Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Το Κάστρο της Αμοργού»
ψηφιακό τεύχος αριθμ. 59, Μάρτιος 2021
Ο Πίρι Ρεΐς δεν θα ξεχώρισε από τους άλλους μουσουλμάνους θαλασσόλυκους (πολλοί απ’ αυτούς ελληνικής καταγωγής, όπως ο περίφημος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα) του μεσαιωνικού Αιγαίου, αν δεν είχε επιδοθεί στην χαρτογράφηση. Ο παγκόσμιος χάρτης που εκπόνησε το 1513 και στον οποίο θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται η άγνωστη στην εποχή του ήπειρος της Ανταρκτικής, αποτελεί σήμερα ένα μεγάλο μυστήριο και σημείο επιστημονικής (και... άλλης) διαμάχης.
Στο «Βιβλίο της Ναυσιπλοΐας» του καπετάν (ρεΐς) Πίρι, με χάρτες από την Μεσόγειο του 16ου αιώνα, περιλαμβάνονται και χάρτες της Αμοργού (Γιαμοργκού στα τουρκικά) και των νησιών της.
Για την Δονούσα γράφει (1):
«Βορειοανατολικά της Νάξου υπάρχει το ακατοίκητο νησί Δονούσα (Τενούσε-Tenuse), που οι Τούρκοι ονομάζουν Χατζιλάρ. Κάποτε οι άπιστοι πειρατές έσφαξαν εδώ προσκυνητές των Ιερών Τόπων. Το λιμάνι του είναι ένας όρμος που βλέπει στα βορειοδυτικά. Δεν είναι καλό αραξοβόλι. Έχει βράχους. Όσοι χρειάζονται πόσιμο νερό, υπάρχει στο σημείο του νησιού που βλέπει νοτιοδυτικά».
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Πίρι Ρεΐς αναφέρει την πηγή με τρεχούμενο νερό κοντά στον οικισμό Μερσίνη. Η Δονούσα ήταν λοιπόν γνωστή στους ναυτικούς, και μάλιστα με το αρχαίο και σημερινό όνομά της, αλλά την θεωρούσαν ακατοίκητη επειδή δεν έβλεπαν κάποιον οικισμό. Αλλά ήταν πράγματι ακατοίκητη;
Ο ηγούμενος Μακάριος
Στις 19 Αυγούστου 1632 ο Μακάριος, ηγούμενος της Μονής Χοζοβιώτισσας, συντάσσει την διαθήκη του. Και, ανάμεσα στ' άλλα, γράφει :
«Αφιερώνω το μετόχιν, εις το μοναστήρι τον Χρυσόστομον καθώς ευρίσκεται με το μετόχι ακόμη του Χρυσοστόμου γρόσα εκατό τριάτα και τα φοράδια που έχομε με τον παπά κυρ Ιωάννη το Σκαρλάτο και αυτά έδωκά του με το μουλάρι. Ακόμη και τα ζώα όπου έχω εις τη Τονούσα και εις την Αμοργό και αυτά του Χρυσοστόμου». [2]
Ανάμεσα, λοιπόν, στα περιουσιακά του στοιχεία, που αφιερώνει στην Χοζοβιώτισσα. ο Μακάριος, είναι και τα ζώα που έχει στην Δονούσα. Τα ζώα ήταν κατσίκια, γιατί στην Δονούσα ουδέποτε είχαν πρόβατα. Και κατσίκια χωρίς βοσκούς που θα τα φρόντιζαν, θα τα τυροκομούσαν κλπ δεν νοούνται. Επομένως, η Δονούσα τον 17ο αιώνα μπορεί να μην είχε οικισμό αλλά είχε κατοίκους. Βοσκούς…
Ο Τουρνεφόρ
Εβδομήντα χρόνια μετά την διαθήκη του Μακάριου, το φθινόπωρο του 1700, επισκέπτεται την Δονούσα ο Γάλλος φυσιοδίφης Πιτόν ντε Τουρνεφόρ. Και συναντά τους βοσκούς. Γράφει {3}:
«Αφήσαμε τη Νάξο στις 15 Σεπτεμβρίου, με πρόθεση να πάμε στην Πάτμο για να δούμε το σπήλαιο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη. Αλλά ο νοτιοδυτικός άνεμος μας ανάγκασε να προσορμισθούμε στην Δονούσα, ένα μικρό νησί , που έχει περίμετρο μόνον 10-12 μίλια….
»… Στην Δονούσα υπάρχει μόνο μία στάνη, καταφύγιο 5-6 φτωχών γιδοβοσκών. Από τον φόβο μήπως τους πιάσουν κουρσάροι ή ληστές, αναγκάζονται να κρυφθούν στους βράχους μόλις πλησιάσει κάποιο πλεούμενο. Κάθε τρεις μήνες στέλνουν στους βοσκούς παξιμάδια. Μόλις και μετά βίας βρίσκουν νερό στο νησί. Ωστόσο, ευδοκιμούν εδώ ωραία φυτά και το νησί είναι καλυμμένο από σχίνα, πουρνάρια και λαδανιές. Ανήκει στην κοινότητα της Αμοργού.
» Καθώς η κακοκαιρία μας κράτησε στη Δονούσα περισσότερο από ό,τι αναμέναμε και τα εφόδιά μας είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, αναγκασθήκαμε να κάνουμε σούπα με σαλιγκάρια της θάλασσας κι είχαμε αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας για να τα μελετήσουμε... Αυτό ήταν το μόνο ορεκτικό έδεσμα που μας παρέσχε το νησί, γιατί δεν είχαμε ούτε δίχτυα ούτε αγκίστρια για να ψαρέψουμε. Οι βοσκοί, εξ άλλου, μας πέρασαν για ληστές και δεν τόλμησαν να κατέβουν από τους βράχους τους, μολονότι οι ναύτες μας, οι οποίοι δεν ήξεραν που να βρουν πόσιμο νερό, είχαν υψώσει όλα τα άσπρα κουρέλια που υπήρχαν στο πλοίο για να τους πείσουν ότι είχαμε ειρηνικές διαθέσεις.»
Η Δονούσα όχι μόνο έχει πόσιμο νερό αλλά έχει μια σημαντική πηγή, που την ήξερε και την μνημονεύει όπως είδαμε πιο πάνω ο Πίρι Ρεΐς. Και οι 5-6 βοσκοί, μπορεί να ήταν περισσότεροι στο εσωτερικό, έμεναν σε σπίτια, είχαν μαντριά και ίσως να είχαν και τις οικογένειές τους. Συνεπώς και από την αφήγηση του Τρουνεφόρ διαπιστώνουμε ότι η Δονούσα είχε κατοίκους.
Αυτοί οι κάτοικοι, όπως γνωρίζουμε από τα νεότερα χρόνια, προέρχονταν από την Αιγιάλη από όπου και έπαιρναν προμήθειες, όπως τα παξιμάδια που αναφέρει ο Τουρνεφόρ, ο οποίος και συνεχίζει:
» Η Δονούσα θα άξιζε να μνημονευθεί για μερικά σπάνια φυτά και ιδίως για ένα είδος αγριαψιθιάς που δεν είχαμε δει πουθενά αλλού στη διαδρομή μας. Αυτό το φυτό είναι τόσο πολύ σπάνιο, ώστε δεν μπορώ να μην παραθέσω εδώ το σχέδιο και την περιγραφή του.
Ptarmica incana, pinnulis cristatis (Πταρμική η πολιά, μετά λοφιοφόρων πτερυγίων) κλπ..».
Η επιστημονική περιπέτεια αυτού του σπάνιου φυτού της Δονούσας, εξιστορείται σε επόμενες σελίδες. Οι άνεμοι που κατεβαίνουν από την Δονούσα καταλήγουν στην Αμοργό και ο Τουρνεφόρ καταλήγει:
«Ο βόρειος άνεμος μας έκανε να εγκαταλείψουμε για δεύτερη φορά το σχέδιό μας να πάμε στην Πάτμο. Για ποιον λόγο να αντιμαχόμαστε τον Αίολο; Από την Δονούσα μάς έριξε προς την Αμοργό, νησί που αξίζει να το προσέξει ο ταξιδιώτης. Αλλά, καθώς είχε φουσκοθαλασσιά, προσορμισθήκαμε στη Νικουριά, έναν απόκρημνο βράχο σε απόσταση ενός μιλίου από την Αμοργό».
Βασιλαράδες
Εκεί, απέναντι από την Νικουριά, στην Αιγιάλη, 180 χρόνια μετά το ταξίδι του Τουρνεφόρ, ανιχνεύουμε τα επώνυμα των κατοίκων της Δονούσας στον εκλογικό κατάλογο του 1887 της Αιγιάλης, στην οποία ανήκε διοικητικά τότε η Δονούσα. (4( Είναι οι:
Νικήτας Γρίσπος του Ζαννή, 58 ετών από τα Θολάρια, γεωργοποιμήν.
Βασίλειος Πράσινος του Δημητρίου, 65 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.
Δημήτριος Πράσινος του Βασιλείου, 37 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.
Μιχαήλ Πράσινος του Βασιλείου, 35 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.
Γεώργιος Πράσινος του Βασιλείου, 23 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.
Η οικογένεια του Βασίλη Πράσινου πρέπει να ήταν γνωστή στην Αμοργό ως Βασιλαράδες. Ας δούμε τι διηγείται γι’ αυτούς και για την ζωή περίπου εκείνη την εποχή στην Δονούσα ο Νικόλας Βλαβιανός από τον Στρούμπο της Αιγιάλης (5).
«Οχτώ χρονώ ο συχωρεμένος ο πατέρας μου μ’ έστειλεν κοπέλι στη Ντονούσα, στους Βασιλαράδες. Είχεν μια αδερφήν ο πατέρας μου παντρεμένη στη Ντονούσα με το Δημήτρη τω Βασιλαράδω. Εκειά λοιπόν στον μπάρβα μου μ’ έστειλεν ο πατέρας μου να περετώ, κοπέλι, αιχμάλωτο. Οι Βασιλαράδες είχανε κι άλλον ένα κοπέλι κι ηκάναμε παρέα μάζί. Αυτός ήτονε Ντονουσιώτης, σόι τω Βασιλαράδων κι αυτός από το Σταυρό, μιάμιση ώρα δρόμο με τα πόδια από την Καλοταρίτισσα οπού ‘μεστεν εμείς.
Εκειά κοπέλι εγώ ήκαμα πέντε χρόνια, Τους υπηρέτου, ήβοσκα τις κατσίκες, ηπάαινα για νεό, ήκανα όλες τις δουλειές. Τα παπούτσα που ηφόρου άμα γυα από δω ύστερι δε μου κάνασι κι ηπορπάτου μέρα γη νύχτα ξεπόλυτος μές στους αγκάτθους. Αυτά δα τα παπούτσα μου τα ‘φερα μπρος επίσω στα πέντε χρόνια που ήκατσα εκειά. Τίποτι, ούτε ρούχα ούτε παπούτσα μου κάμανε πέντε χρόνια που τους ηπερέτου. Τα ρούχα μου είχανε-ν-μπιο λιώσει, κουρέλια, μονοφόρια πέντε χρόνια. Απάνω σ’ έναν μπάρι, σράβαλο, μου ΄χανε στρώσει μιαν αριχού κι εκειά απάνου ήπεφτα. Τ’ αμάνημα που θελε να σηκωθώ, ήθελε να μου βάλλουσι τίποτι να φάω σούβλη που ηκάνα μες στο τη(γ)άνι και μου βάλλα και κανένα-ν- γκομάτιν απαλό ψωμί γη παξιμάδι και καμμιά φορά α μου βάλλα-ν γκαι κανένα κομματάκι, ένα θρουλί-ν ντυράκι μέσαγη καμμιάν ελιά. Ελιές δεν υπήρχαν εκειά απάνω. Αυτηδά την αποκινίδα που μου βάλλανε ώσπου να πάω με τις κατσίκες που τις ηβάρου, καμιά σαρανταριά πενηνταριά κεφάλια ήτονε με τα πρόβατα μαζί, ώσπου να βγω απάνω στο πλευρό που τις ήβοσκα το ‘χα φάει κι όλη μέρα ηπείνου. Ήτρωα γαλατσίδες, καστανιές, ό,τι έβρισκα και άβραστο γάλα γιατί όλη μέρα ηπείνου.
» Εκατό δραχμές το χρόνο ήπαιρνεν ο πατέρας μου και καένα τσουβάλι-ν– γρομμύδια. Εγώ δεν ήπηρα ούτε φράγκο. Αυτοί τα λεφτά τα στείλα-ν– του πατέρα μου. Πέντε χρόνια εκεί απάνω εν είχα δει μπιο-ν-γκαένα δικό μου. Στα πέντε χρόνια το σκέφτην ο πατέρας μου κι ηπήρεν το γιο του Αντριαδάκη με τη βάρκα-ν– του κι ήρτεν στη Ντονούσα. Την ημέραν εκείνην εγώ είχα πάει με βάρκα με το γιο αυτουτνού του αφεντικού μου να ποτίσω τις κατσίκες στο Σκαλονήσι έναν ερημόνησο της Ντονούσας. Μος ηδέναμε-ν– τη βάρκα είδα το-ν– μπατέρα μου στην άμμο. Εν τον ηζύγωνα. Είχαν μπιον αγριέψει. Ο πατέρας μου με κυνήα από πίσω και μος με πρόλαβε μου λέει: «Θα φύομε με τη βάρκα για τη Γιάλη. Θα πάμε στο σπίτι. Εν κάνει να ‘σαι μπιο-ν-κοπέλι». Εγώ εν ήθελα να φύω. Είχα μάθει μπιον την γκακουχία εκεί απάνω κι είχα αγριέψει. Με τα πολλά μ’ έβαλεν ο πατέρας μου στη βάρκα κι ηφύαμε. Άμα ήρταμε στο Στρούμπο, ετούτη η αδερφή μου το Καλλιώ ήτονε μωρό άμα φυα και δε με ξερε-ν-καθόλου. Με εφοβούντο και δε με ζύγωνε, ήκλαιε μος της ημίλου».
Ο Σκοπελίτης
Τρία χρόνια μετά τις εκλογές του 1887, φθάνουν στην Δονούσα δυο ψαράδες - σφουγγαράδες από την Σύμη. Ο ένα λέγεται Τσαβαρής κι ο δεύτερος Σκοπελίτης.
Ο αείμνηστος καπετάν Μήτσος Σκοπελίτης, ο δημιουργός του θρυλικού Εξπρές Σκοπελίτης που ενώνει τα νησιά μας, μου είχε διηγηθεί:
«Ο προπάππος μου ήταν από τη Σκόπελο. Καρατζάς λεγόταν. Έφυγε, γιατί είχε ανακατευτεί με λαθραία και τον κυνηγούσαν, και πήγε στα Δωδεκάνησα, στην Σύμη. Εγκαταστάθηκε εκεί, παντρεύτηκε και έκανε τον παππού μου. Και λέγανε τότες οι Συμιακοί, ποιος είναι αυτός; Από τη Σκόπελο είναι, ο Σκοπελίτης, κι έτσι μας έμεινε το επίθετο. Ο παππούς μου ήταν σφουγγαράς και είχε μια βάρκα με έναν άλλον. Έφυγαν από τη Σύμη με τα κουπιά και έφτασαν εδώ στα νησιά, στη Δονούσα... Εκεί αγάπησαν τις γυναίκες τους και τις παντρεύτηκαν, και μείνανε μόνιμοι στην περιοχή. Με τη βάρκα αυτή με τα σφουγγάρια, ο παππούς μου αγόρασε τη μισή Δονούσα, έκαμε 13 παιδιά και τα προίκισε».
Ο πρώτος Σκοπελίτης και ο πρώτος Τσαβαρής δεν περιλαμβάνονται στον εκλογικό κατάλογο της Αιγιάλης του 1928, μάλλον γιατί δεν είχαν αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα, καθώς το 1890 προέρχονταν από οθωμανική επικράτεια όπως ήταν τα Δωδεκάνησα.
Στον εκλογικό κατάλογο του 1928 περιλαμβάνονται οι (6):
Κωβαίος Νικήτας του Νικολάου, 59 ετών, γεωργός.
Μαρκουλής Βασίλειος του Δημητρίου, 47 ετών, γεωργός.
Μαρκουλής Γεώργιος του Δημητρίου, 43 ετών, γεωργός.
Μαρκουλής Δημήτριος του Μιχαήλ, 79 ετών, μυλωνάς.
Μαρκουλής Μιχαήλ του Δημητρίου, 49 ετών, καφεπώλης.
Μαρκουλής Σπηλιώτης του Ιωάννη, 62 ετών, γεωργός.
Πράσινος Δημήτριος του Βασιλείου, 78 ετών γεωργός.
Πράσινος Μιχαήλ του Βασιλείου, 76 ετών, ποιμήν.
Πράσινος Νικόλαος του Γεωργίου, 31 ετών, γεωργός.
Πράσινος Δημήτριος του Δαμιανού, 42 ετών, γεωργός.
Πράσινος Βασίλειος του Δημητρίου, 48 ετών, γεωργός.
Πλατής Μαρίνος του Ιωάννη, 42 ετών, γεωργός.
Πλατής Γεώργιος του Π., 42 ετών, γεωργός.
Ρούσος Γεώργιος του Κώνστα, 54 ετών, γεωργός.
Ρούσος Νικήτας του Κώνστα, 52 ετών, γεωργός.
Ρούσος Μάρκος του Κώνστα, 51 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Νικήτας του Αντωνίου, 82 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Σταύρος του Αντωνίου, 54 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Μάρκος του Αντωνίου, 50 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Μιχαήλ του Αντωνίου, 23 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Νικόλαος του Αντωνίου, 24 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Αντώνιος του Σταύρου, 32 ετών, εργάτης.
Σιγάλας Μαρίνος του Μάρκου, 47 ετών, γεωργός.
Το 1947
Εννοείται ότι οι προαναφερόμενοι δεν αντιπροσωπεύουν τον αριθμό των οικογενειών και των κατοίκων της Δονούσας το 1928 και απλώς είναι οι γραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο.
Δεκαεννιά χρόνια αργότερα στον εκλογικό κατάλογο του 1947 έχουν προστεθεί και οι εξής (7):
Πράσινος Γεώργιος του Νικολάου, 49 ετών, γεωργός
Πράσινος Ιωάννης του Δαμιανού, 52 ετών, γεωργός
Πράσινος Κωνσταντίνος του Αντωνίου, 36 ετών, αρτοποιός.
Ρούσος Ευάγγελος του Νικήτα, 36 ετών, γεωργός
Σιγάλας Μιχαήλ του Γεωργίου, 66 ετών, ναυτικός.
Σκοπελίτης Ιωάννης του Δημητρίου, 50 ετών, ναυτικός.
Σκοπελίτης Νικήτας του Δημητρίου, 52 ετών, ναυτικός.
Τσαβαρής Νικήτας του Παντελή, 48 ετών, ναυτικός.
Τσαβαρής Κωνσταντίνος του Παντελή, 3 ετών, ναυτικός.
«Έτσι ζουν στη Δονούσα»
Έξη χρόνια μετά το 1947, ο εμβληματικός χρονογράφος της ελληνικής δημοσιογραφίας Παύλος Παλαιολόγος δημοσιεύει το Σάββατο 14 Μαρτίου 1953 στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένα χρονογράφημα με τίτλο «Έτσι ζουν στην Δονούσα» και τα γράφει τα ακόλουθα (8):
«Ανατολικά της Νάξου και πέρα από τας νήσους των Μακάρων, η Δονούσα - δηλώνει επίσημα και υπεύθυνα η κοινωνική λειτουργός - «παρουσιάζει την τελευταία βαθμίδα ομαδικής ενδείας». Θα συλλάβετε πιο εύκολα την εικόνα της, αν έτυχε να δείτε τις προάλλες στον κινηματογράφο την περίφημη εκείνη γαλλική ταινία «Ο Θεός χρειάζεται ανθρώπους». ίδια εξαθλίωση και στη Δονούσα. Σας κτυπά στα μάτια από τη στιγμή που θα περάσετε τον όρμο του Σταυρού. Δυο-τρία χτίσματα στην παραλία. Και οι άλλοι; Αναρωτιέστε που στεγάζονται οι άλλοι κάτοικοι του νησιού. Όσο προχωρείτε όμως ξεχωρίζετε και τ' άλλα σπίτια. Από χώμα με το χρώμα του χώματος, μέσα στο χώμα η μια πλευρά τους. Αν ρωτάτε και το εσωτερικό των σπιτιών αυτών, «η εσωτερική κατάστασις αντιπροσωπεύει την πτωχοτάτην στάθμην της ανθρωπίνης κατοικίας προ του σταδίου της τρώγλης». Λίγες σανίδες σχηματίζουν το διπλό κρεβάτι της οικογενείας. Τίποτε άλλο. Ούτε ο ξύλινος νησιώτικος καναπές, ούτε το μπαούλο, ούτε τραπέζι.
Έχει και το μπακάλικό της η Δονούσα. Λίγα κουτιά σπίρτα, φυτίλια για καντήλες, κονσέρβες, πολτός ντομάτες και βούρτσες για το δάπεδο αποτελούν τον εφοδιασμό του παντοπωλείου. Απορεί και παγώνει η κοινωνική λειτουργός, που θάπρεπε να έχει εξοικειωθεί στη θέα της ελληνικής πενίας. «Διά πρώτη φοράν εις την περιοδείαν μου αντιμετώπισα τοιαύτην γενικότητα ενδείας». Δεν λείπουν οι πλούσιοι από το νησί: όσοι είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται τα είδη του δελτίου, τότε που υπήρχε δελτίο. Τους έδειχναν με το δάχτυλο και έψαχναν να βρουν το πόθεν έσχες. Που να ξέρετε όμως ότι σε μια διανομή συνέβη το θαύμα, η μισή Δονούσα να πάρει τα είδη που διανέμονταν. Σταθμός στην ιστορία του νησιού. Τον αναφέρουν όπως τα μεγάλα γεγονότα του 21, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Ελληνοΐταλικό. Ακούς και σου λένε: «Τότε που αγοράσαμε οι μισοί το δελτίο...» » Δεν πρόκειται για εντυπώσεις δημοσιογραφικές. Πρόκειται για έκθεση δημοσίου υπαλλήλους στην προϊσταμένη της αρχή.
Το οινόπνευμα
» Πέρα από το μπακάλικο, το μηδέν. Τίποτα. Λίγο οινόπνευμα ζήτησε η κοινωνική λειτουργός, για να απολυμαίνει μ' αυτό το κουτάλι με το οποίο εξέταζε τις αμυγδαλές των παιδιών. Οινόπνευμα... Απαιτητικοί που είναι οι άνθρωποι της πολιτείας... Χρειάσθηκε να πάνε στη γειτονική κοινότητα για να φέρουν λίγα δράμια από το πολύτιμο υγρό. Τότε η κοινωνική λειτουργός με τις στοιχειώδεις ιατρικές γνώσεις της εξέτασε τα παιδιά, και βρήκε ότι στα σαρανταπέντε τα πέντε μόνο ήταν χωρίς γάγγλια.
» Και ρωτάτε για αποχωρητήριο... Αν τους στήσετε κανένα στην παραλία, θα τρέξουν όλοι οι κάτοικοι να περιεργασθούν το περίεργο κατασκεύασμα και να θαυμάσουν τις προόδους του πολιτισμού, «Δεν υπάρχει ούτε εν εις ολόκληρον την νήσον, διά να πλουτίσει τουλάχιστον τας εγκυκλοπαιδικάς γνώσεις των κατοίκων». Η παιδεία δεν πρέπει νάχει παράπονα, Υπάρχει σχολείο. Ένα σπιτάκι μ' ένα δωμάτιο. Το δε δωμάτιο έχει περιέργως και παράθυρο. Μόνο που το παράθυρο δεν έχει τζάμι. Είναι δε η στέγη που όταν βρέχει στάζει τη σοφία στα κεφαλάκια των μαθητών.
» Αν θέλετε να ξέρετε και για τη συγκοινωνία δεν ανακαλύφθηκε ακόμα στη Δονούσα ο ατμός. Βάρκες, ιστιοφόρα και κανένα βενζινάκι τής πηγαίνει μηνύματα από τον άλλο κόσμο. Όταν τα πηγαίνει. Είναι τόσο συχνά τα ναυάγια... Έχει τάχα και καμιά άλλη ατραξιόν η Δονούσα; Άνεμοι και ρεύματα, εξαιρετικά ισχυρά στο σημείο εκείνο, παρασύρουν κάθε τόσο πλεούμενα που κάνουν να πλησιάσουν τη Δονούσα. Το ατμόπλοιο τόχουν ακουστά. Ίσως να βλέπουν τον καπνό του, όταν καμιά φορά περνά από ανοιχτά. «Πόσον ανακουφιστικόν θα ήτο δι' αυτούς τους ανθρώπους, εάν κατετάσσοντο εις την ιδίαν μοίραν μετά των άλλων ανθρωπίνων όντων και τους εχορηγείτο το δικαίωμα του ατμοπλοίου της αγόνου γραμμής εις ένα ακόμη σταθμόν, τον της νήσου των, άπαξ της εβδομάδος».
» Όσο για την υγεία των κατοίκων, πηγαίνει ευτυχώς περίφημα, αφού δεν υπάρχει γιατρός, για να διαπιστώσει την ασθένεια. Γιατρό δεν είδαν από το 1940. Όταν παρασφίγγουν τα πράγματα και αν το επιτρέπει ο καιρός, οι άρρωστοι μεταφέρονται με βάρκα στην Μουτσούνα της Νάξου, από ΄κει με ζώα στην Απείρανθο και από κει με τέσσερις στην αιωνιότητα. Ευρεία διάδοση της φυματιώσεως. Ευτυχώς οι φυματικοί και οι άλλοι δεν υποπτεύονται το κακό. Η αρρώστια ανακαλύπτεται «μετά τον θάνατον του ασθενούς, κυρίως όταν ούτος μεταφέρεται εις Αθήνας, όπου γίνεται η διάγνωσις».
» Έτσι, άνδρες Αθηναίοι, ζουν κι έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι στη Δονούσα, Αλλά με συγχωρείτε. Σας πήρα σαββατιάτικα την ώρα. Και είναι πολύτιμες οι ώρες του γουίκ εντ».
Υπάρχει μια δόση δημοσιογραφικής υπερβολής στο χρονογράφημα του Παλαιολόγου, που βασίζεται στην έκθεση μιας κοινωνικής λειτουργού εκείνης της εποχής. Σε γενικές γραμμές πάντως αποδίδει την πραγματικότητα των συνθηκών ζωής στην δεκαετία του 1950, όπως την ξέρουμε και από τα χωριά της Αμοργού αλλά και από την ίδια την Αθήνα, όπως στοιβάζονταν 10 οικογένειες σε δωμάτια γύρω από μια αυλή με μία κοινή βρύση κι ένα κοινό αποχωρητήριο.
Ο Κολοντνί
Μια πολύ καλή εικόνα για την ζωή στην Δονούσα τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (1950-1970) μας δίνει ο Γάλλος γεωγράφος Εμίλ Κολοντνί. (9)
Ο Κολοντνί, πριν γίνει διευθυντής του περίφημου Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας, ήταν καθηγητής Γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο του Αιξ αν Προβάνς της Μασσαλίας και μ’ αυτή του την ιδιότητα επισκέφθηκε πολλές φορές από το 1960 και μετά την Χώρα της Αμοργού, ερευνώντας την κοινωνική της πορεία από την παρακμή στον εκσυγχρονισμό, με τελικό αποτέλεσμα ένα βιβλίο-σταθμό για την Χώρα.
Πριν από την έρευνα του για την Χώρα Αμοργού, είχε ασχοληθεί με το Αιγαίο και η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο «Οι πληθυσμοί των νησιών της Ελλάδας - Δοκίμιο νησιωτικής γεωγραφίας στην ανατολική Μεσόγειο». Στην διατριβή του που παρουσιάστηκε το 1973 στο Πανεπιστήμιο Αιξ-Μασσαλίας ΙΙ, το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Δονούσα.
Γράφει ο Κολοντνί:
«Η Δονούσα βρίσκεται στις ανατολικές Κυκλάδες, ανατολικά της Νάξου και δώδεκα μίλια βόρεια της Αμοργού. Αποτελείται από μια μάζα με μάρμαρα και σχιστόλιθους με στρογγυλεμένες μορφές, που κορυφώνονται στα 489 μ και προς το Βορρά διαμορφώνει μια διαδοχή ακανόνιστων ακρωτηρίων.
» Το νησί είχε 149 κατοίκους το 1971. Οι 67 είναι συγκεντρωμένοι στον Σταυρό, ένα σύνολο από κυβικά σπίτια, το οποίο έχει μέτωπο στο λιμάνι στη δυτική ακτή, το οποίο συνορεύει με ένα μικρό κάμπο που έχει μερικούς φοίνικες. Ο υπόλοιπος πληθυσμός διασκορπίζεται σε τρεις οικισμούς: δύο στις πλαγιές της νότιας πλευράς, όπου υπάρχουν πηγές, και τον τρίτο στην Καλοταρίτισσα που έχει θέα στη βόρεια περιοχή της Ρούσας. Συνδέονται με τον Σταύρο με μουλαρόδρομους, από τους οποίους τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο κάθε πρωί (20 μαθητές):
Οι καλλιέργειες
» Οι καλλιέργειες καλύπτουν 760 στρέμματα το 1970 (76 εκτάρια). ή το 5,40% της νήσου. Τα δύο τρίτα σπέρνονται με δημητριακά: σιτάρι, σμιγάδι και κριθάρι.
» Οι 30 τόνοι συγκομιδής σιταριού χρησιμοποιούνται για την παρασκευή παξιμαδιών, του βασικού φαγητού των νησιωτών. Δύο φορές το μήνα κάθε νοικοκυρά ψήνει τα ψωμιά, που κόβονται σε φέτες και τα παξιμάδια για να τα φάνε τα μαλακώνουν στο νερό που το παίρνουν από το μοναδικό πηγάδι του κάμπου.
» Τα αμπέλια καταλαμβάνουν 116 στρέμματα και το κρασί είναι μόλις αρκετό μέχρι το καλοκαίρι.
Ο κύριος πόρος είναι οι καλλιέργειες λαχανικών (133 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένων 42 για άρδευση): πατάτες, φρέσκα και αποξηραμένα λαχανικά και ιδιαίτερα τα σκόρδα και τα κρεμμύδια. Η παραγωγή κρεμμυδιών (εκατό τόνοι) είναι η μόνη που διατίθεται στο εμπόριο. Ανταλλάσσουν μερικά από αυτά με πετρέλαιο από την Αμοργό.
» Στην Δονούσα υπάρχουν μόνο μερικά φυτεμένα ελαιόδεντρα, που φυτεύτηκαν πρόσφατα και λίγα οπωροφόρα δέντρα.
» Υπολογίζεται ότι περίπου 600 κατσίκια στέλνονται προς πώληση στην Αθήνα πριν από το Πάσχα. Τα ψάρια, που αλιεύονται από 3-4 μικρά σκάφη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καταναλώνονται στο νησί. Όσα ψάρια περισσεύουν διατηρούνται σε πάγο που φέρνει κάθε βδομάδα η Ευαγγελίστρια. Παστές σαρδέλες και αποξηραμένα ψάρια στέλνονται στη Σαντορίνη.
Δέκα μήνες μοναξιά
» Δέκα μήνες το χρόνο η Δανούσα ζει μακριά από τον κόσμο. Τον χειμώνα η εξυπηρέτηση των πλοίων της άγονης γραμμής διακόπτεται πολλές φορές λόγω των καταιγίδων. Συχνά το νησί παραμένει δύο εβδομάδες χωρίς θαλάσσια σύνδεση και μόνο το ραδιόφωνο το συνδέει με τον έξω κόσμο
» Το καλοκαίρι, Ιούλιο και Αύγουστο, έως 300 Δονουσιώτες από την Αθήνα επιστρέφουν στο νησί. Είναι η καλύτερη περίοδος. Τα ψάρια και τα λαχανικά βρίσκουν αγοραστές, ενοικιάζονται άδειες κατοικίες, εισάγουν από τη Νάξο κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, ρετσίνα σε μπουκάλια, μπύρες και φρέσκο ψωμί. Η πώληση των κρεμμυδιών, τέσσερις μήνες μετά από αυτή των πασχαλινών αμνών, εισφέρει ένα πλεόνασμα μετρητών. Επειδή τα είδη είναι σπάνια στη Δονούσα αυτό το πλεόνασμα μετρητών καλύπτει βασικές ανάγκες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όπως ζάχαρη, καφέ, πετρέλαιο για φωτισμό, τσιγάρα. Οι μετανάστες Δονουσιώτες (μαστόροι, τεχνίτες, ναυτικοί) στην Αθήνα έχουν μέτρια οικονομική κατάσταση και τα χρήματα που στέλνουν στο νησί είναι ελάχιστα για να καλύψουν τις ανάγκες του χειμώνα.
» Μια αγροτική οικονομία που συνορεύει με την αυτάρκεια αντιστοιχεί στην απουσία βασικών ανέσεων: ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό, προβλήτα για να φιλοξενεί τα σκάφη και κανένα μηχανοκίνητο όχημα.
»Το νησί δεν έχει γιατρό, χωροφύλακα, ακόμα και «ταχυδρόμο» (**). Έχει μόνο ένα παντοπωλείο. Το σχολείο άνοιξε γύρω στο 1920, αλλά το 56% των άνω των 45 ετών ήταν αναλφάβητοι το 1961. Οι μόνοι εγγράμματοι είναι οι παπάδες που προέρχονται από την Αμοργό, ο νεαρός δάσκαλος (ξένος κι αυτός) και ο γραμματέας της κοινότητας.
» Οι ανεπαρκείς πόροι συνδυάζονται με την κοινωνική ισοπέδωση. Δεν υπάρχουν πλούσιοι άνθρωποι στο νησί και κανένας αγρότης δεν έχει πάνω από τριάντα στρέμματα καλλιεργειών. Ο κοινοτάρχης, τον οποίο συνάντησα να πατάει τα σταφύλια του, παίρνει 80 λίτρα κρασί από τον αμπελώνα του.
Ο ψαράς Γιώργος Σκοπελίτης
» Ο Γιώργος Σκοπελίτης, 63 ετών, είναι ψαράς από την ηλικία των δώδεκα. Ασκεί το επάγγελμά του 150 μέρες το χρόνο, έχει δύο στρέμματα με αμπέλια, 80 ελαιόδεντρα και ένα μικρό περιβόλι. Η σύζυγός του δουλεύει ένα καφενείο, του οποίου η καθημερινή είσπραξη εκτός εποχής δεν υπερβαίνει τις πενήντα δραχμές. Είναι η πώληση των ψαριών που επιτρέπει στον Σκοπελίτη την καταβολή των εισφορών στο ΤΕΒΕ, που θα του δώσει το δικαίωμα, όταν έρθει η ώρα, να συνταξιοδοτηθεί (1.500 δρχ. το μήνα). Ο κύριος πλούτος τους είναι τα έξι ενήλικα παιδιά τους, που όλα κατοικούν έξω από το νησί: ο μεγαλύτερος έχει έναν φαναρτζίδικο στον Πειραιά, ο δεύτερος άνοιξε ένα εστιατόριο στη Νέα Υόρκη και πρόσφερε μια βοήθεια στον πατέρα του, τρεις θυγατέρες είναι παντρεμένες, μία από αυτές έχει καφενείο στη Νάξο και η τελευταία είναι λογίστρια στην Αθήνα.
Βασίλης Πράσινος ψαράς και μαραγκός
» Όσο για τον εξηντάχρονο Βασίλη Πράσινο, αυτός μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο αμπέλι και τα κατσίκια του. Είναι ταυτόχρονα ένας ψαράς, ένας μάστορας και ένας ξυλουργός. Η σύζυγός του η Βαγγελιώ χειρίζεται τον αργαλειό και υφαίνει κουβέρτες. Έξι από τα παιδιά τους εγκατέλειψαν τη Δονούσα και ο τελευταίος, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, τελειώνει το δημοτικό σχολείο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν είναι εντελώς άπορος στη Δονούσα. Μόνο λίγοι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν ή έχουν χάσει τους απογόνους τους και πρέπει να ζήσουν με τη σύνταξη των αγροτών (300 δραχμές για ένα ζευγάρι) αντιμετωπίζουν πραγματική δυσκολία.
Βοσκοί και αγρότες από την Αμοργό
» Ο οικισμός της Δονούσας είναι σχετικά πρόσφατος. Σε αντίθεση με τα άλλα νησιά που βρίσκονται ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό, δεν ανήκε ποτέ στο Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας της Αμοργού.
» Πριν από δύο αιώνες, αγρότες και βοσκοί από την Αμοργό έβαλαν το πόδι τους στο νησί και έκαψαν τους θάμνους για να κάνουν χωράφια. Έρχονταν στην Δονούσα για τη χειμερινή σπορά, έφευγαν και επέστρεφαν για τη συγκομιδή.
Περί το 1830 η προσωρινή παραμονή Αμοργιανών έγινε μόνιμη, με την εγκατάσταση οικογενειών από την Αιγιάλη και τη Χώρα. Αυτοί, σύμφωνα με τα λόγια του παπά, ήταν οι αγωνιστές που εγκαταστάθηκαν στο νησί, και τους εκμεταλλεύθηκαν οι έμποροι της Αμοργού. Παράλληλα με τους νησιώτες της Ηρακλειάς και της Σχοινούσας, οι οποίοι απελευθερώθηκαν από την κηδεμονία της μονής, οι Δουνουσιώτες απέκτησαν πλήρη κυριότητα στα εδάφη τους και απαλλάχτηκαν από την λαβή των εμπόρων.
Ο πληθυσμός
»Η άφιξη το 1890 δύο σφουγγαράδων από την Σύμη και άλλων αποίκων από την Αμοργό και, στη συνέχεια, η ανακάλυψη ενός κοιτάσματος ψευδάργυρου του οποίου έγινε εξόρυξη μέχρι το 1920, επέτρεψαν στον πληθυσμό να υπερβεί το όριο των 200 ψυχών το 1920. Την εποχή εκείνη ξεκίνησαν οι μετακινήσεις στην Αθήνα και ο πληθυσμός σταθεροποιήθηκε μέχρι το 1940.
» Το νησί παρέμεινε μακριά από τον πόλεμο και στην διάρκεια της Κατοχής, ένα γερμανικό ταχύπλοο έκανε μια σύντομη και μοναδική εμφάνιση χωρίς συνέπειες. Οι Δονουσιώτες αποκόπτονται από τον κόσμο για τέσσερα χρόνια, καταναλώνουν σιτάρι, κατσίκια, ψάρια, μέλι, κρεμμύδια που δεν μπορούν να εξαχθούν, ενώ στη Σύρο πεθαίνουν από την πείνα.
» Έτσι, παρά την επανάληψη της μετανάστευσης κατά την απελευθέρωση, ο πληθυσμός έφτασε τον μέγιστο αριθμό του το 1951, με αύξηση 28% σε μια δεκαετία, γεγονός που σημαίνει ποσοστό γεννήσεων πάνω από 40%. Από τότε η Δονούσα καταγράφει μια βίαιη πτώση, με απώλεια 45% του πληθυσμού της σε είκοσι χρόνια.
» Η Δονούσα μέχρι τον πόλεμο απέφυγε την εξωτερική παρέμβαση και διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωτικότητάς της. Η μετανάστευση είναι αποφασιστική για τους νέους ενήλικες, με έντονη παρουσία μεταξύ 20 και 25 ετών και σοβαρές διαταραχές στα 45-50 χρόνια.
» Το 1971 στα στατιστικά του πληθυσμού η παρουσία ανδρών ηλικίας 20 έως 24 ετών είναι απατηλή: οι περισσότεροι από αυτούς κάνουν τη στρατιωτική τους θητεία. Επιστρέφοντας στο χωριό, θα φύγουν για την Αθήνα, όπου τα νεαρά κορίτσια ήδη έχουν πάει. Υπάρχουν μόνο 23 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας - για 41 ετών - και περίπου δεκαπέντε παντρεμένα άτομα ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών. Κατά συνέπεια, η πτώση του ποσοστού γεννητικότητας συνεχίστηκε με επιτάχυνση, με ετήσιο μέσο όρο 1,4 γεννήσεων το 1966-70, σε σύγκριση με 6 το 1946-50.
» Από το 1961 έως το 1971 η μέση ηλικία αυξήθηκε από 30 σε 40 έτη. Για 10 νέους υπάρχουν 9 ηλικιωμένοι άντρες. Η Δονούσα είναι τώρα γεμάτη από ενήλικες κοντά στο κατώφλι της διακοπής της γονιμότητας και από τους ηλικιωμένους. Για τη χούφτα των νέων που παραμένουν, ο τομέας των πιθανών επιλογών είναι εξαιρετικά περιορισμένος.
» Τα πληθυσμιακά δεδομένα των Δονουσιωτών του 1971 σίγουρα δεν διαφέρουν από αυτά των παρηκμασμένων χωριών της Αμοργού, των Κυθήρων, της Κεφαλονιάς και της Σάμου. Αλλά εδώ είναι μια απομονωμένη μονάδα, όπου η έννοια του δημογραφικού ελάχιστου παίρνει όλη της την επικαιρότητα για να απαγορεύσει μια πιθανότητα μακροχρόνιας επιβίωσης, εκτός από μια απίθανη μεταναστευτική διαδικασία
»Σήμερα οι παλιοί Δονουσιώτες που προσκολλώνται στη γη τους είναι οι τελευταίοι θεματοφύλακες ενός εγκαταλελειμμένου νησιού, το οποίο διατηρούν για τη νέα γενιά που είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα. Η πρωτεύουσα, αφού στέρησε το νησί από τη γόνιμη ουσία του, διατηρεί την επιβίωσή του και την ενισχύει δύο μήνες το χρόνο. Κάποιοι νησιώτες έχουν ήδη πάρει τη συνήθεια να ξεχειμωνιάζουν στην Αθήνα. Όσοι δεν έχουν ζώα θα μείνουν από τα Χριστούγεννα μέχρι το Πάσχα με τα παιδιά τους. Η μέρα θα έρθει και δεν φαίνεται να αργήσει πολύ, που οι εθελοντές φύλακες της Δονούσας θα πεθάνουν και το νησί θα επανακτήσει στη συνέχεια την αρχική φύση του, γδαρμένο από δύο αιώνες ανθρώπινης κατοίκησης».
Αυτή η τελευταία πρόβλεψη του Κολοντνί δεν επαληθεύτηκε. Οι καιροί άλλαξαν και οι απόγονοι των σκληροτράχηλων εθελοντών φυλάκων της Δονούσας άλλαξαν και αλλάζουν την μοίρα του νησιού και της κατοίκησής του.
Ο τουρισμός
Είδαμε πιο πάνω το πως μια ομάδα βοσκών από την Αιγιάλη ενισχύθηκε και με άλλους Αμοργιανούς και δημιούργησαν, μέσα από μια βασανιστική πορεία, μία αυτάρκη και σκληροτράχηλη νησιώτικη κοινωνία. Όπως επισημαίνει ο Κολοντνί η Δονούσα δεν κατάλαβε την ιταλογερμανική κατοχή, έτσι απομονωμένη και αυτάρκης που ήταν.
Το πλεονέκτημα των Αμοργιανών που πήγαν στην Δονούσα είναι ότι κατοίκησαν και ημέρεψαν ένα ελεύθερο νησί, γιατί η Δονούσα δεν ήταν μετόχι της Χοζοβιώτισσας κι έτσι οι Δονουσιώτες μπορούσαν να καρπωθούν τους κόπους τους χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να μοιράζονται τις σοδειές τους (αντί για ενοίκιο) με το μοναστήρι, όπως συνέβη για δεκαετίες με την Ηρακλειά και την Σχοινούσα.
Βέβαια, με τις βασικές ελλείψεις υποδομών του ελληνικού κράτους η κοινωνία της Δονούσας (όπως και η Αμοργός και τ’ άλλα νησιά), ήταν καταδικασμένη στον μαρασμό από την πληγή της ξενιτιάς.
Η αλλαγή άρχισε στην δεκαετία του 1970 και κυρίως μετά το 1980, όταν οι πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα δημιούργησαν το πλαίσιο για την δημιουργία υποδομών στην επαρχία και τα ξεχασμένα νησιά. Κι έτσι στους ξενιτεμένους που έρχονταν τα καλοκαίρια στο πατρογονικό τους νησί, προστέθηκαν και οι τουρίστες.
Στην αρχή δεν υπήρχαν καταλύματα που θα φιλοξενούσαν του τουρίστες κι έτσι η Δονούσα έγινε γνωστή σε Έλληνες και ξένους για την ευχέρεια που έδινε για ελεύθερη κατασκήνωση. Αυτή η φήμη την ακολουθεί μέχρι σήμερα.
Με τον καιρό δημιουργήθηκαν τουριστικές υποδομές και σήμερα το νησί δεν έχει απλώς ενοικιαζόμενα δωμάτια αλλά και αξιόλογες οικογενειακές τουριστικές μονάδες.
Έτσι, υπάρχει μια οικονομία στην Δονούσα που δεν βασίζεται στα επιδόματα και την καλοκαιρινή επίσκεψη των ξενιτεμένων παιδιών της. Η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ραγδαία, γιατί το νησί εξακολουθεί να βρίσκεται κάπως απομονωμένο στην ανατολική άκρη των Κυκλάδων, αλλά επιτρέπει σε αρκετούς νέους να μένουν στο νησί και να μην ξενιτεύονται. Και όχι απλώς μένουν αλλά δημιουργούν τον πολιτιστικό τους σύλλογο (Ποσειδών) και λειτουργούν τον διαδικτυακό Radio Donoussa τον χειμώνα.
Από τους Βασιλαράδες της παλιάς ελεύθερης (μη ενοικιαζόμενης από τους καλόγερους) Δονούσας έως τα σημερινά ενοικιαζόμενα δωμάτια, η πορεία της δονουσιώτικης κοινωνίας δεν ήταν (και σε ένα βαθμό δεν είναι) στρωμένη με ροδοπέταλα. Ήταν σκληρή, βασανιστική, πολλές φορές απάνθρωπη. Αυτό που δεν έλειψε όμως ήταν το αγωνιστικό πνεύμα.
Ένα αγωνιστικό πνεύμα που φαίνεται να μην εγκατέλειψε ποτέ την Δονούσα…
Νίκος Νικητίδης
Πηγές:
[1] Οι ξένοι γράφουν για την Αμοργό, εκδ. Το Κάστρο της Αμοργού 2006.
[2] Ι. Κ. Βογιατζίδου «Αμοργός. Ιστορικαί έρευναι περί της νήσου», Αθήνα 1918.
[3] Ζ. Π. ντε Τουρνεφόρ, «Ταξίδι στην Αμοργό και τα νησιά της», εκδ. Το Κάστρο της Αμοργού 2006.
[4] Εκλογικός κατάλογοι Αιγιάλης 1887.
[5] Ευαγγελίας Δενδρινού - Καρακώστα, «Η λαϊκή κεντητική στην Αμοργό - από τα μέσα του 19ου αιώνα έως την περίοδο του Μεσοπολέμου», διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1989).
[6] Εκλογικός κατάλογοι Αιγιάλης 1928.
[7] Εκλογικός κατάλογοι Αιγιάλης 1947.
[8] Παύλος Παλαιολόγος, «Έτσι ζουν στην Δονούσα», εφημερίδα Το Βήμα 14 Μαρτίου 1953.
[9] Emile Kolodny Un îlot en Egée : Donoussa (Mediterranee no 2 - 1973).