ζει πολύ ήσυχα στο λιτά επιπλωμένο σπίτι του, μαζί με δυο τρεις περιποιητικές γλυκομίλητες ανιψιές, μια αποτραβηγμένη ζωή σοφού γέροντα. Επιτρέπει στον εαυτό του μία μόνο πολυτέλεια: τα βιβλία. Έχει πολλά, πολύ όμορφα και εκλεκτά.

«Με μεγάλη ευχαρίστηση βρίσκει κανείς, σ’ αυτές τις ερημιές, το Monuments της Γαλλικής Εταιρείας για την ενθάρρυνση των ελληνικών σπουδών, τις εκδόσεις των Rayet, Homolle, Collignon και αρκετά άλλα βιβλία που τα καΐκια δεν συνηθίζουν να μεταφέρουν. 

«Ο Ιωαννίδης έχει αφιερωθεί στην μελέτη της Αμοργού. Γνωρίζει το νησί απέξω κι ανακατωτά. Ιστορικές πληροφορίες, δημοτικά τραγούδια, τοπικές παροιμίες, ιδιωματισμοί της τοπικής γλώσσας, είναι  όλα θαμμένα μέσα στις σημειώσεις του. Δεν θα υπήρχε τίποτα πιο διασκεδαστικό από τον ξεφυλλίσει κανείς μια τόσο πλούσια μνήμη. Μου φαίνεται  όμως ότι ανοίγει αρκετά δύσκολα τους θησαυρούς της λογιότητάς του. Τσιγκουνεύεται τις εκμυστηρεύσεις και σπάνια συναντάει κανείς πιο καχύποπτο αρχαιολόγο. 

«Έμαθα ότι ετοίμαζε μια μεγάλη εργασία για την Αμοργό: έξι τόμοι ήταν έτοιμοι για το τυπογραφείο. Έξι τόμοι είναι πολλοί για λίγα τετραγωνικά χιλιόμετρα. Όμως οι Έλληνες έχουν μιαν ικανότητα ερανισμού που επιτελεί κατορθώματα. Ο Ιωαννίδης ενημερωνόταν με παθιασμένη περιέργεια για τα αποτελέσματα των ανασκαφών μου. Ερχόταν σχεδόν καθημερινά, με ένα μολύβι και ένα σημειωματάριο, να μου ζητήσει, με χίλιες επιφυλάξεις, την άδεια να αντιγράψει τις επιγραφές που είχα βρει στην ακρόπολη της Αρκεσίνης και στον λόφο της Μινώας. Δεν τόλμησα να του αρνηθώ την ευχαρίστηση που τόσο θερμά επιθυμούσε».


Από τις επαφές που είχε η Αμοργός με την Κωνσταντινούπολη διατηρούνται μέχρι σήμερα ορισμένοι μουσικοί σκοποί, όπως ο Πολίτικος και ο Σηλυμβριανός. Έστω κι έτσι η Αμοργός συνεχίζει την μυστική της επαφή με την Πόλη…

Νίκος Νικητίδης

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Μία χιλιετία Συνοδινοί στην Αμοργό

Το επώνυμο Συνοδινός είναι τυπικά βυζαντινό (Τριανταφυλλίδης). Η ετυμολογία του προέρχεται από την μικρασιατική πόλη «Σύνναδα» της Φρυγίας με την προσθήκη της κατάληξης –ηνός, που δείχνει την καταγωγή ενός ατόμου. Ανήκει στην κατηγορία των «εθνικών επωνύμων», τα οποία σχηματίζονται με το όνομα ενός τόπου (χώρας, περιοχής, πόλης, χωριού) και την προσθήκη (ανάλογα με τους κανόνες της ευφωνίας) των καταλήξεων -ανός και -ιανός (Αμοργιανός), -ιάνος και -άνος (Πρεβεζάνος), -ινός (Τρικκαλινός), -ηνός (Ζακυνθηνός, Συνναδηνός).

Συνναδηνός (και απλοποιημένα: Συναδηνός) λοιπόν είναι αυτός που κατάγεται από τα Σύνναδα.  Αν και σποραδικά το επώνυμο διατηρείται στην αρχική του μορφή, με την πάροδο του χρόνου πήρε την σημερινή και πιο ευφωνική του μορφή «Συνοδινός». Το επώνυμο είναι σχετικά σπάνιο και συναντάται κατά σειράν στην Αμοργό, την Πάτρα, το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς, την Σπάρτη και την Σίφνο, όπως φαίνεται και στον σχετικό πίνακα. Οι Συνοδινοί της Σύρου προέρχονται προφανώς από την Αμοργό και την Σίφνο.

Στην Αμοργό το επώνυμο «Συνοδινός» είναι γιαλίτικο και κυρίως της Λαγκάδας. Αυτό αποδεικνύεται από την σημερινή κατανομή του επωνύμου στο νησί, που είναι η εξής:


Λαγκάδα 21, Όρμος 12, Θολάρια 6, Κατάπολα 6, Χώρα 5, Ηρακλειά 2, Κάτω Μεριά 0.


Το ίδιο το επώνυμο, λοιπόν, υποδεικνύει ότι οι Συνοδινοί ήρθαν στην Αμοργό από την Μικρά Ασία. Πότε όμως;

Η πρώτη γραπτή μαρτυρία, με την μορφή μάλιστα Συναδηνός (Αντώνιος), είναι του 1588 σε πράξη που περιέχεται στο βρεβείο της Χαζοβιώτισας. Το 1786 πάλι στο βρεβείο διαπιστώνουμε ότι διατηρεί την μορφή Συναδηνός (πράξη του παπά Ιωάννη Συναδηνού). Μετά  την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1832) το επώνυμο παίρνει την σημερινή του μορφή «Συνοδινός», όπως φαίνεται από έναν κατάλογο μαθητών του 1841.

Ο Ιωάννης Βογιατζίδης, με βάση τις καταγραφές στο βρεβείο της Χοζοβιώτισσας, υποστηρίζει ότι οι Συναδηνοί (Συνοδινοί) ήρθαν στην Αμοργό στο δεύτερο τέταρτο του 13ου αιώνα, δηλαδή μετά το 1225, ως πολιτικοί εξόριστοι. Τους συναρτά, μαζί με άλλους βυζαντινούς γαιοκτήμονες, με διάφορα στασιαστικά κινήματα εναντίον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του Ιωάννη Βατάτζη.


Ο Βογιατζίδης επισημαίνει ότι «εν τω βρεβίω εύρον μνείας αθρόας οικογενειακών ονομάτων γνωστών μέχρι τούδε εκ της ιστορίας της εν Νικαία ελληνικής αυτοκρατορίας». Τέτοια επώνυμα είναι τα Συναδηνός, Τζαμάντουρας, Καλοδάς (Κολιδάς σήμερα), Φραγκόπουλος, Κότυς, κι ακόμη Γαβαλάς και Γαβράς.

Ενδιαφέρον έχει όμως και η επισήμανση του βυζαντινολόγου Σπύρου Βρυώνη, ο οποίος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, γύρω στο 1100, αναγκάστηκε να μεταφέρει ελληνικούς πληθυσμούς, λόγω της πίεσης των τουρκικών επιδρομών, από τα ενδότερα της Μικράς Ασίας προς τα παράλια και άλλες περιοχές. Ανάμεσα στις επώνυμες οικογένειες των προσφύγων ήταν Συναδηνοί και Βρούτσηδες.

Βρούτσηδες δεν έχουμε πια στην Αμοργό. Μας άφησαν όμως το επώνυμό τους στην ονομασία του χωριού Βρούτση, που προέρχεται από την φράση «στου Βρούτση» (δηλαδή στην περιοχή που ανήκει στον Βρούτση). Παρόμοια τοπωνύμια είναι το Λέλη (στου Λέλη), ο Μαρασκάς (στου Μαρασκά), κ.α.

Με δεδομένο ότι στην Αμοργό, εκτός από τους Συνοδινούς (Συναδηνούς) είχαμε και Βρούτσηδες, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι Συνοδινοί ήρθαν ως πρόσφυγες γύρω στο 1100, με απόφαση του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, που προσπαθούσε με μετακινήσεις να σώσει ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας από την τουρκική επίθεση.

Ό Αλέξιος, Κομνηνός, εξάλλου, είναι αυτός που με την ανακαίνιση της μονής Χοζοβιώτισσας (της οποίας και θεωρείται κτήτωρ) έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεσαιωνική ιστορία της Αμοργού, χαρίζοντας πολλά προνόμια στο μοναστήρι και καθιστώντας το πολύ σημαντική δύναμη στο κεντρικό Αιγαίο.

Είτε ως πολιτικοί εξόριστοι και επώνυμοι γαιοκτήμονες γύρω στο 1225, είτε ως απλοί πρόσφυγες  προερχόμενοι από τα Σύνναδα γύρω στο 1100, φαίνεται ότι οι Συνοδινοί της Αμοργού (όπως και άλλα αμοργιανά επώνυμα: Θεολογίτες, Γεράκηδες, Γαβράδες, Γαβαλάδες, Κολιδάδες, Μενδρινοί, κ.α) έχουν μια παρουσία στην Αμοργό που πλησιάζει την χιλιετία. Πρόκειται για μία διαπίστωση που είναι πολύ σημαντική για την ιστορία όχι μόνο της Αμοργού αλλά των Κυκλάδων και του Αιγαίου γενικότερα.

Ενδιαφέρον ζήτημα είναι η παρουσία Συνοδινών σε μερικές άλλες περιοχές.
Στην Σίφνο είναι πιθανό να προέρχονται από την Αμοργό. Το 1646 ο πατριάρχης Παρθένιος Β’ ένωσε εκκλησιαστικά τα νησιά Σίφνο, Σέριφο, Φολέγανδρο, Αμοργό, Αστυπάλαια, Μύκονο, Ανάφη, Ίο, Σίκινο και τα μικρότερά τους και συγκρότησε την αρχιεπισκοπή Σίφνου, με πρώτο της αρχιεπίσκοπο τον Αθανάσιο από την Θήρα. Η παρουσία των Συνοδινών στην Αμοργό προηγείται αρκετούς αιώνες από την δημιουργία της αρχιεπισκοπής Σίφνου.

Στην Κεφαλονιά (κι από εκεί στην Πάτρα) οι Συνοδινοί πρέπει να προέρχονται από την Πόλη και την Κρήτη, όταν ολοκληρώθηκε η τουρκική κατάκτηση και πολλές βυζαντινές οικογένειες αναζήτησαν καταφύγιο στα μη τουρκοκρατούμενα νησιά του Ιονίου.

Στην Λακωνία η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στον βυζαντινό χαρακτήρα που διατήρησε (Μυστράς, Γεράκι, Μονεμβασιά, Μαλέας, Μάνη) η περιοχή μέχρι τα νεότερα χρόνια.

Νίκος Νικητίδης

Πηγές
  • Μανόλη Τριανταφυλλίδη «Τα οικογενειακά μας ονόματα», εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1955.
  • Σπύρου Βρυώνη, «Η παρακμή τους μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας), εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
  • Ευτυχίας Λιάτα, «Η Σέριφος κατά την Τουρκοκρατία, 17ος-19ος αιώνας», εκδ. Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987.
  • Ιωάννου Ι. Βογιατζίδου, «Αμοργός, Ιστορικαί έρευναι περί της νήσου», Αθήνα 1918.
  • Τηλεφωνικός κατάλογος ΟΤΕ

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Άννας Συνοδινού «Οι προγονοί μου»

Στο ληξιαρχικό κατάστιχο της Κοινότητας Αιγιάλης (στο χωριό Λαγκάδα της Αμοργού), που ήταν ξεχασμένο, σκονισμένο, κίτρινο απ’ τον χρόνο, διάβασα με τα μάτια μου το 1968 τον γενεαλογικό πίνακα επτά οικογενειών που έφεραν το επώνυμο των Συνοδινών, ανάμεσα στις οποίες ήταν και του παππού μου Μιχαήλ Ιωάννου Συνοδινού και της γιαγιάς μου Ευδοκίας Μιχαήλ Συνοδινού. Το 1885, γράφει το κατάστιχο, η Ευδοκία (Βδοκώ) Συνοδινού σύζυγος του Μιχαήλ γέννησε τα παιδιά που ονομάστηκαν: Ποθητή, Άννα, Ευαγγελία, Ιωάννης, Καλλιόπη, Σταύρος, Ειρήνη.

Ο παππούς μου Μιχάλης ήταν αγρότης, χτίστης και ο πυροσβέστης του χωριού. Η πολυμελής οικογένειά δεν είχε πόρους οικονομικούς και θρεφόταν δύσκολα με το λιγοστό λάδι, τη φάβα που εκεί στα ψηλοράχια βγαίνει κίτρινη και ροζ γιατί ανάμεσα στις φυτούλες φυτρώνουν και αγριοτρανταφυλλάκια ροζ. Είναι μια μοναδική περίπτωση της αμοργιανής φάβας, που δεν έχει μεγάλη παραγωγή και δεν φτάνει στο εμπόριο. Η γλύκα της είναι απερίγραπτη. Τα χόρτα του βουνού γέμιζαν τις υπέροχες πίττες με το χειροποίητο φύλλο, οι τραχανάδες και τα άλλα όσπρια του μικρού χωριού ήταν η βάση θρέψεως. Γιατί όταν έφτανε η ώρα να θυσιαστεί η κοτούλα ή το αρνάκι, τα παιδιά κλαίγανε, δεν θέλανε να φάνε. Η κολοκύθα έσωζε την κατάσταση, που την τηγανίζανε στο χοχλαστό καλαμποκέλαιο και το ψωμί και το ψωμί, η φραντζόλα (η περίφημη φραντζολα λεγόταν «Παύλος»), κριθαροσιταρένια, που ζυμώνεται φορμάτη για να δίνει παξιμάδια αλατισμένα και χορταστικά. Η υγεία της οικογένειας ήταν άριστη και απ’ αυτή τη φύτρα βγήκαμε και μεις, μια χαρά παιδιά και εγγόνια, εύρωστοι, γελαστοί και ισορροπημένοι.

Ψάξαμε να βρούμε από πού βγήκε το επώνυμό μας, γιατί οι Αιγαιοπελαγίτες λεγόμαστε Συνοδινοί, ενώ οι άλλοι, στα Ιόνια νησιά, λέγονται Συναδινοί.

Οι παραδόσεις και τα ενθυμήματα που σώζονται από στόμα σε στόμα φέρνουν ως τις μέρες μας ζωντανές ιστορίες των προγόνων μας από την Αμοργό. Ακόμη, χάρη στους Συνοδινούς, που έζησαν στο βυζαντινό μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας, μέχρι σήμερα ακούμε παραμύθια των προγόνων. Ανάμεσα σ’ αυτά, κάποια μιλάνε για τον παλατιανό που ‘χε θάρρος, έλεγε φωναχτά όσα σκεφτόταν για μικρούς και μεγαλόσχημους. Ο Αυτοκράτορας τον ειδοποίησε πως θα φάει το κεφάλι του, αν δεν πάψει να μιλάει. Θύμωσε κι αντί να τονε θανατώσει, τον έστειλε εξορία στην Αμοργό. Ο αξιωματούχος με την οικογένειά του έφτασε στο νησί με γαλέρα, που πήγαινε στους Αγίους Τόπους. Οι άλλοι, που εξορίστηκαν μαζί του, πήγανε στον Μυστρά, στο Πριγκιπάτο του Μορέα.

Όταν η Πόλη έπεσε, εκείνοι οι Βυζαντινοί του Μυστρά φύγανε προς την Πάτρα. Από κει πολλοί πήγαν στην Κεφαλονιά, που ήταν σε ξένη κατοχή αλλά δεν κινδύνευε από τους Τούρκους. Έως σήμερα δεν γνωρίζουμε πως επιβίωσαν οι Συνοδινοί της Αμοργού, που διατήρησαν τις παραδόσεις και τα χριστιανικά ονόματα της Βασιλεύουσας. Κι ακόμη, δεν έχουμε έγκυρες πληροφορίες για τη σύνολη δράση των Συνοδινών, Στυλιανού και Αντωνίου, που ήσαν στην Φιλική Εταιρεία. Ένα είναι θετικά βέβαιο, πως η Ιερά Μονή της Χοζοβιώτισσας ήταν και είναι μια έπαλξη εθνικοθρησκευτική, που πολλά έσωσε και πολλά διασώζει στην Αμοργό και στο Αιγαίο.
Οι παραδόσεις και τα παραμύθια οδηγούν στην επιστημονική έρευνα:

«Οι Συνοδινοί ή Συναδινοί κατάγονται εκ Συννάδων Μικράς Ασίας. Αυλικοί εν Βυζαντίω εξεδιώχθησαν εκείθεν ένεκα λόγων ερωτικών. Μετά την Άλωσιν επανήλθον εις Σύνναδα και εκείθεν ήλθον εις την κυρίως Ελλάδα. Εγκαταστάθηκαν εις χωρίον Ιλάρους της Κατωγής Κεφαλληνίας (Παλλική-Ληξούρι), όπου και μέχρι σήμερον σώζονται, εκ των ενταύθα δε έδραμον οι Στυλιανός και Αντώνιος το 1767 εις την επανάστασιν της Πελοπονννήσου, μυηθέντες κατόπιν και τα της Φιλικής Εταιρείας». Οι πληροφορίες είναι του Παν. Συνοδινού, φίλου το Ηλία Τσιτσέλη και αδελφού του εν Πάτραις σατιρικού ποιητή Ηλία Συνοδινού (Κεφαλληνιακά Σύμμεικτα 1, 1904, 614).

Η πόλις της Φρυγίας Σύναδα ή Σύνναδα ήκμαζε από το εμπόριο μαρμάρων, λευκών μετά φλεβών ερυθρών, τους περίφημους συνάδιους λίθους.

Έδωσε πολλούς ιεράρχες, εκ των οποίων ο Μιχαήλ μαρτυρήσας υπέρ της λατρείας των Εικόνων. Η μνήμη του Οσίου Ομολογητού Μιχαήλ Επικόπου Συννάδων εορτάζεται στις 23 Μαΐου. Εις τον Λαυρεωτικό Κώδικα 170 καταχωρείται το δίστιχο: «Λιπών Μιχαήλ ο Πρόεδρος Συννάδων την γην, ανήλθεν συνάδειν τοις Αγγέλοις». Εις την Ιερά Μονή του Κουτλουμουσίου στο Άγιον Όρος φυλάσσεται μέρος του ιερού σκηνώματος του Οσίου, το οποίον ευωδιάζει. (Πληροφορίες από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκης).

Ο πατέρας μου Ιωάννης Μιχαήλ Συνοδινός, από το χωριό Λαγκάδα της Αιγιάλης Αμοργού, επιθυμούσε να κρατάμε τα παραδοσιακά, τα «παραδομένα» από πάππο προς πάππο και τη λαλά (όπως χαϊδευτικά αποκαλούν τη γιαγιά). Έτσι, όταν ένιωσε πως οι μέρες του δεν θα μακρύνουν, μας διηγόταν πολλά αμοργιανά και με βουρκωμένα μάτια ψιθύριζε:

«Ήθελα να ‘μουνα πουλί, χρυσές φτερούγες να ‘χα
να πέταγα ως την Αμοργό για μια στιγμή μονάχα».

Κι ακόμα θυμότανε τη λαλά του που μουρμούραγε τα τραγούδια της ξενητιάς:

«Ω, καϋμένη Αμοργός, ίντα κακό σε βρήκε
Που όλη σου η λεβεντιά στην ξενητιά εβγήκε».

Και του ‘γραφε:

«Σου εύχομαι με το καλό γρήγορα να γυρίσεις!
Στην ξενητιά όπου γυρνάς μη μας αλησμονήσεις.
Χριστέ μου, το παιδάκι μας, τον Γιάννη, το χρυσό μας,
η ξενητιά τον χαίρεται, εν είναι πλιό δικό μας».

Τον Οκτώβριο του 1968 πήγα για πρώτη φορά στην Αμοργό με τον αδελφό μου Νίκο, να κάνουμε του πατέρα μας το σαραντάμερο μνημόσυνο στο χωριό του, τη Λαγκάδα. Ταξιδέψαμε μ’ ένα καράβι εικοσιέξι ώρες, γιατί δούλευε μόνο η μία μηχανή του. Κι ακόμα, το σοβαρό πρόβλημα συγκοινωνίας, από εκατό χρόνια πριν, στα νησιά της άγονης γραμμής δεν έχει λυθεί επαρκώς. Το νησί της Αμοργού είναι από τα διασημότερα για την ιστορία του στο Αιγαίο. Εμείς φτάσαμε και βρήκαμε ανοιχτές αγκαλιές, φυσική γοητεία, φιλόξενη γη και αδέλφια, ομορφιά παντού. Οι παππούδες μας ζούσαν σ’ ένα τυπικά νησιώτικο διώροφο κάτασπρο σπίτι, θεμελιωμένο στο μεγάλο βράχο του λόφου. Από την ταρατσούλα του αγνάντευες «μύθια κι αλήθεια» στο πέλαγο και στον ουρανό. Καθώς το θυμάρι και τα σπάνια κρινάκια στέλνανε την ευωδιά τους παντρεμένη με την αρμύρα της θάλασσας και τον ζωογόνο αέρα.

Η ανηφόρα, για να φτάσεις ποδαράτα στο χωριό, σε αποζημιώνει προσφέροντας 25-30 πλατύσκαλα ασβεστωμένα, καθαρά σαν γάλα, καταμεσής διακοσμημένα με μια ζωγραφιά ενός άνθους, μαργαρίτα ή κρίνο, γαρούφαλο, καμπανούλα. Και γύρω γύρω λυγαριές ανθισμένες, πικροδάφνες και φραγκόσυκα. Τι τρέλα που ‘χουμε οι Έλληνες, να αφήνουμε αυτόν τον παράδεισο και να ζούμε στην κόλαση των μεγαλουπόλεων. Κύριε ελέησον!

Την επόμενη μέρα κάμαμε το μνημόσυνο στο ξωκκλήσι της Ρεματιάς στον Άγιο Παντελεήμονα, που είχε βρει την εικόνα του μέσα σε μια σπηλιά της θάλασσας ο πατέρας. Οι Λαγκαδιανές συγγένισσες, ξαδέρφες, θειάδες είχαν ετοιμάσει την παραγγελία του απόντος, να φιλέψουμε στο καφενείο του χωριού όλους τους χωριανούς με ψαρόσουπα και ζεστό ψωμί, για τα συχώρια του. Ο παπάς, ο δήμαρχος, ο δάσκαλος ήρθαν κι ένα τσούρμο παιδιά για το στολισμένο δίσκο με το στάρι, τα κουφέτα, τα ρόδια, τους ξηρούς καρπούς, με τρόπο του παλιού βυζαντινού στολίσματος, όπως έφτιαναν ο Σίμων Καρράς και η Άννα Σικελιανού το «κέρασμα» για τις ψυχές. Τι ωραίος κόσμος. Χόες, το δροσερό νερό, το ντόπιο μελένιο ποτό, το παξιμάδι «ο Παύλος», κριθαρένιο ζυμωτό με γλυκάνισο και σε στυλώνει. Άρχισαν και με σεμνή φωνή χαμηλά να λένε τα τοπικά μοιρολόγια.

«Όλοι καλώς ορίσατε που ‘ρθατε να μας δείτε
σε τούτη δω τη συμφορά όλοι να λυπηθείτε»

Μου ‘καψες, Χάρε, την καρδιά, ράγισε η ψυ΄χή μου
μου πήρες τον αφέντη μου, που ήταν η ζωή μου»
Έχασα γκόρφι με σταυρό, μάλαμα δυο κομμάτια
έχασα τον προστάτη μου από τα δυο μου μάτια.
Κλαίω και γίνεται σεισμός, γελώ και κάνει στάση,
αναστνεάζω καίγονται όρη βουνά και δάση...»

Τα μοιρολόγια που θυμάμαι είναι πολλά και δεν ακούγονται  πια καθώς χαιρετούμε εκείνους που φεύγουνε και παρηγορούνε όσους μένουνε πίσω. Γιατί ο τεθνεώς πάει μπροστά. Δεν βλέπει η ψυχή μας, δεμένη μες στο φθαρτό σαρκίο, αυτά που γνωρίζει η απελευθερωμένη ψυχή που φτερουγίζει.

Μια γερόντισσα θυμήθηκε ένα σπάνιο κείμενο, που το είπε κείνη τη μέρα και το φύλαξα στο νου μου.

«Μια μέρα που καθόμουνα εις τον συλλογισμό μου
έπεσα ν’ αποκοιμηθώ και σε ‘δα στ’ όνειρό μου!
Σηκώθηκα και έφυγα, γυμνός ανεμαλλιάρης,
και πήρα όρη και βουνά σαν να ‘μουν «τελωνιάρης».
Κι η μοίρα μου που μ’ έριξε, σε μιας δαφνίτσας ρίζα.
- Δάφνη μου και δαφνίτσα μου, δάφνη μου και δαφνιά μου
μην είδες την αγάπη μου και την παρηγοριά μου;
Κι απολογιέται η δαφνιά και λέει ο δαφνιάρης:
- Εσένα η αγάπη σου στον ποταμό εδιάβη!
- Ποτάμι μου, ωραιότατο με τον πρασινισμό σου,
μην είδες την αγάπη μου να πλένει στο νερό σου;
Κι απολογείται ο ποταμός και λέει το ποτάμι:
Εσένα η αγάπη σου στο σπίτι της εδιάβη.
- Πόρτα χρυσή, πόρτα αργυρή, πόρτα μαλαματένια,
μην είδες την αγάπη μου τη μαργαριτένια;
Κι απολογιέται η εκκλησιά και λέει η Παναγία:
- Εσένα η αγάπη σου εις το λουτρό εδιάβη.
- Λουτρό μου, ωραιότατο, λουκέτο της καρδιάς μου!
μην είδες την αγάπη μου και την παρηγοριά μου;
Κι απολογιέται το λουτρό και λέει ο λουτριάρης:
- Ήρταν πολλές ελούστηκαν και πλύθηκαν και φύγαν
μα μια ξανθή, μα μια λιγνή, μα μια μαυροματούσα
ςλούστηκε, χτενίστηκε, μα είναι ακόμα μέσα!
Χίλια φλουριά του έδωσε του άνομου λουτριάρη
για να τ’ ανοίξει το λουτρό και μέσα να τον βάλει!
Και σαν εμπήκε στο λουτρό, τα μάρμαρα πατούσε
και νόμιζες στα χέρια του τη Βενετιά κρατούσε!
- Γεια σου ξανθή, γεια σου λιγνή, γεια σου μαυροματούσα
που όταν σε γέννα η μάννα σου όλα τα δέντρ’ ανθούσαν.
Τα δέντρα ανθούσαν ζάχαρη και τα βουνά πιπέρι
τότε μου το ‘πανε και μέ πως θα σε κάμω ταίρι.
- Που να σε η «λοιμική» να τρως να κατελιέσαι!
γιατί  ‘σαι πολυαγάπητος κι όπου κι αν δεις πλανιέσαι!
- Σαν αρρωστήσω μάτια μου, να ‘ρτεις να σου μιλήσω,
Να ‘ρτεις τριανταφυλλένια μου, να σ’ αποχαιρετήσω,
Σαν έμπεις στο μες στο σπίτι μας μη δείξεις τον καημό σου,
αρώτησε τη μάνα μου: Κυρά τι κάν’ ο γιός σου;
- Να ‘τος εκεί που κοίτεται, στο στρώμα ξαπλωμένος.
Κι αυτός για την αγάπη σου είναι θανατωμένος.
- Δεξιά να κάτσει η μάνα μου, ζερβά η αδελφήμου
Κι εσύ τριανταφυλλένια μου, δίπλα στην κεφαλή μου.
Κι εβάλετε μου και στ’ αυτί μιαν ασημένια βιόλα!
Παρακαλώ σας, λέτε μου όμορφα μοιρολόγια.
Και σαν με πιάσουν τέσσερις, τέσσερα παληκάρια,
παρακαλώ σε να δαρτείς με πέτρες και λιθάρια».

Ο λαϊκός θρήνος, ευφρόσυνος ζει και κουβεντιάζει με τα σύμβολα, τα στοιχεία της φύσεως, φθαρτά και άφθαρτα κι αναζητά να βρει τα χνάρια που οδηγούν στην εύρεση, τη λύση στο ερώτημα: ποιος και τι εξαρτά την ευτυχία και τη δυστυχία μου; Οι λαϊκές παραδόσεις μας είναι οι παλαιότερες και πλουσιότερες στον κόσμο. Ανθούν στον αιώνα, αλλά δεν τις τιμούμε πλέον όσο μας χρειάζεται για να ειρηνέψουμε… Τα πάθη των θνητών μα και των αποθαμένων, όπως τα περιγράφουν οι λαϊκές μούσες, είναι σχολείο για ψυχές. Η Αμοργός φέρει στην ράχη της φορτίο πολιτισμού που λέγεται: Αιγαίο 3.000 χρόνια προ Χριστού.


Η Άννα Συνοδινού είναι από τις μεγαλύτερες τραγωδούς  του ελληνικού θεάτρου. Βουλευτής 1974-1990. Κατάγεται από την Λαγκάδα της Αιγιάλης.

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Η Λέξη» (τεύχος 169, Μάιος - Ιούνιος 2002), εκδότης του οποίου είναι ο ποιητής Αντώνης Φωστιέρης (από τα Κατάπολα).

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Τα αμοργιανά επώνυμα της Σχινούσας

Το 73% των κατοίκων της Σχινούσας έχει αμοργιανά επώνυμα και ίσως με κάποια δόση υπερβολής μπορούμε να πούμε ότι η κοινωνία της είναι πιο αμοργιανή από αυτήν στην ίδια την Αμοργό. Η Σχινούσα ήταν ακατοίκητη και αποικίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα από αμοργιανές οικογένειες. Το ίδιο συνέβη και με τα άλλα 3 κατοικημένα νησιά των «Μικρών Κυκλάδων», την Ηρακλειά, το Πάνω Κουφονήσι και την Δονούσα.

Τον Σεπτέμβριο του 1700, ο Γάλλος επιστήμονας Πιτόν ντε Τουρνεφόρ (προσωπικότητα στην εποχή του) φθάνει στην Αμοργό και τα νησιά της, στο πλαίσιο ενός μεγάλου ταξιδιού στο Αιγαίο. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1700 αναχωρεί από την Αμοργό, περνάει από τον Καλόγερο, ερευνά την Κέρο και φθάνει στην Σχινούσα. Γράφει:

«Αφού περπατήσαμε λίγο στην Κέρο, διεκπεραιωθήκαμε στη Σκινόζα (Skinoza), άλλο ακατοίκητο μικρό νησί με περίμετρο 12 περίπου μιλίων, που απέχει 8 μίλια από την Κέρο και 12 από τη Νάξο. Η Σκινόζα είναι προφανώς η Σχινούσα, την οποία ο Πλίνιος τοποθετεί κοντά στη Νάξο και τη Φολέγανδρο. Οι Έλληνες δεν υποψιάζονται ότι η Σχινούσα πήρε το όνομά της από τους σχίνους με τους οποίους είναι καλυμμένη, μολονότι αυτό το δένδρο δεν είναι πιο διαδεδομένο εδώ από όσο στα διπλανά νησιά. Στη Σχινούσα υπάρχουν μόνον τα χαλάσματα ενός ερειπωμένου χωριού, ανάμεσα στα οποία δεν βλέπει κανείς τίποτε το αξιοσημείωτο. Η φέρουλα των Αρχαίων φύεται άφθονα στο νησί. Το φυτό αυτό διατήρησε μάλιστα το αρχαίο του όνομα στους σημερινούς Έλληνες που το ονομάζουν νάρθηκα, ακριβώς από την αρχαία λέξη νάρθηξ».


Μετόχι της Χοζοβιώτισσας

Ύστερα από 150 χρόνια κι ενώ έχει συσταθεί το ελληνικό κράτος (1832), η Σχινούσα παραμένει έρημη και ακατοίκητη, όπως μαθαίνουμε από έγγραφο της Μονής Χοζοβιώτισσας, του διάσημου μοναστηριού της Αμοργού. Το 1853 δημιουργείται διένεξη μεταξύ του ελληνικού κράτους και του μοναστηριού για την χρηματοδότηση της λειτουργίας των σχολείων της Αμοργού που είχε αναλάβει η Χοζοβιώτισσα. Σε μοναστηριακό έγγραφο (25 Νοεμβρίου 1853) που υπογράφουν ο ηγούμενος Ιωσήφ Μπασαράμπας και οι σύμβουλοι Νεόφυτος Σιγάλας και Γεράσιμος Φωστιέρης, αναφέρονται και τα εξής:

«Εγκριθέντος του μέτρου της πολυετούς ενοικιάσεως της εις την ημετέραν Μονήν ανηκούσης ερημονήσου Σχοινούσης, εξ ης προέκυπτεν εις την Μονήν χρηματική τις ποσότης δυναμένη να συντελέση προς διατήρησιν των εν Αμοργώ εκπαιδευτηρίων, εσπεύσαμεν (…) να ζητήσωμεν παρά του Σ. Υπουργείου την περί συντηρήσεως των εν τη πρωτευούση του Δήμου Αμοργού υπαρχόντων Δημοτικού και Ελληνικού Σχολείου άδειαν. Αλλ’ εμποδισθείσης ακολούθως της διαληφθείσης ενοικιάσεως ένεκα διαφόρων αναφυέντων ζητημάτων...»


Αμοργιανές οικογένειες στην Σχινούσα

Η Σχινούσα λοιπόν άρχισε να κατοικείται μετά το 1853 από αμοργιανές οικογένειες, οι οποίες είτε νοίκιαζαν εκτάσεις από την Χοζοβιώτισσα είτε πήραν ή αγόρασαν εκτάσεις από τις κατά καιρούς διευθετήσεις που επιχειρούσε το ελληνικό κράτος για τα μοναστηριακά κτήματα.

Το γεγονός αυτό το διαπιστώνουμε και σήμερα, αφού το 73% των κατοίκων της Σχινούσας έχει αμοργιανά επώνυμα. Στον πίνακα (πάνω) αναγράφονται αυτά τα αμοργιανά επώνυμα της Σχινούσας κατ’ αλφαβητική σειρά και με βάση τις εμφανίσεις τους στον τηλεφωνικό κατάλογο. Στην επόμενη στήλη αναγράφεται το ποσοστό εμφάνισης κάθε επωνύμου σε σχέση με τον συνολικό αριθμό εμφανίσεων όλων των αμοργιανών επωνύμων της Σχινούσας. Και για την σύγκριση, στην τελευταία στήλη φαίνεται το ποσοστό που τα ίδια επώνυμα έχουν σήμερα στην Αμοργό. Εύκολα διαπιστώνουμε ότι τα ποσοστά εμφάνισης στην Σχινούσα είναι μεγαλύτερα από την Αμοργό.

Πηγές:

* Περιοδικό «Αμοργιανά», έκδ. Συνδέσμου Αμοργίνων
* «Η Αμοργός το 1700» από τον Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, εκδ. «Το Κάστρο της Αμοργού» 2006
* Τηλεφωνικός κατάλογος ΟΤΕ

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Ψήφισμα από την Μινώα της Αμοργού


από το βιβλίο της Λίλας Μαραγκού «Μινώα» (εκδ. Ελληνική Αρχαιολογική Εταιρεία)


Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2011

Γαβράς : ένα βυζαντινό επώνυμο της Αμοργού

Το «Γαβράς» είναι ένα από τα ιστορικά επώνυμα της Αμοργού. Είναι επώνυμο της Χώρας. Ο Ι. Κ. Βογιατζίδης υποστηρίζει ότι οι Γα βράδες ήρθαν στην Αμοργό (μαζί με ορισμένους άλλους βυζα ντι νούς αξιωματούχους: Συνοδινός, Καλοδάς, Φραγκόπουλος, Γα βα λάς) περί τα μέσα του 13ου αιώνα, μάλλον με την ιδιότητα των πο λιτικών εξόριστων, ως συμμετέχοντες σε αποτυχημένη στάση ε να ντίον του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη.


Αν και ιστορικό για την Αμοργό, το επώνυμο «Γαβράς» είναι ποντιακό επώνυμο (όπως και τα επώνυμα σε -άντης, π.χ. Υψηλάντης). Σήμερα η μεγα λύτερη εγκατάσταση Γαβράδων είναι στην Μακεδονία, προερχό μενη από προσφυγικούς πληθυσμούς.


Η φημισμένη βυζαντινή οικογένεια των Γαβράδων καταγόταν από τις περιοχές του βυζαντινού θέματος Χαλδίας, το οποίο είχε ιδρυθεί το 824 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄ Τραυλό με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα και άλλο σπουδαίο εμπορικό κέντρο την Κερασούντα. Η θέση των Γαβρά δων στον Πόντο υπήρξε ηγετική επί των Κομνηνών τον 11ο και 12ο αιώνα. Μάλιστα ο Θεόδωρος Α’ Γαβράς μαρτύρησε πολεμώ ντας εναντίον των Τούρκων στην Θεοδοσιούπολη το 1098 και αγιο ποιήθηκε.


Το γεγονός ότι κτήτωρ της Μονής Χοζοβιώτισσας είναι ένας Κο μνηνός έχει ασφαλώς την σημασία του, για την παρουσία του επωνύμου Γαβράς στην Αμοργό. Όπως έχει αξία και το γε γονός ότι οι Γαβράδες μετείχαν σε διάφορα Κινήματα, με χαρακτη ριστικότερη περίπτωση το Κίνημα του Θεόδωρου Β’ Γαβρά (1204-1208).


Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός ότι το Γαβράς δεν αναφέρεται σε παλαιά έγγραφα (όπως τα Γεράκης, Γαβαλάς, Πάσσαρης, Θεολογίτης, Νομικός, κ.α.). Πάντως η ιστορικότητα του επωνύμου στην Αμοργό αποδεικνύεται έμμεσα από την παρουσία του «Πύργου του Γαβρά» στην Χώρα που το κτίσιμό του ανάγεται στην εποχή της Ενετοκρατίας στις Κυκλάδες.


Το πιθανότερο είναι ότι, είτε με την ιδιότητα του πολιτικού εξόριστου είτε με την ιδιότητα του στρατιωτικού αξιωματούχου, κάποιος (ή κάποιοι) Γαβράς εγκαθίσταται στην Αμοργό πριν από περίπου 800 χρόνια. Η εγκατάσταση Γαβράδων στην Αμοργό έχει μεγάλη ιστο ρική σημασία, δεδομένου ότι οι περισσότεροι Γαβράδες εμφανίζονται στην Ελλάδα ως πρόσφυγες μετά το 1922.


Γαβράδες της Αμοργού που διακρίθηκαν είναι:


  • Δημήτριος Γαβράς. Έλαβε μέρος στις Εθνοσυνελεύσεις του Άστρους (1823), της Τροιζήνας (1827) και του Άργους (1829) ως αντιπρόσωπος της Αμοργού. Δήμαρχος Αμοργού 1823, 1838, 1846.
  • Επαμεινώνδας Γαβράς (1836-1917). Διπλωμάτης. Γεννήθηκε στην Χώρα. Γονείς του ο Δημήτριος Μ. Γαβράς και η Μαρία το γένος Ν. Βλαβιανού. Ήταν επίσης ποιητής και άριστος βιολιστής.
  • Κωνσταντίνος Γαβράς (1875-1951). Γεννήθηκε στην Χώρα. Γονείς του ο Ιάκωβος Γαβράς και η Καλλιόπη το γένος Ρούσσου. Σχολάρχης Αμοργού και γυμνασιάρχης Σύρου.
Πηγές:
* Ι. Κ. Βογιατζίδη «Αμοργός - Ιστορικαί έρευναι περί της νήσου» (Αθήνα 1918).
* Αλέξη Γ. Κ. Σαββίδη «Βυζαντινά στασιαστικά και αυτονομιστικά κι νήματα στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία 1189-c.1240 μ. Χ.» (εκδ. ΔΟΜΟΣ, Αθήνα 1987).
* «Επιφανείς Αμοργίνοι», έκδοση Συνδέσμου Αμοργίνων, Αθήνα 1983.

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Αρχαϊκές επιγραφές από την αρχαία Αρκεσίνη




από το Bulletin de Correspondance Hellenique
της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής



Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Παραδοτική πράξις του Μεγάλου Νικολάου, 1593

Του αγίου Νικολάου εις το Καμάρι

Εις αφηγ’ μηνός οκτωβρίου και ημέρα κυριακή θέλουν οι αδελφοί του μεγάλου Νικολάου οπού εδώκαν ψυχικόν εις τον ναόν του αγίου με κάθε των όρεξιν και παραδίδουν τον της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας να μνημονεύωνται αυτοί και οι γονέοι τως και να έχουν και την έννοιαν της εκκλησίας να εορτάζουν τον ναόν του μεγάλου Νικολάου οι πατέρες, να είναι το μετόχι των πατέρων από τα σήμερον και οι αδελφοί οπού εδώκαν το ψυχικόν

παπά Αντώνης νομικός με την πρεσβυτέραν του
Μακάριος Καλούδης
παπά Αντώνης Πάσαρης
διάκος Γυλάρδος
Νικόλας Σκαρλάτος
Ιωάννης Σκαρλάτος
Μαρία του Μαυροϊωάννου
Ειρήνη του Κρητικού
Κώστας Χαροκόπος
Άννα του Ψευδού
Καλή του Ψευδού
Δημήτρης Παγκράτης με την γυναίκαν του
Νικήτας Θεολογίτης
παπά Μιχάλης Μεντρινός
Μιχάλης Βλαβιανός
Καλή του Πατέρα
Μακάριος νομικός
Μάρκος Ψευδός

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Κολοφάνα – Κολόφωνας: Δύο ταυτώνυμα τοπωνύμια σε Αμοργό και Δωδεκάνησα

Το βουνό από την Κολοφάνα


του Μιχάλη Ευστ. Σκανδαλίδη (*)
Εκπαιδευτικού — Ονοματολόγου

Είχα την ευκαιρία σε προηγούμενα άρθρα μου στο φιλόξενο περιοδικό «Το Κάστρο της Αμοργού» να αναφερθώ σε ταυτώνυμα ζεύγη τοπωνυμίων Αμοργού και Δωδεκανήσων, όπως αυτά των Μαρασκά, (στου) - Μαριτσά, (τα) [Κ.τ.Α. τ. 16/2005, σ. 5] και Αρκεσίνη -Αρκάσα [Κ.τ.Α. τ. 37/2007, σ. 14].

Σήμερα θα προσπαθήσω να προσεγγίσω άλλα δυο, κατά τη γνώμη μου, ταυτώνυμα τοπωνύμια: την Κολοφάνα, μικρό χωριό της Κάτω Μεριάς της Αμοργού, και τον Κολόφωνα των Δωδεκανήσων. Με το τελευταίο όνομα φέρονται δυο μικρές βραχονησίδες, ο Κολόφωνας της Κάσου, με έκταση 2 στρέμματα και γεωγραφικές συντεταγμένες 26 58΄ - 35^ 26΄, και ο Κολόφωνας της Χάλκης, με έκταση 8 στρέμματα και γεωγραφικές συντεταγμένες 27
38΄ - 36^ 13΄.

Με τον Κολόφωνα της Χάλκης ασχολήθηκε ο Χρ. Παπαχριστοδούλου, ο οποίος παράγει το όνομα από τη λ. καλοφανός-κολοφανός ({καλός+φανός) και γράφει Κολόφονας (Τοπωνυμκά και ονοματικά Χάλκης Δωδ/νήσου, περιοδ. Πλάτων τ.12,1960, σ.32). Το ίδιο και εγώ, αργότερα, υιοθέτησα αυτή την προσέγγιση (Το τοπωνυμικό της Χάλκης Δωδ/νήσου, Ρόδος, 1982, σ.67). Με τον Κολόφωνα της Κάσου ασχολήθηκε ο Κωνσταντίνος Μηνάς που παράγει το τοπωνύμιο, ορθά κατά τη γνώμη μου, από το όνομα κολοφών (Τοπωνυμικό της Κάσου, Αθήνα, 1975, σ. 67).

Η Ελένη Ζαχαρίου - Μαμαλίγκα σε μια πρόσφατη εμπεριστατωμένη εργασία της «Πατριδωνυμικά και τοπωνυμικά της Αμοργού» προτείνει το Κολοφάνα (η) της Αμοργού ως μεγεθυντικό τύπο του καλοφανός, (ο) { καλοφανός { κάλα, τα ‘ξύλα’ + φανός (Κ.τ.Α. τ. 39/2006, σ.17 και Ονόματα τ.19, 2007, σ.573).

Όπως ανέφερα και στην αρχή, τα δυο αυτά τοπωνύμια Κολοφάνα—Κολόφωνας, θεωρώ ταυτώνυμα και ομόρριζα. Είναι εδαφωνύμια και οφείλουν την ονομασία τους στη διαμόρφωση του εδάφους. Και οι δυο βραχονησίδες των Δωδεκανήσων είναι οξυκόρυφες και υψηλές, σε σχέση με το μέγεθός τους και τις παρακείμενες άλλες χαμηλές.

Στα βόρεια της Κολοφάνας Αμοργού, όπως με βεβαιώνει ο καλός φίλος κ. Νίκος Νικητίδης, δεσπόζει κωνικό ύψωμα που σήμερα λέγεται Πουλακάς, το οποίο παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι ως παρατηρητήριο (βίγλα), από όπου κατόπτευαν την περιοχή για τον φόβο των πειρατών. Αλλά και η κ. Ελένη Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα σημειώνει: «Στα βόρεια της Κολοφάνας βρίσκεται ένα ύψωμα που δεσπόζει στην περιοχή της Κάτω Μεριάς. Πρόκειται για τον Πουλακά… ο σκοπός του οποίου μπορούσε να κατοπτεύει στεριά και θάλασσα» (ό.π. σ. 28 και 573-4 αντίστοιχα).

Ως εδαφωνύμια, τα Κολοφάνα, (η) και Κολόφωνα, (ο), έχουν ως πρωτότυπη την αρχαία λέξη κολοφών, (η) που σημαίνει ‘η υψίστη κορυφή, το ύψιστο σημείο, το μη περαιτέρω’. Πβ. μεταφορικά και τη λαϊκή φράση ‘έφθασε στον κολοφώνα της ζωής του’ για εκείνον που έφθασε στα πιο ψηλά σκαλοπάτια αυτού που υπηρετεί. Επίσης την αρχαία πόλη Κολοφών της Λυδίας, του ‘κοινού των Ιώνων’, κτισμένην σε ύψωμα, από όπου και η ονομασία. Ο Ησύχιος και το λεξικό της Σούδα εξηγούν τη λέξη ως ‘υψηλό ακρωτήριο’ : ‘κολοφών. Μέγα και υψηλόν ακρωτήρι-ον’ (Ησύχιος) και ‘κολοφών. Το πέρας, το μέγα και υψηλόν ακρωτήριον’ (Σούδα), φυσικά με την αρχαία σημασία της λέξης: ‘ακρωτήριον ({ άκρον) = παν υψηλόν ή εξέχον μέρος, ακρωτήριον ούρεος = κορυφή όρους (L-S οικείο λήμμα), πβ. Και Ηρόδ. 7, 217. Με τη σημασία αυτή, διαβάζω στο Εγκυκλοπ. Λεξικό Ήλιος: ‘Κολοφώνας: ύφορμος και άκρα της δυτικής ακτής της Αμοργού’, που πιστεύω πως είναι η περιοχή Κολοφάνα της Κάτω Μεριάς.

Ομόρριζη της λ. κολοφών, (η) είναι και η αρχαία λέξη κολωνός (=κολώνη, Ομήρ. Ιλ. Β811, Λ757, και κολώνα-colunna), λατ. Collis, με την ίδια σημασία ‘γήλοφος, κάθε μικρό ύψωμα γης’, ακόμα ‘σωρός από πέτρες, τύμβος, άφος λακκοειδής’. Και η Σούδα: ‘κολωνός. Γης ανάστημα, τόπος υψηλός. Προκόπιος’. Πβ. Κολωνός, δήμος της αρχαίας Αθήνας που βρισκόταν πάνω σε λοφίσκο, πάνω από την Αγορά, γι’ αυτό και Αγοραίος Κολωνός, κοντά στο ναό του Ήφαιστου (Θησείο), Κολωνός Ίππειος δήμος σε βραχώδη λόφο στην πεδιάδα του Κηφισσού. Πβ., τέλος, τη μικρή βραχονησίδα του Αργολικού κόλπου Κοιλάδια ή Μαραθονήσι που λέγεται και Κορωνίς, και φαίνεται να ταυτίζεται με την αρχαία ονομασία Κολωνίς που αναφέρει ο Πλίνιος: Κολωνίς } Κορωνίς με τροπή λ } ρ, καθώς και το αρχαίο πόλισμα Κολωνίς, το σημερινό χωριό Καστέλλια της Μεσσηνίας (καστέλλι ‘ύψωμα’).

Από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, τοπωνύμια που έχουν ως αρχή τις λέξεις κολοφών και κολωνός προσδιορίζουν υψηλούς τόπους. Πιστεύω λοιπόν ότι τα τοπωνύμια Κολοφάνα και Κολόφωνας είναι εδαφωνύμια και έχουν ως ριζική αρχή την αρχαία λ. κολοφών, (η): κολοφών,η—αιτιατ. την κολοφώνα } ο Κολόφωνας (Δωδ/νησα) μεγεθυντικός τύπος με αλλαγή γένους και αναβιβασμό τόνου, όπως η κοφίνα > ο κόφινας, η πεζούλα } ο πέζουλας, και τοπωνύμιο Πέζουλας, και κολοφών,η—αιτιατ. Την κολοφώνα } η Κολοφώνα } η Κολοφάνα (Αμοργός) με υποχωρητική αφομοίωση ο-α } α-α.

Πηγή:
Περιοδικό «Το Κάστρο της Αμοργού», τεύχος 47-48, Δεκέμβριος 2007

(*) Ο κ. Μιχάλης Ε. Σκανδαλίδης γεννήθηκε στη Νίσυρο το 1935. Διευθυντής στα Πρότυπα Δημοτικά Σχολεία της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ρόδου (1966-1986) και Διευθυντής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δωδεκανήσου (1986-1990). Γραμματέας της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, αντεπιστέλλον μέλος του φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», μέλος της Ελληνικής Ονοματολογικής Εταιρείας, της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και της Δωδεκανησιακής Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας.

Η Κολαφάνα



Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Η Αμοργός το 1852



Η Αμοργός είναι νήσος των νοτιοανατολικών Σποράδων, κειμένη κατά την 430, 35' Ανατ. μήκους, και 360 53' Βορ. Πλάτους, μεταξύ Αστυπαλαίας, Ανάφης, Θήρας, Ίου και Νάξου και σχηματίζουσα τα νοτιανατολικά όρια της Ελλάδος' έχει δε περίμετρον 80 περίπου μίλια, σχήμα ταινιώδες και είναι ορεινή και πετρώδης. Σειρά ορέων υψηλοτάτων, σχεδόν αδιάλειπτος, διαθέει απ' ανατολών προς δυσμάς, κατά μήκος της νήσου, διαιρούσα αυτήν εις δύω, ούτως ειπείν, ετεροκλινή επίπεδα, βόρειον και νότιον. Άπαν δε το ανατολικόν της νήσου μέρος Κρύκελος καλούμενον είναι βράχος σχεδόν μονόλιθος, απότομος και όλως άβατος και αυχμηρά ερημία, προαιωνίους μόνον δρύς φέρουσα ενιαχού εν χαράδραις ερριζωμένας, από των οποίων ξυλεύονται πένητές τίνες και ριψοκίνδυνοι αιγιαλίται. Εντεύθεν δε του Κρυκέλου, αι κλίσεις βαθμηδόν ελαττούνται και η μεν βόρειος, προς τα δυτικά προχωρούσα, απολήγει εξαφανιζομένη εις λοφοειδείς πεδιάδας, η δε νότιος είναι σχεδόν όλη καλλιεργείας ανεπίδεκτος. Αι ακρώρειαι της σειράς απάσης είναι οξυτενείς, άδενδροι και άφυτοι όλως, ενιαχού δε κορυφαί τινες κατάλευκοι υψούνται υπέρ τας λοιπάς, ως διά να επιδείξωσι και μακράν το σκελετώδες της γυμνότητός των και τον λίθινον της όλης νήσου πυρήνα. Τα δε απ' αιώνος καταρρέοντα απ' αυτών όμβρια ύδατα συμπαρέσυραν μεθ' εαυτών την γην εις τους μαστούς των ορέων, αφ' ων, του χρόνου παρερχομένου, θέλει εκλείψει όλως διά την υπερβολικήν αυτών κλίσιν και εις μόνας τας υπωρείας θέλει δυνηθή να διαμείνη. Καταφερόμενα δε τα ύδατα ταύτα με τοσαύτην κλίσιν και μεγάλους και ορμητικούς ποταμούς σχηματίζοντα, προξενούσι βλάβας ου σμικράς εις τα χαμηλά και επίπεδα μέρη, τα υπό των εγχωρίων καλούμενα κάμπους της Χώρας, του Χωριού, της Κολοφώνος και της Αιγιάλης, τους οποίους διασχίζοντας παρασύρουσιν εις την θάλασσαν, ήτις καθίσταται όλη θολή επί μακρόν διάστημα.

Πρός δυσμάς της πόλεως, 3/4 περίπου της ώρας, παρά τη αρχαία Μινώα, υπάρχει ευρυχωρότατος λιμήν, Κατάπολα (Εκατόμπυλα ή ορθότερον Κατάπολις, κάτω πόλις προς διαστολήν της  άνω, της επί της Μινώας ή της νυν Χώρας) καλούμενος, επιμήκης όπως ουν, έχων το το στόμιον ευρύ και εστραμμένον προς δυσμός, ασφαλέστατος κατά παντός σχεδόν ανέμου και σπανίως κυμαινόμενος. Η δε προ του λιμένος θάλασσα, πνεόντων αρκτικών ανέμων, είναι τρικυμιώδης και επικίνδυνος, διότι εκεί τελευτώσι του εκτεταμένου Ικαρίου πελάγους οι αντιπλήγες κυματισμοί. Πλησίον μάλιστα νησιδίων τινών, Ψαλίδων ως εκ του σχήματος αυτών καλουμένων, υπάρχει, και εν πλήρει νηνεμία ρεύμα αένναον και σφοδρόν από του βορειανατολ. προς το νοτιοδυτικόν ορμητικώς κυλινδούμενον και λίαν κινδυνώδες τοις αγνοούσι τούτο ξένοις ναύταις. Κινδυνωδέστερος είναι ο πλους κατά το νότιον της νήσου πέλαγος και εν γαλήνη. διότι τα υψηλά και κατωφερή όρη εξερεύγονται ανελπίστως λαίλαπας και καταιγίδας, οίτινες εν ημέρα μεν φαίνονται μακρόθεν επερχόμενοι, συστρέφοντες και αναρρίπτοντες θυελλωδώς την θάλασσαν, εν νυκτί δε, αόρατοι όντες, καθίστανται ολεθριώτεροι. Πάσα δε σχεδόν η παραλία της νήσου είναι απότομος, μάλιστα η περί τον Κρύκελον, της οποίας το βάθος είναι υπερβολικόν. ευτύχημα δε ότι η θάλασσα εκείνη απόκεντρος ούσα δεν συχνάζεται.

Περί την Αμοργόν υπάρχουσι νήσοι τινές ιδιόκτητοι αυτής, διά κεκτημένου δικαιώματος και παναρχαίας αδιαφιλονεικήτου κατοχής, ήτοι n Άνυδρος, η Κραμβούσα, τα Αντικέρια, η Κέρος, η Σχοινούσα, η Ηράκλεια, τα δύω Κουφονήσια, η Νικουρία, αι Μάκαρες, η Τενούσα, η Κίναρος, η Λέβινθος, και τινες άλλαι μικραί εξ ων n Κίναρος και Λέβινθος υπάγονται εις το Οθωμανικόν Κράτος, κατά την οροθετικήν γραμμήν την διαγράψασαν τα νοτιοανατολικά της Ελλάδος όρια.

Η Αμοργός έχει κλίμα ευκρατέστατον και γην ολίγην, αλλ' εύκαρπον και παμφόρον, παράγει κατ' εξοχήν οίνον, έλαιον και γεννήματα επαρκή μεν μόνοις τοις κατοίκοις, αλλ' αρίστης ποιότητος. Ενταύθα εκαλλιεργείτο το πάλαι ο περίφημος διά την λευκότητα και λεπτότητα αυτού λίνος, εξ ου κατεσκευάζοντο τα λεπτοϋφή και διαφανή χιτώνια των τριφυλών Αθηναίων και Κορινθίων. Επί δε των νομισμάτων των Αμοργίνων αφ' ενός μεν ην η κεφαλή του Απόλλωνος δαφνοστεφής, αφ' ετέρου δε εν άλλοις μεν σφαίρα αστρονομική, εν άλλοις δε τρίγωνον, εξ ων δύναταί τις να εικάση ότι οι αρχαίοι της νήσου κάτοικοι ενησχολούντο κατ' εξοχήν περί την Γεωγραφίαν και Αστρονομίαν. Εν ταύτη ανατραφείς επολιτογραφήθη και διεβίωσεν ο περιώνυμος επί ιαμβοποιία Σιμωνίδης υιός του Κρινίου, ακμάσας περί το 600 π.χ. εφευρών και τελειοποιήσας συνάμα τους δηκτικούς ιάμβους. Άπαντες δε οι ιαμβογράφοι και ελεγειογράφοι ως αστραβή κανόνα αυτών έλαβον του Αμοργίνου ιαμβογράφου Σιμωνίδου τα σωζόμενα, εξαιρέτως δε το κατά γυναικών απαράμιλλον ποιημάτιον αυτού.

Η Αμοργός το πάλαι, κατά την μαρτυρίαν πολλών ιστορικών, είχε τρεις πόλεις επισήμους, Μινώαν. Αρκεσίνην και Αιγιάλην, ων ερείπια σώζονται ολίγιστα μεν εν Αιγιάλη, ούτω και νυν καλουμένη, και εν Μινώα, τη νυν Μουντουλιά, πλείστα δε και άξια λόγου εν Αρκεσίνη, τη νυν, κατά πάσαν πιθανότητα, δια την αυτόθι μικράν ακρόπολιν Καστρί καλουμένη, εν η σώζεται και το τείχος της Αρκεσίνης, οικοδόμημα Κυκλώπειον, διαφυγόν τον όλεθρον του πανδαμάτορος χρόνου, και άξιον αρχαιολογικής μελέτης, διά τε την επ' αρχαιότητι αυτού αξίαν, το μαθηματικώς ακριβές κλιμακωτόν σχήμα και την ακριβή από του μικρόν απέχοντος αιγιαλού παράλληλον απόστασίν του. Ενταύθα σώζονται επιγραφαί επί μεγίστων λίθων εντετειχισμένων εις αγροτικάς επαύλεις, εισέτι ανέκδοτοι και άγνωστοι. Και αλλαχού δε υπάρχουσι πολλαχού αρχαίων οικοδομών ερείπια, ων επισημότερα οι λεγόμενοι Πύργος του Χωριού, και Πύργος του Ρηκτιού, εξ ων του μεν πρώτου η βορειοδυτική γωνία, διά της ακριβούς των ακρογωνιαίων λίθων συναρμογής, διατηρείται εισέτι θαυμασίως, καίτοι μονωθείσα προ αιώνων, κατακρπηνισθεισών των μετ' αυτής συνεχομένων και ταύτην απαρτιζουσών πλευρών, ων μόνη η βόρειος σώζεται μίαν μόλις οργυιάν υπέρ την επιφάνειαν του εδάφους, όπου και πρόσγαιον διάζωμα της μεγάλης και παραλληλογράμμου αυτής οικοδομής διατηρείται, έχον έξ ή επτά οχετούς τεχνηέντως ειργασμένους. διά μακράς συγγραφής θέλομεν αποδείξει άλλοτε ότι το ερείπιον τούτο ήτο ποτέ το Λινουργείον της Κολοφώνος. Του δε Πύργου του Ρηκτιού υπάρχει το ήμισυ, είναι δε μικρόν κυκλοτερές οικοδόμημα όντως κυκλώπειον εξ ευαρίθμων μεν αλλά παμμεγίστων λίθων, σχεδόν αλαξεύτων και κύβου μόλις σχήμα λαβόντων και εδραίως επιτεθειμένων συνιστάμενον. Πανταχού δε όπου αν υπάρχη ίχνος αρχαιότητος, παρετηρήσαμεν, ότι κατέχει την αρίστην θέσιν.

Η δε νυν πρωτεύουσα πόλις, καλουμένη ομωνύμως τη νήσω και Χώρα, κείται εις το κέντρον σχεδόν της νήσου, επί λοφοειδούς οροπεδίου περί μονόλιθον υψηλόν και απότομον ακρόπολιν, Κάστρον καλουμένην, αφ' ου και την πόλιν όλην Κάστρον τινές ονομάζουσιν, από τας υψηλάς αλλ' ευτελείς επάλξεις της οποίας υπερασπίζοντο οι κάτοικοι την πόλιν, κατά των αει προ και επί της Ελληνικής επαναστάσεως επερχομένων πειρατών. Τέσσερα δε χωρία η Λαγκάδα, τα Θολάρια, ο Ποταμός και ο Στρούμπος, μίαν μεν ώραν περίπου αλλήλων απέχοντα, τέσσαρας δε της πόλεως ανατολικώς αυτής, καλούνται κοινώ ονόματι Αιγιάλη, κατέχοντα την αρχαίαν της Αιγιάλης θέσιν, ως καταφαίνεται εκ γηλόφου τινός αμπελοφύτου όλου, το όνομα Παγκάλη ή Πάγγος έτι και νυν φέροντος, και εκ τινων επιγραφών πλησίον του χωρίου Θολαρίων, επί βράχων αρχαίοις γράμμασι γεγραμμένων.

Παρά τον μυχόν του ρηθέντος λιμένος Κατάπολα ρέει ύδωρ αένναον, άφθονον και υγιεινότατον, εκβάλλον εις την θάλασσαν. πεντήκοντα δε περίπου οικίαι, ων αι πλείσται ακατοίκητοι, κείνται αυτόθι επί των ερειπίων της αρχαίας Μινώας, ένθα υπάρχουσιν επιγραφαί διαφόρων ψηφισμάτων της Βουλής και του Δήμου των Μινωϊτών, ων αι πλείσται ανέκδοτοι. Αυτού φαίνονται ερείπια καταχωσθέντος χριστιανικού ναού μεγίστου, τεμάχια δε τοιχογραφιών και αγιογραφιών αυτού, καλλιτεχνικήν έχοντα αξίαν, πείθουσιν ημάς περί τε της αρχαιότητος και της λαμπρότητος της απολεσθείσης αυτής οικοδομής.

Πλην του ρηθέντος λιμένος Κατάπολα, υπάρχει και έτερος πρός ανατολάς, ο της Αιγιάλης, κόλπος μάλλον παντί ανέμω αναπεπταμένος ή λιμήν, εις τον μυχόν του οποίου υπάρχουσι δύω όρμοι και αυτοί ουχί τόσω ασφαλείς. Αξιολογώτεροι δέ όρμοι υπάρχουσι κατά μεν το νότιον μέρος ο Εξώδοτος, η Αγία Άννα, το Μερσύνι, του Μούρου, η Γωνιά, η Καλοταρίτισσα και η Κραμβούσα. Κατά δε το βόρειον ο του Λιβέρου, τα Παραδείσια, ο Κάτω Κάμπος, αι Φοινικαί, η Βλιχάδα Περιστεριά, η Νικουριά ή Άγιος Παύλος και η μικρά και μεγάλη Βλιχάδα της Αιγιάλης.

Ημίσειαν δε ώραν περίπου προς ανατολάς της πόλεως, υπό τον προς μεσημβρίαν εστραμμένον και τη θαλάσση επικρεμάμενον απότομον του υψηλοτάτου όρους του προφήτου Ηλιού βράχον, υπάρχει η ευαγεστάτη Μονή της Παναγίας της Χοζοβιωτίσσης, πανάρχαιον σέμνωμα της νήσου, κτίσμα του Χριστιανικωτάτου βασιλέως Αλεξίου του Κομνηνού. Η πλουσιωτάτη των διατηρουμένων μετά την του Μεγάλου Σπηλαίου, κεκτημένη πολλά και πλούσια μετόχια εν πάσαις σχεδόν τοις πέριξ νήσοις και εκτός της Ελλάδος. Εν αυτή μονάζουσι 20 σεβάσμιοι μοναχοί, η δε θέσις είναι μοναδική, αίσθημα απερίγραπτον διεγείρουσα εις την ψυχήν του θεατού. διό και το χρυσόβουλον της Μονής από του τόπου ποιείται την αρχήν. Προ του Μοναστηρίου, κρημνοί ολισθηροί, βραχώδεις και απότομοι εκτείνονται μέχρι θαλάσσης, ης ο βρυχηθμός νυχθημερόν αντηχεί τρομερός, άνωθεν δ' υπερκρέματαl εκπληκτικώς το ρηθέν ύψιστον της νήσου όρος ως δια πελέκεως τετμημένον, και κεραμόχρουν πελώριον τομήν προφαίνον, λίθοι δ' ενίοτε μέγιστοι αποσπώμενοι από τα ύψη, διά ξηρασίας ή πολυομβρίας, καταπίπτουσιν έξω του Μοναστηρίου κατακυλιόμενοι εις την θάλασσαν, έστι δ' ότε και επ' αυτού, ότε κατακρημνίζουσι τον έξω τοίχον, ός τις μόνον είναι ευπρόσβλητος, της λοιπής οικοδομής ασπιζομένης υπό του επ' αυτής πλησιεστάτου σπηλοειδούς βράχου.

Συναπαρτίζει δε η Αμοργός μετά 3 άλλων νήσων την επαρχίαν Θήρας του Νομού Κυκλάδων, απέχουσαν του Πειραιώς 145 μίλια και περιέχουσα εξ περίπου χιλιάδας κατοίκων, αποτελούντων δήμον Β' τάξεως. Έχει δε δύω δημοτικά Σχολεία περιέχοντα ομού περί τους 300 μαθητάς. Το δ' Ελληνικόν κατηργήθη δυστυχώς προ 5 ετών, αλλά πρόκειται ήδη να συστηθή, ως λέγουσι. Ναοί υπάρχουσι πλείστοι, επίσης και ιερείς διακρινόμενοι διά τον σεβάσμιον και αφιλοκερδή αυτών χαρακτήρα.

Οι κάτοικοι της Αμοργού είναι εν γένει ρωμαλέοι, ωραιότατοι και μακροβιώτατοι, διά τε την ορεινήν διατριβήν και την ηθικήν αυστηρότητα και λιτότητα του βίου των. Είναι λίαν ομιλητικοί και χαρίεντες, αλλ' ευερέθιστοι, οξύχολοι και εκδικητικοί. φιλόξενοι εν τοις μάλιστα, αλλά ζηλότυποι, φίλοι της γεωργίας και ποιμαντικής μάλλον ή των τεχνών και των Μουσών. Κέκτηνται πνεύμα ζωηρόν και οξύ, αλλά δυστυχώς ημελημένον και ακαλλιέργητον. Τα μεγάλα εγκλήματα ήσαν σπάνια ενταύθα. το δ' εμπόριον, η μετά των ξένων επιμιξία και η ναυτιλία αυτών είναι σμικρά. Ως οι αρχαίοι της νήσου κάτοικοι ενθέρμως ελάτρευον την Αφροδίτην και περικαλλή ναόν αυτής είχαν, μιμούμενοι τους Μιλησίους και Αθηναίους αφ' ων είλκον το γένος, ούτω και οι νυν λατρεύουσι τον υιόν της Κυθήρας και το Κάλλος μετά θερμότητας Αθηναϊκής, αλλά δυστυχώς ουχί και μετά ίσης ισπανικής εγκαρτερήσεως και σταθερότητος… Αι δύο προκείμεναι εικόνες παριστώσιν την προ 200 ετών ενδυμασίαν των Αμοργίνων γυναικών. αλλά σήμερον ο πανταχού εξαπλωθείς Ευρωπαϊσμός ηφάνισε κ' εντεύθεν τα προυζουκένια φαρδομάνικα, τους κροσσωτούς διπλούς και τριπλούς ποδογύρους, τα μυτηρά και τρίζοντα πασουμοκουντουράκια, τα κολόβια, τα ολόχρυσα στομαχικά, τα κατάστενα στοφεδένια γουνελάκια, ταις ζαφοριασταίς ερένταις και αυτούς τους μέχρι χθες τρούλους, ο δε νυν προσερχόμενος ξένος αισθάνεται αμέσως όζοντα κ' ενταύθα τον Ευρωπαϊσμόν.

Αθήνησι, τη 17 Ιουνίου 1852

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Αμοργίνος


Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Η Αγία Παρασκευή και η τοπική παράδοση

Ο ναός της Αγίας Παρασκευής με φόντο το νησάκι της Γραμβούσας και τη Νάξο στο βάθος

Άη μου Γιώργη του Νησιού, Σταυρέ μου απ' τη Ντοvούσα
Κι Αγία μου Παρασκευή πούσαι στα Παραδείσια

Πολλές φορές τ' ακούμε αυτό το δίστιχο! Πολύ ξακουστές είναι αυτές οι τρεις εκκλησίες στο νησί μας και στα γύρω μικρόνησα. Πολλές παρακλήσεις γίνονται, πολλά ταξίματα.
Εμείς έχουμε την ευτυχία να έχουμε στην περιφέρειά μας την Αγία Παρασκευή, που σήμερα μπορεί να πει κανείς πως είναι το μεγαλύτερο προσκύνημα της Αμοργού. Στη Χάρη της, που γιορτάζεται στις 26 Ιουλίου, έρχονται προσκυνητές απ' όλη την Αμοργό κι ακόμη απ' τα γύρω νησιά. Γίνεται τότε μεγάλο πανηγύρι.

Αλλά γι' αυτό θα πούμε σε άλλο μας σημείωμα.

Στο σημερινό μας σημείωμα θα γράψουμε λίγα λόγια για την τοποθεσία που βρίσκεται η εκκλησία της Μεγαλόχαρης και για την Ιστορία της ευρέσεως της Αγίας εικόνος. Και να τι έχουμε να σας πούμε γι’ αυτά:

Η τοποθεσία "Παραδείσια» βρίσκεται στο Δυτικό μέρος του νησιού μας. Ανήκει στην περιοχή της Κοινότητός μας που λέγεται «Κολοφάνα». Είναι ένας μικρός όρμος. Εκεί αράζουν σήμερα τις βάρκες τους οι ψαράδες της Κάτω Μεριάς. Εκεί κοντά είναι και ο όρμος «Δημητριές». Ζητήσαμε πληροφορίες για την Ιστορία, για την ονομασία αυτού του μέρους. Και μας είπαν τα εξής:

Τα παλιά χρόνια βασίλευε στην περιφέρεια του γειτονικού χωριού «Κολοφάνα» ο βασιλιάς Κολοφώνας.

Ο βασιλιάς αυτός και η γυναίκα του η Δήμητρα ήταν ξακουστοί σ' όλα τα γύρω μέρη για την αγάπη που είχαν μεταξύ τους και για την καλοσύνη τους. Είχαν αρκετά αγαθά και προ πάντων είχαν την αγάπη των υπηκόων τους. Ζούσαν ήσυχοι κι ευτυχισμένοι. Δεν ήταν όμως τυχερό τους να χαρούν την ευτυχία τους αυτή.

Ξαφνικά εχθρικός στρατός αποβιβάζεται στα Δυτικά της περιοχής. Οι βαρδιάνοι ειδοποίησαν εγκαίρως και ο βασιλιάς έτρεξε με το στρατό του για ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό. Φονική μάχη έγινε εκεί κοντά στον όρμο! Ο βασιλιάς με τα παλικάρια πολεμούν σαν λιοντάρια Πολεμούν με την ορμή που πολεμά εκείνος που κινδυνεύει η Πατρίδα του! Οι εχθροί όμως είναι πολλοί Τα πολεμικά τους μέσα ισχυρότερα. Έτσι κυκλώθηκε ο βασιλιάς και αναγκάστηκε να παραδοθεί Η βασίλισσα Δήμητρα, ανήσυχη παρακολουθούσε τη μάχη. Και όταν είδε την νίκη των εχθρών και την αιχμαλωσία του βασιλιά, έπεσε από το βράχο που βρισκόταν, στη θάλασσα και πνίγηκε.

Έτσι ρήμαξε και καταστράφηκε το βασίλειο. Υπάρχουν όμως για να μας το θυμίζουν τρία ονόματα:

Το χωριό Κολοφάνα που πήρε το όνομά του από τον βασιλιά Κολοφώνα.

Ο όρμος Παραδείσα, που είναι παραφθορά της λέξης Παραδοθείσα (πόλη) και που ονομάστηκε έτσι από την παράδοση της πόλης, και

Ο όρμος Δημητριές, που πήρε το όνομά του από τον πνιγμό της Βασίλισσας Δήμητρας.

Το μέρος που σήμερα είναι χτισμένη η εκκλησία της Μεγαλόχαρης της Αγ. Παρασκευής ήταν πρώτα ένας βοσκότοπος. Κανένας δεν το γνώριζε πως τα παλιά χρόνια υπήρχε εκεί μικρό ερημοκλήσι, που βρισκόταν βουλιαγμένο και θαμμένο μέσα σε πελώρια σκίνα και φίδες (αγριοκυπάρισσα). Αιτία για ν' ανακαλυφθεί αυτό έγινε το εξής περιστατικό:

Στο μέρος αυτό έβοσκε συχνά ένας βοσκός. Για κάμποσες μέρες ο βοσκός αυτός παρατηρούσε πως μια από τις κατσίκες του εξαφανιζόταν το πρωί, έλειπε όλη μέρα και παρουσιαζόταν το βράδυ. Πολύ παράξενο του φάνηκε το πράγμα αυτό και πολύ προσπάθησε να το εξηγήσει! Μέρες όμως πέρασαν χωρίς να μπορεί ν' ανακαλύψει κάτι! Κάποια μέρα, παρακολουθώντας την κατσίκα, την είδε να χάνεται μέσα σ' ένα δάσωμα από σκίνους. Πήγε κι έψαξε εκεί.

Χάθηκε μέσα στους σκίνους ζητώντας την κατσίκα! Και ξαφνικά, βρίσκεται ανάμεσα στα ερείπια παλιάς εκκλησίας, επάνω στην Αγία Τράπεζα της οποίας ήταν πεσμένο το παράξενο ζώο. Γονάτισε ευλαβικά κάνοντας το σημείο του Σταυρού. Έδιωξε το ζώο κι άρχισε να ψάχνει μήπως τυχόν υπήρχε κάπου θαμμένη εικόνα. Οι έρευνές του δε βάσταξαν πολύ. Γρήγορα βρήκε την εικόνα της Μεγαλόχαρης.

Στο μέρος εκείνο οι ευλαβείς προπαππούδες μας έχτισαν μικρή εκκλησία, την οποία μεγάλωσαν κατόπιν οι παππούδες μας και σήμερα την καμαρώνουμε εμείς.

Αρκεσίνη Αμοργού 18-12-1966
Οι μαθητές του Δημοτ. Σχολείου Αρκεσίνης

[Από το βιβλίο «Ιστορίαι, θρύλοι, παραδόσεις της Αμοργού» πρώτη έκδοση 1962 και ανατύπωση 2006 από τον Πολιτιστικό και Εξωραϊστικό Σύλλογο «Αρχαία Αρκεσίνη» Κάτω Μεριά Αμοργού]


Ο όρμος Παραδείσια


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Πίρι Ρεΐς (Piri Reis) , ένας Τούρκος χαρτογραφεί την Αμοργό το 1513

Ο Πίρι Ρεΐς δεν θα ξεχώρισε από τους άλλους μουσουλμάνους θαλασσόλυκους (πολλοί απ’ αυτούς ελληνικής καταγωγής, όπως ο περίφημος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα) του μεσαιωνικού Αιγαίου, αν δεν είχε επιδοθεί στην χαρτογράφηση. Ο παγκόσμιος χάρτης που εκπόνησε το 1513 και στον οποίο θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται η άγνωστη στην εποχή του ήπειρος της Ανταρκτικής, αποτελεί σήμερα ένα μεγάλο μυστήριο και σημείο επιστημονικής (και... άλλης) διαμάχης.

Στο «Βιβλίο της Ναυσιπλοΐας» του καπετάν (ρεΐς) Πίρι, με χάρτες από την Μεσόγειο του 16ου αιώνα, περιλαμβάνονται και χάρτες της Αμοργού  (Γιαμοργκού στα τουρκικά) και των νησιών της. Όπως επισημαίνουν οι μελετητές, ο χάρτης της Αμοργού (και ορισμένων άλλων νησιών) παρουσιάζει πολλά πρωτότυπα στοιχεία, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι απλώς αντίγραφο άλλων βενετσιάνικων χαρτών. Η Νικουριά αναφέρεται ως καλό λιμάνι με την ονομασία «Πόρτο Μάρκο». Τα Κατάπολα αναφέρονται ως Κατάκωλα, που μάλλον ήταν το αρχικό τους όνομα μέχρι που εξωραΐστηκε. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι επισημαίνεται η ύπαρξη νερού κοντά στο μοναστήρι, δηλαδή η πηγή στο μοναστηριακό περιβόλι της Αγίας Άννας.

Στον χάρτη του Πίρι Ρεΐς τα ονόματα είναι στην αραβική γλώσσα, δεδομένου ότι η τουρκική γλώσσα απέκτησε γραπτή μορφή μόλις στον 20ό αιώνα, επί Κεμάλ. Αλλά ας δούμε μερικά στοιχεία για τον Πίρι Ρεΐς.

Τακτική του Οθωμανικού κράτους ήταν ο προσεταιρισμός των κουρσάρων και των πειρατών, που λυμαίνονταν την Μεσόγειο από τη δυτική μέχρι την ανατολική της άκρη. Οι επιλογές γίνονταν συνήθως μεταξύ των μουσουλμάνων, χωρίς αυτό να αποκλείει και χριστιανούς που φυσικά θα έπρεπε να αποποιηθούν το προηγούμενο θρησκευτικό τους δόγμα, όρο σχεδόν απαράβατο, για να μπουν στην υπηρεσία του σουλτάνου ως «Δούλοι της Πύλης», όπως αποκαλούνταν.

Ο Πίρι Ρεΐς γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1465-70 στην Καλλίπολη (Γκελίμπελου - Celibolu) από πατέρα με καταγωγή από την Καραμανία. Μεγάλωσε δηλαδή σε μια πόλη με έντονη ναυτική δραστηριότητα, με φυσικό αποτέλεσμα να στραφεί κι αυτός στην θάλασσα.

Ακολούθησε τον θείο του Κεμάλ Ρεΐς που ήταν ελεύθερος κουρσάρος στα μεσογειακά νερά. Εκείνη την εποχή δρούσαν με ορμητήριο την Τυνησία και την Αλγερία. Στόχος τους ήταν τα καράβια και οι ακτές της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου.

Το 1495 ο σουλτάνος κάλεσε στην υπηρεσία του τον Κεμάλ Ρεΐς. έμπειρο κουρσάρο. Μαζί με τον θείο του ο Πίρι Ρεΐς συμμετείχε σε διάφορες αποστολές στην Αίγυπτο, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο χτυπώντας τους Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου.

Μετά τον πόλεμο με την Βενετία (1499-1502) ο Πίρι Ρεΐς  εμφανίζεται να έχει το δικό του καράβι. Μετά τον θάνατο του θείου του, συνεργάστηκε με τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα στην Βόρεια Αφρική. Τα επόμενα χρόνια ο Πίρι Ρεΐς αποσύρθηκε στην Καλλίπολη και άρχισε την παραγωγή του χαρτογραφικού του έργου.

Το 1547 έγινε ναύαρχος του Οθωμανικού στόλου στη βάση του Σουέζ. Ανακατέλαβε το Άντεν από τους Πορτογάλους το 1549. Τότε έλαβε και τους τίτλους του Ναυάρχου της Ινδίας και του Ναυάρχου της Αιγύπτου.

Τελικά το 1551-2 έχασε μία σημαντική ναυμαχία από τους Πορτογάλους, έπεσε σε δυσμένεια και θανατώθηκε το 1553-4 στο Κάϊρο.

Το «Βιβλίο της Ναυσιπλοΐας» με ναυτικούς χάρτες από την Μεσόγειο είναι από τα καλύτερα έργα. Ο Πίρι Ρεΐς βασίστηκε σε παλαιότερους χάρτες αλλά είχε και δική του αντίληψη των χώρων. Για τον χάρτη της Αμοργού (και ορισμένων άλλων νησιών) ο Δημήτρης Λούπης σημειώνει ότι παρουσιάζει «πρωτότυπη χαρτογράφηση κυρίως με χαρακτηριστικά βελτίωσης, αλλά κάποιες φορές και σχηματοποίησης».

Η περιγραφή της Αμοργού από τον Πίρι Ρεΐς

Το νησί Αμοργός (Yamorgu) ανήκει στη Βενετία. Έχει περίμετρο 80 μίλια, καθώς και ψηλά βουνά. Υπάρχει ένας κόλπος στα βορειοανατολικά που βλέπει στα βορειοδυτικά. Το λένε Γιάλη (Yali). Τα νερά στη μύτη του ακρωτηρίου, που βρίσκεται ανατολικά της εισόδου του, είναι ρηχά. Πρέπει να αποφεύγονται

Βγαίνοντας από τον κόλπο και συνεχίζοντας στα δυτικά, υπάρχει το νησάκι Νικουριά (Niquruya). Τα νερά ανάμεσα σ’ αυτό και την Αμοργό είναι καλό λιμάνι. Είναι στενή όμως η είσοδος στα βορειανατολικά του νησιού. Μόνο γαλέρες μπορούν να περάσουν, ενώ οι μπάρτσες μπορούν να μπουν από την είσοδο που βρίσκεται στα δυτικά. Το λιμάνι λέγεται Πόρτο Μάρκο (Porto Marqo).

Λίγο νοτιοανατολικά του υπάρχει ο κόλπος Πόρτο Κατάκολα (Porto Qataqola). Είναι καλό λιμάνι με βάθος είκοσι οργιές στο έμπα του. Ρίχνουν άγκυρα και αράζουν.

Συνεχίζοντας δυτικά - νοτιοδυτικά υπάρχει ένα νησάκι. Ανάμεσα σ’ αυτό και την Αμοργό μπορούν να χωρέσουν μια δυο γαλέρες. Το αραξοβόλι αυτό λέγεται Καλοταρίτισσα (Πόρτο Καλατέριτζε  - Porto Qualaterice).

Νοτιοανατολικά του λιμανιού αυτού υπάρχει ένα χωριό με καλοστεκούμενο μοναστήρι. Χαρακτηριστικό του σημείου αυτού είναι το μικρό νησάκι. Τα πλοία παίρνουν νερό από δω και συνεχίζουν τον δρόμο τους. Δεν υπάρχει μέρος για να αράξουν οι ταξιδιώτες.

Τοπωνύμια κειμένου
Αμοργός - Yamorgu
Αιγιάλη (Γιάλη) — Yali
Νικουριά -  Νiquruya
Νικουριά λιμάνι — Porto Marqo
Κατάπολα — Qataqola
Καλοταρίτισσα — Qalaterice

Κέρος και Αντίκερος

Τα νησιά αυτά είναι σήμερα ακατοίκητα. Παλιά ήταν καλοστεκούμενα. Σε μερικά κατοικούσαν μοναχοί. Είναι από τα νησιά, όπου μπορούν να αράξουν τα τσεκτίρια. Αν τα πλοία που έρχονται εδώ, θέλουν να βρουν πόσιμο νερό, υπάρχει στο βόρειο τμήμα της Κέρου. Η Κέρος και η Αντίκερος έχουν ένα μικρό κόλπο που βλέπει  ανατολικά. Εκεί βρίσκεται και μια ερειπωμένη εκκλησία, εμπρός από την οποία υπάρχει μια πηγή. Τα πιο πολλά πλοία από δω προμηθεύονται νερό. Ας είναι τούτο γνωστό.

Δονούσα
Βορειοανατολικά της Νάξου υπάρχει το ακατοίκητο νησί Δονούσα (Τενούσε—Tenuse), που οι Τούρκοι ονομάζουν Χατζιλάρ. Κάποτε οι άπιστοι πειρατές έσφαξαν εδώ προσκυνητές των Ιερών Τόπων. Το λιμάνι του είναι ένας όρμος που βλέπει στα βορειοδυτικά. Δεν είναι καλό αραξοβόλι. Έχει βράχους. Όσοι χρειάζονται πόσιμο νερό, υπάρχει στο σημείο του νησιού που βλέπει νοτιοδυτικά.

Λέβιθα - Κίναρος
Το νησί Λέβιθα βρίσκεται τριάντα μίλια δυτικά της Κω. Σήμερα είναι ακατοίκητο. Ονομάζεται Κοτς Πάπας, γιατί σ’ αυτό το νησί υπάρχει  μια εκκλησία με τον τάφο κάποιου. Οι Τούρκοι τον ονομάζουν αυτόν Κοτς Πάπας, ενώ οι άπιστοι Σαν Τζωρτζ ντε Λέμπιτε.

Όσοι πάνε σε τούτη την εκκλησία, είτε Τούρκοι είτε άπιστοι αφήνουν από μια προσφορά. Άλλος μαχαίρι, άλλος βέλος, άλλος αλυσίδα, άλλος χρήματα, άλλος πετσέτες, τέτοιου είδους πράγματα αφήνουν αρκετά. Τα πράγματα αυτά συγκεντρώνονται μια φορά το χρόνο από τους μοναχούς της Πάτμου, που υπηρετούν τον Μπάτνος Μπαμπάς. Αυτή η συνήθεια υπάρχει από παλιά. Ο Μπάτνος Μπαμπάς και ο Κοτς Μπαμπάς ήταν δυο φίλοι που ζούσαν μαζί, διηγούνται οι άπιστοι.

Υπάρχει ένα φυσικό λιμάνι που βλέπει νότια. Αν θέλουν να μπουν από τα νότια, πρέπει να έχουν έτοιμα τα παλαμάρια στις βάρκες και να δεθούν στην ακτή προτού τους βλάψει ο άνεμος, γιατί το μέρος είναι στενό. Το πλοίο είναι αδύνατο να δέσει τα παλαμάρια, αφού ρίξει άγκυρα.

Το νησί που βρίσκεται δυτικά από τα Λέβιθα λέγεται Αρντιτσούκ (Κίναρος). Το αραξοβόλι του βρίσκεται στα νοτιοδυτικά κι έχει πόσιμο νερό. Το μέρος είναι ανοιχτό. Εκεί καταστράφηκε ένα πλοίο.

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Στέφανος Νομικός, ένας λαϊκός μουσικός από τα Θολάρια

Αύγουστος του 2004 στα Θολάρια

Τον παππού του τον λέγανε «Τσιμπουκά» γιατί συνήθιζε να καπνίζει με τσιμπούκι, αφού στην εποχή του το τσιγαρόχαρτο ήταν είδος πολυτελείας. Από τον παππού του κληρονόμησε το παρατσούκλι «Τσιμπουκάς» ο Στέφανος Νομικός, ίσως γιατί αποδείχτηκε άξιος εγγονός αφού συνεχίζει να καπνίζει σαν φουγάρο, παρά τα προβλήματα υγείας που του έχει δημιουργήσει ο καπνός

Το 1962 ο «Τσιμπουκάς» έφυγε από τα Θολάρια κι άνοιξε καφενείο στην Αθήνα, στην οδό Ηλιουπόλεως, που έγινε αμέσως στέκι των Αμοργιανών και των ταχυδρόμων του νησιού, ιδιαίτερα της Γιάλης.

Λαουτιέρης και τραγουδιστής, με το στιβαρό παραδοσιακό αμοργιανό ύφος, βραβεύτηκε σε πολλές εκδηλώσεις στην Αθήνα. Αν λέγαμε ότι υπήρξε «αμοργιανή μαγκιά», που από το νησί μεταφέρθηκε και στην Αθήνα, τότε ο Στέφανος είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπός της.

Ζωηρός, χιουμορίστας, στιχοπλόκος, μουσικός, πειραχτήρι των γυναικών αποτελεί μία πληθωρική αμοργιανή παρουσία τα καλοκαίρια στα Θολάρια, μπροστά στον «Χορευτή», το οικογενειακό μαγαζί των Νομικών. Οι Έλληνες και ξένοι τουρίστες τον φωτογραφίζουν κι έχουν γεμίσει με φωτογραφίες του το Διαδίκτυο.

Ο Μάρκος Γαβράς κι εγώ είμαστε θαυμαστές του γνήσιου αμοργιανού μουσικού ύφους του Τσιμπουκά κι ένα βράδυ του περασμένου Αυγούστου φύγαμε από την Χώρα για να πάμε να τον ακούσουμε και να μας μιλήσει για την αμοργιανή μουσική και τους παλιούς οργανοπαίχτες που γνώρισε. Πήραμε μαζί μας και τον μαθητεύομενο λαουτιέρη Μάνο Νικητίδη, για να κάνει το πιο καλό μάθημα που θα μπορούσε να βρει.

Αν και η βραδιά που πήγαμε δεν ήταν κατάλληλη, ο Στέφανος μας έκανε την χάρη να τραγουδήσει και να μας πει πολλά. Από τα πολλά που μας είπε δημοσιεύω ένα μικρό μέρος που αφορά την γνήσια αμοργιανή μουσική.

Αυτοδίδακτος

Για το πώς έπιασε και έμαθε τα λαούτο, διηγείται:

«Λαούτο έμαθα μόνος. Τους δρόμους τους έμαθα με το αυτί και με την καρδιά. Άρχισα από το 1951. Είμαι του ‘32. Ούτε να κορδίσω ήξερα. Είχα πάρει ένα λαούτο 500 δραχμές. Αυτό που έχω τώρα κάνει εκατομμύρια. Με βοήθησε να το φτιάξω ο Νικήτας ο Δενδρινός, από την Γιάλη που έμενε στα Κατάπολα. Μου βρήκε τα ξύλα και τα πήγα στον Κοπελιάδη (Καλαμίδα 10) και μου το έφτιαξε το λαούτο. Του έκανα μια επισκευή το 1998 που μου στοίχισε 385.000 δραχμές.»

Λύρα και τσαμπούνα στα Θολάρια

«Πρόλαβα εδώ στα Θολάρια να παίζουν λύρα. Έπαιζαν κρητικιά λύρα. Ήτανε ο Στεφανόπουλος ο Νικόλας. Και τσαμπούνα έχω προλάβει. Βέβαια.. Ήτανε ο Σμυρνής ο Γιώργης. Αυτόν θυμάμαι. Αν ήταν κι άλλος δεν ξέρω. Προπολεμικά έπαιζαν όλοι. Και ο γέρο Βαγγέλης έπαιζε το ντουμπί. Ντουμπί μεγάλο, μαζί με την τσαμπούνα και την λύρα. Και ωραία γκάϊντα έπαιζε ο Γιώργης. Θολαριανοί όλοι…

Στην Λαγκάδα έπαιζε λύρα ο Αντώνης ο Βλαβιανός. Έπαιζε πολύ ωραία. Κι αυτός κρητικά λύρα είχε. Στην Χώρα και τα Κατάπολα δεν θυμάμαι να έπαιζαν τέτοια όργανα. Και δεν είχανε και οργανοπαίχτες τότε. Επηγαίνανε από δω το Ταρανάκι και ο Ξιωβάγγελος και παίζανε στου Μαλασπίνου το μαγαζί στη Χώρα, τις Απόκριες. Ωραίος ο Μανόλης ο Μαλασπίνος.»

«Ανάλογα με τους χορευτές...»

«Ο κίτσος είναι καθαρός αμοργιανός χορός. Στην Γιάλη τον τραγουδούσανε πολύ λίγοι. Εγώ τον παίζω και τον τραγουδάω. «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν…» Ο χορός ο δικός μας είναι πηδηχτός. Λεβέντικος. Ο πιο λεβέντικος χορός που υπάρχει.

Μετά αρχίζουν τα άλλα, τα χαμηλά συρτά, όπως είναι ο συριανός, ο χειμαριώτικος, ο θερμιώτικος, ο σμυρνέικος.

Ο κίτσος είναι πηδηχτός χορός, καθαρόαιμος αμοργιανός, γρήγορος. Και είναι γρήγορος ανάλογα με τους χορευτές κι ανάλογα με τι θα τους παίξεις. Μπορείς να παίξεις και σιγά-σιγά. Να μη το πας άγρια. Γιατί έχει τρομερά πηδήματα, την ώρα που θα κάνει ο χορευτής τα τσαλίμια. Κι ο δεύτερος, που βαστάει το μαντήλι, πρέπει να είναι παλληκάρι, μην του φύγει ο πρώτος.

Χορεύουν δύο συνήθως. Και μετά, μόλις σταματήσει ο κίτσος, αρχίζει συριανό ή σμυρνέικο, κλπ. Ο κίτσος είναι χορός όλης της Αμοργού. Είχαμε λεβέντες που τον χόρευαν, τους προπαππούδες, τους παππούδες και τους πατεράδες μας.

Κι οι Λαγκαδιανοί ήταν καλοί. Ήταν ο Γιάννης ο Σκάρκας, ο Κωνσταντούρος, ο αδελφός του ο Μιχάλης ο Βλαβιανός, ο Γιάννης ο Νομικός.»

Το «νι και ντρε»

«Και το νι και ντρε είναι αμοργιανός χορός, γρήγορος και πηδηχτός. Αλλά σε πληροφορώ ότι τώρα οι Αμοργιανοί δεν ξέρουν να τον χορέψουν.

Μια φορά έπαιζε το Ταρανάκι το συχωρεμένο, με τον Γιώργη το Νομικό και με το Σπυράκι από την Κάτω Μεριά και τους τραγουδάει το Ταρανάκι «για δες τα πως χορεύουνε τα Κατωμεριτάκια, κλπ». Πήγε να γίνει παρεξήγηση… Το Σπυράκι ήτανε τρομερός ποιητής. Μόλις έβλεπε τον άνθρωπο, κατ’  ευθείαν του είχε έτοιμο το στιχάκι.»

Αλλά και ο ίδιος ο Τσιμπουκάς δεν πάει πίσω από στιχάκια. Μόνο που είναι λίγο... αθυρόστομα και δύσκολα δημοσιεύονται. Μπορεί όμως να δημοσιευθεί σε έναν δίσκο το απαράμιλλο παραδοσιακό μουσικό ύφος του Στέφανου..

Νίκος Νικητίδης
-----

Δημοσιεύθηκε το 2005 στην έντυπη μορφή του «Κάστρου της Αμοργού», η έκδοση του οποίου έχει ανασταλεί. Στο μεταξύ, ο Στέφανος καπνίζει πλέον στον άλλο κόσμο. Στον δικό μας τον έφαγε το τσιγάρο.


Στα Θολάρια το 2004 μαζί με τον Μάρκο Γαβρά