Αύγουστος του 2004 στα Θολάρια |
Τον παππού του τον λέγανε «Τσιμπουκά» γιατί συνήθιζε να καπνίζει με τσιμπούκι, αφού στην εποχή του το τσιγαρόχαρτο ήταν είδος πολυτελείας. Από τον παππού του κληρονόμησε το παρατσούκλι «Τσιμπουκάς» ο Στέφανος Νομικός, ίσως γιατί αποδείχτηκε άξιος εγγονός αφού συνεχίζει να καπνίζει σαν φουγάρο, παρά τα προβλήματα υγείας που του έχει δημιουργήσει ο καπνός
Το 1962 ο «Τσιμπουκάς» έφυγε από τα Θολάρια κι άνοιξε καφενείο στην Αθήνα, στην οδό Ηλιουπόλεως, που έγινε αμέσως στέκι των Αμοργιανών και των ταχυδρόμων του νησιού, ιδιαίτερα της Γιάλης.
Λαουτιέρης και τραγουδιστής, με το στιβαρό παραδοσιακό αμοργιανό ύφος, βραβεύτηκε σε πολλές εκδηλώσεις στην Αθήνα. Αν λέγαμε ότι υπήρξε «αμοργιανή μαγκιά», που από το νησί μεταφέρθηκε και στην Αθήνα, τότε ο Στέφανος είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπός της.
Ζωηρός, χιουμορίστας, στιχοπλόκος, μουσικός, πειραχτήρι των γυναικών αποτελεί μία πληθωρική αμοργιανή παρουσία τα καλοκαίρια στα Θολάρια, μπροστά στον «Χορευτή», το οικογενειακό μαγαζί των Νομικών. Οι Έλληνες και ξένοι τουρίστες τον φωτογραφίζουν κι έχουν γεμίσει με φωτογραφίες του το Διαδίκτυο.
Ο Μάρκος Γαβράς κι εγώ είμαστε θαυμαστές του γνήσιου αμοργιανού μουσικού ύφους του Τσιμπουκά κι ένα βράδυ του περασμένου Αυγούστου φύγαμε από την Χώρα για να πάμε να τον ακούσουμε και να μας μιλήσει για την αμοργιανή μουσική και τους παλιούς οργανοπαίχτες που γνώρισε. Πήραμε μαζί μας και τον μαθητεύομενο λαουτιέρη Μάνο Νικητίδη, για να κάνει το πιο καλό μάθημα που θα μπορούσε να βρει.
Αν και η βραδιά που πήγαμε δεν ήταν κατάλληλη, ο Στέφανος μας έκανε την χάρη να τραγουδήσει και να μας πει πολλά. Από τα πολλά που μας είπε δημοσιεύω ένα μικρό μέρος που αφορά την γνήσια αμοργιανή μουσική.
Αυτοδίδακτος
Για το πώς έπιασε και έμαθε τα λαούτο, διηγείται:
«Λαούτο έμαθα μόνος. Τους δρόμους τους έμαθα με το αυτί και με την καρδιά. Άρχισα από το 1951. Είμαι του ‘32. Ούτε να κορδίσω ήξερα. Είχα πάρει ένα λαούτο 500 δραχμές. Αυτό που έχω τώρα κάνει εκατομμύρια. Με βοήθησε να το φτιάξω ο Νικήτας ο Δενδρινός, από την Γιάλη που έμενε στα Κατάπολα. Μου βρήκε τα ξύλα και τα πήγα στον Κοπελιάδη (Καλαμίδα 10) και μου το έφτιαξε το λαούτο. Του έκανα μια επισκευή το 1998 που μου στοίχισε 385.000 δραχμές.»
Λύρα και τσαμπούνα στα Θολάρια
«Πρόλαβα εδώ στα Θολάρια να παίζουν λύρα. Έπαιζαν κρητικιά λύρα. Ήτανε ο Στεφανόπουλος ο Νικόλας. Και τσαμπούνα έχω προλάβει. Βέβαια.. Ήτανε ο Σμυρνής ο Γιώργης. Αυτόν θυμάμαι. Αν ήταν κι άλλος δεν ξέρω. Προπολεμικά έπαιζαν όλοι. Και ο γέρο Βαγγέλης έπαιζε το ντουμπί. Ντουμπί μεγάλο, μαζί με την τσαμπούνα και την λύρα. Και ωραία γκάϊντα έπαιζε ο Γιώργης. Θολαριανοί όλοι…
Στην Λαγκάδα έπαιζε λύρα ο Αντώνης ο Βλαβιανός. Έπαιζε πολύ ωραία. Κι αυτός κρητικά λύρα είχε. Στην Χώρα και τα Κατάπολα δεν θυμάμαι να έπαιζαν τέτοια όργανα. Και δεν είχανε και οργανοπαίχτες τότε. Επηγαίνανε από δω το Ταρανάκι και ο Ξιωβάγγελος και παίζανε στου Μαλασπίνου το μαγαζί στη Χώρα, τις Απόκριες. Ωραίος ο Μανόλης ο Μαλασπίνος.»
«Ανάλογα με τους χορευτές...»
«Ο κίτσος είναι καθαρός αμοργιανός χορός. Στην Γιάλη τον τραγουδούσανε πολύ λίγοι. Εγώ τον παίζω και τον τραγουδάω. «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν…» Ο χορός ο δικός μας είναι πηδηχτός. Λεβέντικος. Ο πιο λεβέντικος χορός που υπάρχει.
Μετά αρχίζουν τα άλλα, τα χαμηλά συρτά, όπως είναι ο συριανός, ο χειμαριώτικος, ο θερμιώτικος, ο σμυρνέικος.
Ο κίτσος είναι πηδηχτός χορός, καθαρόαιμος αμοργιανός, γρήγορος. Και είναι γρήγορος ανάλογα με τους χορευτές κι ανάλογα με τι θα τους παίξεις. Μπορείς να παίξεις και σιγά-σιγά. Να μη το πας άγρια. Γιατί έχει τρομερά πηδήματα, την ώρα που θα κάνει ο χορευτής τα τσαλίμια. Κι ο δεύτερος, που βαστάει το μαντήλι, πρέπει να είναι παλληκάρι, μην του φύγει ο πρώτος.
Χορεύουν δύο συνήθως. Και μετά, μόλις σταματήσει ο κίτσος, αρχίζει συριανό ή σμυρνέικο, κλπ. Ο κίτσος είναι χορός όλης της Αμοργού. Είχαμε λεβέντες που τον χόρευαν, τους προπαππούδες, τους παππούδες και τους πατεράδες μας.
Κι οι Λαγκαδιανοί ήταν καλοί. Ήταν ο Γιάννης ο Σκάρκας, ο Κωνσταντούρος, ο αδελφός του ο Μιχάλης ο Βλαβιανός, ο Γιάννης ο Νομικός.»
Το «νι και ντρε»
«Και το νι και ντρε είναι αμοργιανός χορός, γρήγορος και πηδηχτός. Αλλά σε πληροφορώ ότι τώρα οι Αμοργιανοί δεν ξέρουν να τον χορέψουν.
Μια φορά έπαιζε το Ταρανάκι το συχωρεμένο, με τον Γιώργη το Νομικό και με το Σπυράκι από την Κάτω Μεριά και τους τραγουδάει το Ταρανάκι «για δες τα πως χορεύουνε τα Κατωμεριτάκια, κλπ». Πήγε να γίνει παρεξήγηση… Το Σπυράκι ήτανε τρομερός ποιητής. Μόλις έβλεπε τον άνθρωπο, κατ’ ευθείαν του είχε έτοιμο το στιχάκι.»
Αλλά και ο ίδιος ο Τσιμπουκάς δεν πάει πίσω από στιχάκια. Μόνο που είναι λίγο... αθυρόστομα και δύσκολα δημοσιεύονται. Μπορεί όμως να δημοσιευθεί σε έναν δίσκο το απαράμιλλο παραδοσιακό μουσικό ύφος του Στέφανου..
Νίκος Νικητίδης
-----
Δημοσιεύθηκε το 2005 στην έντυπη μορφή του «Κάστρου της Αμοργού», η έκδοση του οποίου έχει ανασταλεί. Στο μεταξύ, ο Στέφανος καπνίζει πλέον στον άλλο κόσμο. Στον δικό μας τον έφαγε το τσιγάρο.
Στα Θολάρια το 2004 μαζί με τον Μάρκο Γαβρά |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου