Οι φίλοι του μπλοκ

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Μύλοι και μυλωνάδες στην Αμοργό


Χώρα Αμοργού 1911
φωτογραφία Fred Boissonas


Βρισκόμαστε στον Νοέμβριο του 1911. Ο διάσημος Ελβετός φωτογράφος Φρεντ Μπουασονά (Frédéric Boissonnas, 1858 – 1946) έρχεται στην Αμοργό και φωτογραφίζει στην Χώρα και τα Κατάπολα. Οι φωτογραφίες του αποτελούν σπουδαία ντοκουμέντα για την τοπογραφία και τους ανθρώπους της Αμοργού εκείνη την περίοδο. Ένα τέτοιο ντοκουμέντο σ΄ αυτό το δισέλιδο είναι και η πανοραμική φωτογραφία της Χώρας όπως την πρωτοαντίκρυζαν οι ταξιδιώτες από το μονοπάτι που ερχόταν από τα Κατάπολα.

Παρατηρούμε ότι στο μυλοτόπι του Τρούλου υπάρχουν 7 μύλοι από τους οποίους σε λειτουργία είναι  1 ίσως και 2. Υπάρχουν επίσης και 5 ερειπωμένοι. Φαίνεται όμως ότι μετά το 1911 χτίστηκαν άλλοι 3 ανατολικότερα προς τον Καλογερικό, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το ΦΕΚ του 1995 «αναγνωρίζει το συγκρότημα δέκα ανεμόμυλων στη Χώρα Αμοργού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας ακτίνας πενήντα περίπου μέτρων γύρω από αυτούς».

Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο μυλοκόπι στην δυτική είσοδο της Χώρας, κάτω από την σημερινή πλατεία, που έχει 4 ή 5 ανενεργούς μύλους, όπως φαίνεται στην μικρή φωτογραφία. (δεξιά σελίδα)

Σε πλήρη λειτουργία τελικά στην φωτογραφία του 1911 είναι δύο ανεμόμυλοι, ο ένας στον Τρούλο και ο δεύτερος που φαίνονται με ανοιχτά πανιά στον λόφο πάνω από το σημερινό ελικοδρόμιο.

Η συνύπαρξη λειτουργικών και ερειπωμένων ανεμόμυλων δεν είναι παράξενη, όπως θα δούμε παρακάτω, γιατί αν οι μύλοι δεν χτιστούν σε κατάλληλη θέση μπορεί να αποδειχτούν ακατάλληλοι να λειτουργήσουν και να μείνουν σε μερικούς τα ερείπιά τους.


Αλογώ μύλος

Στην Αμοργό λειτουργούσαν και ζωόμυλοι, παράλληλα ίσως και πριν από τους ανεμόμυλους. Οι ζωόμυλοι ήταν εδαφόβιες κατασκευές αποτελούμενες από δύο μέρη και τους κινούσαν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια,, βόδια. Μια απόδειξη για την λειτουργία αλογόμυγου στην Αμοργό έχουμε από την διαθήκη της Μαρουδιάς του Καλύποδα με την οποία παραχωρεί το 1652 τον μύλο της στην Αμοργό στην Μονή Θεολόγου της Πάτμου.

Αναφέρει η διαθήκη: 

«Εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού αμήν 1652 ώ εν μηνί Απριλίου 5 εν τη νήσω Πάτμω την σήμερον οτε καγώ Μαρουδία του Νικόλα του Καλύποδα από την Αμοργόν, έχων τας φρένας και τον νουν σώας, θέλω αυτοθελώς και ποϊώ τούτη την διαθήκην και πρώτον μεν αφήνω πάσοις χριστιανοίς τελείαν συγχώρισιν, έπειτα αφήνω του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου τον αλογώ μύλον, όπου έχω εις την Αμοργόν από τους γονέους μου, ωσ καθώς ευρίσκεται με τα σπίτια, με τούτο αφήνοντος και την ψυχήν μου, να μου μνημονεύσουν, κατά την συνήθειαν των χριστιανών και να μην εμπορή τινάς ούτε από τα παιδία μου, ούτε άλλος μου εδικός να διασήση το άγιον μοναστήριον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου δια τον άνωθεν μύλον, ούτε πωλεί ούτε ολίγον και όποιος ήθελε σηκωθεί να πειράξη να έχη τας αράς των τρακοσίων δέκα και οκτώ θεοφόρων πατέρων και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και του Οσίου Χριστοδούλου, και την κατάραν των γονέων μου και δια το βέβαιον του παρόντος υπογράφουν και παρεκαλετοί και αξιόπιστοι μάρτυρες

εγράφη παρ’ εμού Θεοδώρου ιερέως, ζωγράφου και πρωτονοταρίου Πάτμου με θέλημαν της άνωθεν Μαρουδιάς

καγώ Κωνστάντιος μοναχός μαρτυρώ τα άνωθεν

καγώ Ζαμπέτα του Περτή μαρτυρώ τ’ άνωθεν

καγώ η Μαρούλα του Ψευδού μαρτυρώ τα άνωθεν

καγώ Ιωάννης του Γεωργή Καλυμνέου μαρτυρώ τα άνωθεν

εγώ ο Μιχάλης Καλύποδας αδελφός της άνωθεν Μαρούδας μάρτυς εις τα άνωθεν

εγώ διακος Ζισκάρας μαρτυρώ τα άνωθεν».

Δεν γίνεται γνωστό που ήταν στην Αμοργό ο «αλογώ μύλος» αλλά επειδή η Μονή της Πάτμου είχε μετόχι μέσα στην Χώρα είναι πιθανό ο αλογόμυγος να λειτουργούσε στην Χώρα. 

Υπήρχε όμως αλογόμυγος μέχρι περίπου την δεκαετία του 1970 στα Θολάρια και ίσως η εγκατάστασή του να διατηρείται μέχρι σήμερα. 

Οι ζωόμυλοι πάντως άλεθαν όχι μόνο σιτάρι και κριθάρι αλλά λειτουργούσαν και σαν λιοτρίβια ακόμα και σαν ασβεστόμυλοι.

Αλλά ας επανέλθουμε στους ανεμόμυλους. Μυλωνάδες και ιδιοκτήτες δεν ήταν πάντα τα ίδια πρόσωπα. Η επένδυση για την εποχή ήταν μεγάλη και αυτοί που είχαν τα χρήματα, δηλαδή οι ιδιοκτήτες (νοικοκύρηδες), τους νοίκιαζαν στους μυλωνάδες.. Γι΄ αυτό ας κάνουμε μια βουτιά στον 19ο αιώνα και να δούμε την ψυχή των ανεμόμυλων, που ήταν οι μυλωνάδες.

Στην Αμοργό έχουν καταγραφεί 44 ανεμόμυλοι. Από αυτούς οι 5 θεωρούνται εξαφανισμένοι. Στα τέλη του 19ου αιώνα, δηλαδή γύρω στο 1900, ήταν κατασκευασμένοι 39 ανεμόμυλοι και 1 νερόμυλος, ανεξάρτητα αν λειτουργούσαν.

Το 1863, με βάση τον εκλογικό κατάλογο του έτους εκείνου, στην Αμοργό δούλευαν 22 μυλωνάδες. Οι εξής:

Βασάλος Γεώργιος ετών 35

Βεκρής Λ. Αναγνώστης, ετών 59

Βενετζάνος Αντώνιος, ετών 69

Βλαβιανός Γ. Νικόλαος, ετών 50

Κανακάρης Δημήτριος,  ετών 62

Κωβαίος Χ. Δημήτριος, ετών 65

Λουδάρος Ιάκωβ. Γεώργιος, ετών 72

Λουδάρος Ιάκωβ. Νικόλαος, ετών 66

Νικηφοράκης Ι. Γεώργιος, ετών 33

Νομικός Γ. Ιωάννης, ετών 52

Πασσαδόπουλος Γιάγκος, ετών 54

Πάσσαρης Ν. Βασίλειος, ετών 38

Πιπέρης Ιω. Κώνστας, ετών 42

Πράσινος Γ. Νικόλαος, ετών 41

Πράσινος Θ. Νικόλαος, ετών 31

Πρέκας Σταμ. Γεώργιος, ετών 41

Σιγάλας Μιχ. Κώνστας, ετών 40

Συνοδινός Κων. Γεώργιος, ετών 39

Τζαγκάτος Εμμανουήλ, ετών 38

Φουρνιστής Αντ. Ιωάννης, ετών 35

Φωστιέρης  Μαριν. Νικόλαος, ετών 42

Φωστιέρης Νικήτας, ετών 39

Από αυτούς ο Νικηφοράκης και ο Τζαγκάτος έχουν έλθει από την Κρήτη. Συγκρίνοντας με τις καταγραφές από την απογραφή της Χώρας το 1870, μπορούμε να υποθέσουμε ότι περίπου οι 10 από τους προαναφερόμενους ζούσαν στην Αιγιάλη.

Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι μπαίνοντας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα λειτουργούσαν στην Αμοργό 22 ανεμόμυλοι.


Απογραφή 1870

Πλήρη στοιχεία έχουμε για τους μυλωνάδες από την απογραφή του 1870 στον Δήμο Αμοργού, δηλαδή σε Χώρα, Κατάπολα, Κάτω Μεριά, Κουφονήσι, Σχοινούσα, Ηρακλειά..

Συνολικά καταγράφονται 13 μυλωθροί, όπως λεγόταν επίσημα το επάγγελμά τους τότε. Από αυτούς  οι 8 αλέθουν στην Χώρα, 2 κατοικούν στο Ραχίδι, και από 1 σε Βρούτσι, Χωριό (σήμερα: Αρκεσίνη) και Ηρακλειά.

Αλεξανδράκης Γ. Νικήτας 28 ετών, άγαμος, εγγράμματος στο Βρούτσι.

Βασάλος Εμμ. Γεώργιος 44 ετών έγγαμος στο Ραχίδι

Βενετζάνος Μιχ. Αναστάσιος 70 ετών έγγαμος εγγράμματος.

Γαβαλάς Ιω. Νικόλαος 65 ετών, έγγαμος, στην Ηρακλειά.

Γιαννακόπουλος Θ. Δημήτριος 40 ετών, άγαμος, στο Ραχίδι.

Δεσποτίδης Ν. Κωνσταντίνος 46 ετών, έγγαμος εγγράμματος.

Νικηφοράκης Γεώργιος 40 ετών, έγγαμος, εγγράμματος.

Πάσσαρης Νικ. Βασίλειος 48 ετών έγγαμος.

Πιπέρης Ιω. Κώνστας 46 ετών έγγαμος εγγράμματος.

Πράσινος Θ. Νικόλαος 38 ετών έγγαμος.

Πράσινος Γ. Νικόλαος 48 ετών, έγγαμος, εγγράμματος.

Φουρνιστής Αντ. Ιωάννης 47 ετών έγγαμος.

Φωστιέρης Μαρ. Νικόλαος 48 ετών έγγαμος στο Χωριό.

Είναι πιθανό οι απογραφείς να έχουν μπερδέψει το Ραχίδι Καταπόλων με την Ραχούλα της Κάτω Μεριάς, γιατί εκεί στην Ραχούλα είχαν μύλο οι Γιαννακόπουλοι., που διατηρείται μέχρι σήμερα.


Απογραφή 1879

Πλησιάζοντας προς το τέλος του 19ου αιώνα οι μυλωνάδες (άρα και οι μύλοι σε λειτουργία) αυξάνονται στον Δήμο Αμοργού, όπως φαίνεται στην απογραφή του 1879. Καταγράφονται νέα πρόσωπα και οι μυλωνάδες φτάνουν του 16.

Αλεξανδράκης Γ. Νικήτας 37 στο  Βρούτσι

Βασάλος Εμμ. Γεώργιος 57 στα Κατάπολα

Βενετζάνος Αναστάσιος 79 ετών.

Βλαβιανός Δ. Νικήτας 41 ετών

Γαβαλάς Ι. Νικόλαος 74 ετών στην Ηρακλειά

Γιαννακόπουλος Θ. Δημήτριος 49 ετών, Βρούτσι.

Δεσποτίδης Κ. Κωνσταντίνος 55 ετών.

Κωβαίος Λ. Νικήτας 35 ετών.

Νικηφοράκης Γεώργιος 49 ετών.

Οικονομίδης Κ. Νικόλαος 31 ετών.

Πατινιώτης Μ. Θεόδωρος 49 ετών.

Πράσινος Γ. Νικόλαος 57 ετών.

Πράσινος Μαθ. Ιωάννης 69 ετών.

Συνοδινός Κ. Γεώργιος 54 ετών.

Τσαγκάτος Εμμανουήλ 49 ετών.

Φουρνιστής Αντ. Ιωάννης 56 ετών.


Μύλοι και οικογένειες

Ο αρχιτέκτονας Στέφανος Γεωργ. Νομικός με καταγωγή από την Αμοργό, βαθύς μελετητής των μύλων και συγγραφέας (μαζί με τον Ζαφείρη Βάο από την Μήλο) του κλασικού πλέον βιβλίου «Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες», καταγράφει στο έργο του και πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τους μύλους στην Αμοργό και στα αμοργιανά νησιά (ερημονήσους, γιατί ήταν ακατοίκητα)  που στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κατοικήθηκαν από αμοργιανές οικογένειες.

Όπως φαίνεται στον πίνακα, στην Αμοργό αντιστοιχούσε ένας μύλος σε κάθε 99 κατοίκους ή σε κάθε 19 οικογένειες. Παρόμοια χαρακτηριστικά καταγράφονται και για το Κουφονήσι, που ήταν (και είναι) πιο πυκνοκατοικημένο από την Ηρακλειά, την Σχοινούσα και την Δονούσα.

Ο Στέφανος Γ. Νομικός επισημαίνει:

«Κύριος προορισμός του ανεμόμυλου στην Ελλάδα ήταν η παραγωγή αλευριού για τις τοπικές ανάγκες αλλά και για τον εφοδιασμό των περαστικών καραβιών. Εκτός από τα σιτηρά όμως άλεθαν και άλλους σπόρους για κτηνοτροφές, όπως κακόβραστα ή χαλασμένα όσπρια, κεχρί, καλαμπόκι και σκουπόσπορο. Ειδικά στη Σαντορίνη οι μικροί ανεμόμυλοι έκοβαν φάβα σε μεγάλες ποσότητες αφού η εξαγωγή της ήταν σημαντική.

»Σε μερικές περιπτώσεις συναντούμε ανεμόμυλους και σε βιομηχανικές χρήσεις. Στην Χίο και την Ερμούπολη άλεθαν φλούδα πεύκου για το βάψιμο των δερμάτων. Στην Μύκονο έτριβαν βελανίδια και στην Χίο σχίνους για την βυρσοδεψία. Στην Μήλο άλεθαν θειάφι».


Οι μύλοι της Γιάλης

Είναι πιθανό να χρησιμοποιήθηκαν και στην δική μας την Γιάλη μύλοι για να αλέσουν υλικά που χρησιμοποιούσαν στην βυρσοδεψία. Είναι γνωστό ότι στην Αιγιάλη λειτουργούσαν μέχρι και τις αρχές  του 20ού αιώνα βυρσοδεψείο και βαφείο.

Ο Θολαριανός στρατιωτικός Νικόλαος Δ. Γάσπαρης στο βιβλίο του «Η νήσος Αμοργός» διασώζει πολλά αυθεντικά στοιχεία για την Αμοργό και ιδιαίτερα την Γιάλη, στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Γράφει λοιπόν:

«Υπάρχει εν βυρσοδεψείον και εν βαφείον αμφότερα εν Αιγιάλη, και εις την θέσιν Γιαλός, το μεν εν δηλονότι εις την μίαν άκραν του λιμένος παρά τον Άγιον Νικόλαος, το δ’ έτερον παρά την Φωκιότρυπα».

Στον εκλογικό κατάλογο  του 1863 αναφέρονται οι εξής που επαγγέλλονται βυρσοδέψες:

Βεκρής Γ. Ιωάννης, ετών 40

Βεκρής Ι. Νικόλαος, ετών 69

Βεκρής Ι. Γεώργιος, ετών 67

Γιαννακός Ν. Νικόλαος, ετών 30

Πετζετάκης Γ. Ιωάννης, ετών 41

Σιγάλας Κ. Μιχαήλ, ετών 35

Σιγάλας Κ. Μάρκος, ετών 43

Μερικές από τις μεγάλες βασιλικές βελανιδιές που υπήρχαν για τις ανάγκες του βυρσοδεψείου διασώζονται ακόμα στην Λαγκάδα.

Ο Ν. Γάσπαρης αναφέρει και τους αριθμούς των μύλων που λειτουργούσαν στην Γιάλη επί της εποχής του. Γράφει:

«Η Λαγκάδα είναι εκτισμένη εις τους πρόποδας υψηλού όρους, Μαχού καλουμένου, το οποίον κοσμείται υπό 7 αερομύλων, λαμπρόν τω όντι την θέαν μακρόθεν… Την ρωμαντικωτέραν θέσιν κατέχει το χωρίον Θολάρια… και έχει 3 ναούς τον των Αγίων Αναργύρων και τον του Αγίου Χαραλάμπους, δημοτικόν σχολείον δημοσυντήρητον και 4 ανεμόμυλους».

Σε αντίθεση με την Χώρα, από την Αιγιάλη δεν έχουμε στην διάθεσή μας ψηφιοποιημένες τις απογραφές για τα τέλη του 19ου αιώνα. Έχουμε όμως μερικούς εκλογικούς καταλόγους που είχαν διατηρηθεί στην Λαγκάδα, έδρα της κοινότητας Αιγιάλης που περιλάμβανε την Λαγκάδα, τον Ποταμό και την Δονούσα. Οι μυλωνάδες που αναφέρονται σ’ αυτούς τους καταλόγους είναι: 


Εκλογικός κατάλογος 1887

Βεκρής Λαμπρ. Αναγνώστης 88 ετών, Ποταμός.

Βεκρής Λαμπρ. Δημήτριος 77 ετών από την Λαγκάδα που έχει μετοικήσει στη Σύρο.

Νομικός Αντ. Νικόλαος 40 ετών, Ποταμός.

Συνοδινός Μιχ. Ιωάννης 61 ετών, Λαγκάδα.

Φωστέρης Ιω. Νικήτας 60 ετών.


Εκλογικός κατάλογος 1928

Νομικός Αντ. Νικόλαος 81 ετών, Ποταμός.

Μαρκουλής Μιχ. Δημήτριος 79 ετών, Δονούσα.

Συνοδινός Ιω. Στέφανος 78 ετών, Λαγκάδα.

Συνοδινός Στεφ. Λουκάς 34 ετών, Λαγκάδα.

Συνοδινός Ιω. Χρήστος 62 ετών, Λαγκάδα.


Εκλογικός κατάλογος 1947

Κωβαίος Νικ. Αθανάσιος 41 ετών, Λαγκάδα.

Λουδάρος Ιω. Γεώργιος 36 ετών, Λαγκάδα.

Νομικός Νικ. Αντώνιος 76 ετών, Ποταμός.

Νομικός Αντ. Γεράσιμος 36 ετών, Ποταμός.

Συνοδινός Ιω. Χρήστος 81 ετών, Λαγκάδα.

Χάλαρης Κων. Νικόλαος 35 ετών, Ποταμός.


Αν υπολογίσουμε ότι στον Ποταμό χτίστηκαν δύο μύλοι και στην Όξω Μεριά άλλος ένας, οι μύλοι που κατά καιρούς λειτούργησαν στην Γιάλη ήταν τουλάχιστον 16 όπως αναφέρει ο Στέφανος Νομκός, ο οποίος καταγράφει και 14 ανεμόμυλους στην Χώρα, 2 στα Κατάπολα, 7 στην Κάτω Μεριά.

Κι ακόμα 3 στην Ηρακλειά, 4 στην Σχοινούσα, 2 στο Κουφονήσι και 2 στην Δονούσα.

Γενικά 39 μύλοι λειτούργησαν πάνω στην Αμοργό. Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τους δύο νερόμυλους, κι οι δυο στην περιφέρεια Χώρας, στον Βαρσαμίτη και στα Δρομιστικά. Βεβαίως, όλοι αυτοί οι μύλοι δεν δούλεψαν ταυτόχρονα, κάτι που φαίνεται και στην φωτογραφία της Χώρας από τον Μπουασονά.


Η κατασκευή του μύλου 

Ένα από τα βασικά επαγγέλματα στην Αμοργό ήταν του μαραγκού. Ο κάθε μαραγκός ειδικευόταν σε μια από τις ειδικότητες της τέχνης, όπως του επιπλοποιού, του σαμαρά, του βαρελά, του καραβομαραγκού κ.α, γράφει ο Στέφανος Νομικός και επισημαίνει:

«Από τους δυσκολότερους κλάδους της ξυλουργικής ήταν του μυλομαραγκού, και όχι μόνο λόγω των δυσκολιών που παρουσίαζε η ίδια η δουλειά, αλλά επειδή απαιτούσε και ευρύτερες τεχνικές γνώσεις, αφού στην κατασκευή ενός καινούργιου ανεμόμυλου έκανε και τον αρχιτέκτονα Η ευθύνη του άρχιζε από την εύρεση και τη συγκέντρωση της ξυλείας, την επιλογή της πόστας καθώς και το θεμελίωμα του πύργου, κι έφτανε ως το σημάδεμα και το κόψιμο των πανιών. Από τις ικανότητες του εξαρτιόταν η επιτυχία της επιχείρησης. 

»Καλοί μυλομαραγκοί υπήρχαν μόνο σε μερικά από τα νησιά και αυτοί κάλυπταν τις ανάγκες όλων. Η φήμη μάλιστα μερικών ξεπερνούσε τα όρια των Κυκλάδων, ώστε τους καλούσαν σε γειτονικές περιοχές, ακόμα και στη Μικρά Ασία για να σηκώσουν καινούριους ανεμόμυλους.

Ένας τέτοιος φημισμένος μυλομαραγκός ήταν και ο Μιχελάκης Νομικός ή Τουρνελής από την Χώρα. Αμοργού (φωτογραφία δεξιά). Η φήμη του έφτασε στην Μικρά Ασία, όπου τον κάλεσαν για να κατασκευάσει μύλους στον μεσοπόλεμο».


Οι θέσεις των μύλων

Η θέση που χτιζόταν ένας μύλος έπαιζε καθοριστικό ρόλο για την καλή λειτουργία του. Αν δεν ήταν κατάλληλη, τότε ο μύλος πάθαινε μικρές ή μεγάλες ζημιές από τον δυνατό αέρα. Ίσως η εγκατάλειψη μερικών μύλων (όπως φαίνεται και στην φωτογραφία του 1911) να οφειλόταν στο ότι δεν είχαν χτιστεί σε κατάλληλες θέσεις. Ο Στέφανος Νομικός, επισημαίνει:

«Οι διαφορές από πόστα σε πόστα φαίνονταν καθαρά όπου υπήρχαν συγκροτήματα. Αν ήταν μικρές, σε περίπτωση κακοκαιρίας οι μυλωνάδες παρακολουθούσαν τις ενέργειες του πιο έμπειρου και τον μιμούνταν. Όπου όμως ήταν μεγάλες οι διαφορές, ενεργούσαν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το συγκρότημα της κορυφογραμμής της Χώρας της Αμοργού, το μήκος του οποίου είναι πάνω από διακόσια μέτρα. Ο δεύτερος ανεμόμυλος από την πάνω πλευρά που είναι χτισμένος σε καλή πόστα δούλευε περισσότερες μέρες τον χρόνο από τους άλλους και πάθαινε τις μικρότερες ζημιές. Ο τελευταίος της σειράς έχει χτιστεί σε άγρια πόστα, γι’ αυτό πάθαινε συχνά βαριές ζημιές και ξεσκεπάστηκε αρκετές φορές. Στο ίδιο συγκρότημα άλλοι ανεμόμυλοι χτίστηκαν κοντά κι άλλοι σε μεγαλύτερη απόσταση ώστε να βρεθούν σε καλύτερη πόστα.

Ακόμα πιο καθαρά φαίνεται η διαφορά στη Ραχούλα της Κάτω Μεριάς του ίδιου νησιού. Οι δυο ανεμόμυλοι του χωριού έχουν χτιστεί σε απόσταση 10μ. μόνο μεταξύ τους, κι όμως ο ένας (του Γιαννακόπουλου) είναι σε άγρια πόστα, ενώ ο άλλος (του Γαβαλά) σε καλή. Ο πρώτος τις περισσότερες μέρες του χρόνου δούλευε με τα πανιά λιγότερο ανοιγμένα από του γείτονά του, έπαιρνε περισσότερα μέτρα πρόνοιας και παρ’ όλα αυτά πάθαινε τις περισσότερες ζημιές. Μια νύχτα του 1945 έκοψε τα πισώξαρτα ο αέρας, ντριτσάρισε τη φτερωτή προς το λεβάντε και αφού την ξεσήκωσε με ολόκληρη την ξυλική, την πέταξε σε απόσταση 25 μέτρων. Τη στιγμή μάλιστα που παρασυρόταν από τη θύελλα γκρέμισε και ένα κομμάτι από την τοιχοποιία του πύργου. Ο πλαϊνός όμως ανεμόμυλος δεν έπαθε τίποτα και την άλλη μέρα άλεθε κανονικά».


Οι μυλωνάδες και οι ικανότητες τους

Η κατασκευή ενός ανεμόμυλου απαιτούσε σημαντική επένδυση, που μόνο οι προύχοντες μπορούσαν να διαθέσουν. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις άλλος ήταν ο ιδιοκτήτης (νοικοκύρης) του μύλου και άλλος τον δούλευε.  Η εκμετάλλευση του ανεμόμυλου από το νοικοκύρη γινόταν με πάκτωμα (ενοικίαση) σε επαγγελματία μυλωνά. Στο βιβλίο «Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες» επισημαίνεται:

«Για να γίνει κανείς μυλωνάς σε ανεμόμυλο έπρεπε να είναι γεροδεμένος ώστε να βγάζει πέρα μονάχος του με τις βαριές δουλειές και με τους χειρισμούς που συνεπάγονταν μάλιστα πολλούς κινδύνους. Να τα καταφέρνει στις μαραγκοδουλειές ώστε να αποκαθιστά ο ίδιος τις φθορές και τις μικροζημιές δίχως οικονομική επιβάρυνση και χασομέρια. 

Να έχει γνώσεις από τις δουλειές του θαλασσινού ώστε να κατασκευάζει σχοινιά από κανάβι, να κάνει γάσες και γερές ματισιές όταν κόβονταν και να επιτηδεύεται στη δουλειά του πετροκόπου, ώστε να κάνει καινούριες μυλόπετρες και να τις πελεκά κάθε φορά που στόμωναν. 

Όσο όμως άξιζαν όλες μαζί οι παραπάνω ικανότητες, άλλο τόσο βάραιναν και οι γνώσεις του πάνω στις τοπικές καιρικές συνθήκες. Οι μυλωνάδες έπρεπε πάντοτε να είναι σε θέση να προβλέπουν τις διαθέσεις του καιρού και προπάντων τις απότομες αλλαγές που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των ανεμόμυλων».


Η αξιοποίηση των ανεμόμυλων

Οι ανεμόμυλοι αποτελούν έναν σημαντικό πλούτο για το νησί μας, που όμως παραμένει ανεκμετάλλευτος. Αν αποκατασταθούν πλήρως θα αποτελέσουν ένα ακαταμάχητο όπλο για την τουριστική, και άρα οικονομική, ανάπτυξη του νησιού μας. Μιλάμε φυσικά για την προστασία, αποκατάσταση και ανάδειξη όλων των μύλων της Αμοργού, χωρίς εξαίρεση, από ψηλά στον Μαχό μέχρι χαμηλά στην Ραχούλα της Κάτω Μεριάς.

Οι μύλοι αποτελούν ιδιωτική περιουσία, η οποία όμως παραμένει ανεκμετάλλευτη από τους ιδιοκτήτες. Το πολύ-πολύ να τους πουλήσουν σε ξένους, όπως έχει γίνει με δύο μύλους. Με ένα πρόγραμμα συνολικής αποκατάστασης και αξιοποίησης των ανεμόμυλων θα ωφεληθεί ολόκληρο το νησί αλλά θα ωφεληθούν και οι ιδιοκτήτες, είτε αποζημιωθούν είτε θελήσουν να τους πουλήσουν. 

Το σημαντικότερο πρόβλημα σε ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι η σωστή αποκατάσταση και λειτουργία των ανεμόμυλων. Μέχρι να βρεθεί κάποιο πρόγραμμα για να χρηματοδοτηθεί η αποκατάσταση των ανεμόμυλων της Αμοργού, πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια για την ανάδειξή της. Ήδη με την συμμετοχή και ιδιωτών ηλεκτροφωτίστηκαν με φωτοβολταϊκά στοιχεία ο μύλος πάνω από το Ξυλοκερατίδι και ο μύλος που είναι στον λόφο Βουδάλι απέναντι από την Χώρα. Επίσης, έχει δρομολογηθεί ο φωτισμός των μύλων της Χώρας.


Πηγές

Ζαφείρης Βάος — Στέφανος Νομικός «Ο ανεμόμυλος στις Κυκλάδες, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1991.

Νικολάου Γ. Γάσπαρη «Η νήσος Αμοργός», Αθήνα 1895, επανέκδοση στην περιοδική έκδοση «Αμοργιανά» του Συνδέσμου Αμοργίνων, τεύχος 3ο, Μάιος 1996.

Στέλιου Α. Μουζάκη «Ο μοναχισμός στο Ν.Α. Αιγαίο κατά τον 16ο-18ο αιώνα» εκδ. «Βιβλιοπωλείο των Βιβλιοφίλων», Αθήνα 1997.

Εκλογικοί κατάλογοι και απογραφές Δήμου Αμοργού 1863, 1870 και 1879.

Εκλογικοί κατάλογοι Κοινότητας Αιγιάλης 1887, 1928 και 1947.


φωτογραφία Konrad Helbig
Χώρα, 3 Ιουλίου 1968

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

Δάνεια και μνημόνια της αρχαίας Αρκεσίνης


Οι πειρατικές επιδρομές, οι τόκοι, οι ταμίες, οι δανειστές...

Δάνεια και μνημόνια της αρχαίας Αρκεσίνης


του Γιάννη Πράσινου

Όλες οι χώρες πορεύονται με δανεικά. Τρισεκατομμύρια είναι το χρέος των ΗΠΑ και της Γερμανίας, γύρω στα 350 δισεκατομμύρια το χρέος της δικής μας χώρας. Αλλά, δυστυχώς, δεν είναι  φαινόμενο μόνο των σύγχρονων κρατών η συνεχής δανειοδότηση, αφού  και στην  ελληνική αρχαιότητα οι  πόλεις δανείζονταν για να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους ανάγκες. Δ.Ν.Τ., τράπεζες, άλλοι οργανισμοί αλλά και ιδιώτες είναι οι εκάστοτε πιστωτές σήμερα. Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν μόνο εύποροι πολίτες  οι οποίοι δάνειζαν τις πόλεις.

Στη δεκαετία του 2010, όταν η Ελλάδα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στην εξόφληση των δανείων, αλλά και στην κάλυψη των τρεχουσών αναγκών  της υποχρεώθηκε σε νέο δανεισμό με πολύ επαχθείς όρους. Σκληρές και βαριές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις έναντι των δανειστών  αναλάμβανε  και η αρχαία πόλη, όπως θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια αναφερόμενοι στην αρχαία Αρκεσίνη, μιαν από τις 3 πόλεις της Αμοργού. Τις πληροφορίες τις αντλούμε από  επιγραφές, πολλές από τις οποίες όμως  σώζονται  σε αποσπασματική μορφή.

Γιατί όμως δανείζονταν  οι αρχαιοελληνικές πόλεις και βέβαια η Αρκεσίνη; 

Πρώτα-πρώτα απαιτούνταν μεγάλα ποσά για την άμυνα της πόλης εξαιτίας των πολέμων και των πειρατικών επιδρομών, μετά για λύτρα για την απελευθέρωση αιχμαλώτων, ύστερα για τον επισιτισμό των κατοίκων και τέλος για τις φορολογίες που επέβαλαν οι  κυρίαρχοι της ελληνιστικής περιόδου. 

τάς τε συντάξεις ( = φόρους), ἃς βασιλεῖ Πτολεμαίωι ἐψηφίσατο τελεῖν ( = πληρώνει) τὸ Κοινόν τό ἡμέτερον. (επιγραφή XII 7, 13)

Ανάμεσα λοιπόν στις αιτίες δανεισμού ήταν και οι πειρατικές επιδρομές. Έτσι προτού προχωρήσουμε στην παρουσίαση των δανείων θα αναφερθούμε σε όσα μας πληροφορούν οι επιγραφές για τις πειρατικές επιδρομές στην Αμοργό, οι οποίες αρχίζουν μετά το 250 π.Χ. και συνεχίζονται τους επόμενους αιώνες.

Σε ψήφισμα του 3ου αι. π.Χ. (IG XII 7, 386) η πόλη της Αιγιάλης τιμά με στεφάνι ελιάς, με ανακοίνωση του ψηφίσματος στη γιορτή των Διονυσίων και με αναγραφή του σε στήλη που θα τοποθετηθεί στο ιερό της Πολιάδος Αθηνάς 2 αδελφούς, τον Ηγήσιππον και τον Αντίπαππον,  ἀρετῆς ἕνεκεν καί φιλοτιμίας που επέδειξαν απέναντι στους αιχμαλώτους συμπολίτες τους. Αυτοί οι 2 πολίτες, όταν πειρατές σε νυχτερινή επιδρομή   τούς συνέλαβαν μαζί με περισσότερους από τριάντα, κορίτσια, παντρεμένες γυναίκες και δούλους, κατέστρεψαν τα πλοία στο λιμάνι και έβαλαν όλους τους αιχμαλώτους σ’ ένα πλοίο, έπεισαν τον αρχηγό των πειρατών με δική τους ομηρεία να απελευθερωθούν όλοι οι πολίτες και μερικοί από τους δούλους. Το ψήφισμα δεν καταγράφει, πέρα από την ομηρεία, τον τρόπο συμφωνίας για την απελευθέρωση, αλλά είναι βέβαιο ότι αυτή έγινε με καταβολή λύτρων. Έτσι, αναφέρει το ψήφισμα,  με την πράξη αυτήν των δύο αδελφών κανείς από τους άντρες ή τις γυναίκες δεν πουλήθηκε  ή βασανίστηκε και γενικά δεν υπέστη τίποτε, αλλά γύρισαν  στα σπίτια τους σώοι. 

Με άλλο τιμητικό ψήφισμα (IG XII 7, 387)  η  Αιγιάλη στεφανώνει κάποιον (δε διασώθηκε το όνομά του) που απέκρουσε τους πειρατές, απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους και έλυσε την πολιορκία της πόλης, για να γνωρίζουν οι πολίτες ότι η πόλη τιμά όσους αγωνίζονται για την κοινή σωτηρία. 

Από επιγραφή της Αρκεσίνης του 2ου αι. π.Χ.  η πόλη τιμά την Τίμεσσα με στεφάνι ελιάς, με προεδρία στη γιορτή των Ιτωνίων και σε άλλες δημόσιες εκδηλώσεις, για τον ζήλο και τη προθυμία που επέδειξε για την απελευθέρωση αιχμαλώτων από τους πειρατές καταβάλλοντας σίγουρα τα λύτρα (IG XII 7, 36).

Εκτός όμως από τις επιβεβαιωμένες επιγραφικά πειρατικές επιδρομές, η κατασκευή τόσων πολλών πύργων, συνολικά 22, στο νησί, σχετίζεται, εκτός από τη σημασία τους για την  αγροτική οικονομία, με την από θαλάσσης και ξηράς προστασία των κατοίκων της υπαίθρου  από τις πειρατικές επιδρομές.

Για τα δάνεια της Αρκεσίνης έχουν διασωθεί 6 συμβόλαια.  

 Η επιγραφή  XII 7, 66 των αρχών του 3ου αι. π.Χ.,  σε πολύ αποσπασματική μορφή, αναφέρεται σε πρεσβευτές στους οποίους πρέπει να καταβάλλονται μάλλον οι τόκοι  δανείου και στη συνέχεια θα υπάρχουν οι ρήτρες σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας εξόφλησης.

Αποσπασματική επίσης επιγραφή (XII 7, 67Α) του 2ου αι. π.Χ. μας πληροφορεί ότι Αστυπαλαιείς δάνεισαν σε αλεξανδρινό νόμισμα με 5 τάλαντα την πόλη, ότι ο τόκος θα καταβάλλεται ετησίως στην Αστυπάλαια σε ίδιο νόμισμα που θα είναι γνήσιο, μη νοθευμένο και αφορολόγητο.

Η επιγραφή XII 7, 67Β έχει διασωθεί σχεδόν ολόκληρη και μας παρέχει πολλές πληροφορίες για τους όρους με τους οποίους συνάπτονταν τα δάνεια. Ο Νάξιος Πραξικλής Πολυμνήστου  δάνεισε την πόλη με 3 τάλαντα σε αττικό νόμισμα με τόκο 5 οβολούς τον μήνα. Οι όροι του δανείου ήταν:

1. Η πόλη υποχρεώθηκε να υποθηκεύσει  όχι μόνο όλη τη δημόσια περιουσία, αλλά και την περιουσία των πολιτών και των κατοίκων της πόλης, ἔγγαια καί ὑπερπόντια, δηλ. και όσα βρίσκονται στα όρια της επικράτειας της πόλης, αλλά και τα πλοία με το φορτίο τους. 

2. Τον τόκο θα τον πληρώνουν κάθε χρόνο οι ταμίες οι οποίοι έχουν την ευθύνη της είσπραξης. Εάν δεν πληρωθεί το ποσό, επιβαρύνονται οι ίδιοι με το ποσό αυξημένο κατά το μισό.

3. Σε περίπτωση μη καταβολής του  ποσού, αυτό θα το πληρώνει η πόλη, αλλά δε θα προσμετράται στην εξόφληση του δανείου. 

4. Το κεφάλαιο θα καταβληθεί σε 6 μήνες στη Νάξο.  

5. Αρχικό ποσό και δόσεις θα πληρώνονται στο νόμισμα που χρησιμοποιεί η πόλη, αλεξανδρινό  ή αττικό. 

6. Αν δεν πληρωθεί το κεφάλαιο, το χρέος αυξάνεται σε 6 τάλαντα, δηλ. διπλασιάζεται, και ορίζεται και πάλι ότι ο δανειοδότης θα το εισπράξει από τη δημόσια και την ιδιωτική περιουσία πολιτών και μη και  με οποιονδήποτε τρόπο.

ἔ[κ] τε τῶν κοινῶν τ[ῶ]ν Ἀρκ[ε]σινέων πάντωγ καὶ ἐκ τῶν 

[ἰ]δίων τῶν Ἀρκεσινέωγ κ[αὶ] ἐ[κ τῶν] οἰκούντων ἐν Ἀρκεσίνηι καὶ ἐξ ἑνὸς 

[ἑ]κάστου ἅπαν τὸ ἀργύριογ [κ]αὶ ἐξ ἁπάντων, τρόπωι ὧι ἂν ἐπίστηται 

7.Τυχόν ενέχυρα ή χρήματα που θα περιέλθουν στην κυριότητα του Πραξικλή δε θα συνυπολογίζονται στο χρέος της πόλης.

8. Οι εισπράκτορες, Αρκεσινείς ή άλλοι, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δεν υφίστανται καμιά τιμωρία ούτε μπορούν να οδηγηθούν σε δίκη.

9. Όποιος Αρκεσινεύς ή άλλος κάτοικος εμποδίσει τους εισπράκτορες ή εναντιωθεί στην είσπραξη των χρημάτων με κάποιον τρόπο ή με κάποια πονηριά  θα πληρώσει 1 τάλαντο που δε θα θεωρείται τμήμα εξόφλησης του δανείου.

10. Οποιαδήποτε ζημιά ή δαπάνη υπάρξει στη διάρκεια της είσπραξης αυτή θα προστεθεί στο ποσό του δανείου και η πόλη θα είναι υπεύθυνη.

11. Πάνω από τους όρους του δανείου κανείς δεν είναι ανώτερος ούτε νόμος, ούτε ψήφισμα, ούτε κάποιος άρχοντας της πόλης, ούτε κάποια άλλη αρχή, ούτε κάποιο απατηλό τέχνασμα, αλλά το συμβόλαιο είναι τόσο ισχυρό ώστε κανένας δεν μπορεί να το καταστήσει άκυρο.

12. Το συμβόλαιο μέσα σε 60 μέρες πρέπει να γραφεί και να στηθεί σε δημόσιο χώρο, στο ιερό της Ήρας, διαφορετικά θα υπάρχει ποινή που όμως δεν έχει καταστεί δυνατή η ανάγνωσή της στην επιγραφή.

Τέλος ορίζονται μάρτυρες.

Προσέξτε τον 11ο όρο: Ο δανειοδότης καθίσταται απόλυτος εξουσιαστής της πόλης την οποία υποχρεώνει σε οικονομικό καταναγκασμό. Η πόλη με το «μνημόνιο» που υπογράφει τίθεται σε οικονομική δουλεία, δεσμεύεται η κυριαρχία της και κάθε ενέργειά της πρέπει να έχει την έγκριση του προστάτη ο οποίος φροντίζει ώστε τα πάντα να στοχεύουν στην αποπληρωμή του δανείου.

Με την επιγραφή XII 7, 69 κάποιος Αλέξανδρος (πιθανόν Μινωίτης ή τουλάχιστον Αμόργιος) δανείζει την πόλη σε αττικό νόμισμα με τους ίδιους όρους που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο συμβόλαιο. Αναγράφονται 18 μάρτυρες.

Σε επιγραφή του 3ου αι. π.Χ. (XII 7, 70),  που  το μεγαλύτερο μέρος της έχει φθαρεί, έχουμε επίσης δανεισμό της πόλης και αναφέρονται κάποιες ρήτρες όμοιες με των άλλων συμβολαίων δανεισμού.

Του 4ου αι. π.Χ.  είναι η επιγραφή XII 7, 68 σε αποσπασματική μορφή που περιέχει συμβόλαιο δανεισμού και των 3 πόλεων  της Αμοργού από κοινού.

ἀγαθῆι τύχηι ἐδανείσατο ἡ πόλις ἡ Ἀρκεσινέων καὶ ἡ πόλις ἡ Αἰγιαλέων καὶ ἡ πόλις ἡ Μινοητῶν ἀργυίου γυρίου Ἀττικοῦ.

Δε γνωρίζουμε τους δανειστές.

Με την   επιγραφή  XII 7, 5 του 357-356 π.Χ.  η πόλη τιμά τον Αθηναίο Ανδροτίωνα ἀρετῆς καὶ δικαιοσύνης καὶ εὐνοίας ἕνεκα τῆς εἰς τὸν δῆμον τὸν Ἀρκεσινέων με χρυσό στεφάνι, τον ανακηρύττει πρόξενο και ευεργέτη και τον ίδιο και τους απογόνους του, γιατί εκτός από άλλες προσφορές δάνεισε άτοκα την πόλη που βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση. 

Τέλος  η επιγραφή XII 7, 13 που σώθηκε σε   αποσπασματική μορφή, πιθανόν να ρύθμιζε τρόπους εξόφλησης από τους Πτολεμαίους δανείου που η πόλη είχε συνάψει με το ιερό του Απόλλωνα της Δήλου την εποχή που κυβερνούσαν τη Μακεδονία οι Αντιγονίδες (295-168 π.Χ.).

Οι αξιωματούχοι της πόλης που σχετίζονταν με τη σύναψη των δανείων ήταν οἱ ταμίαι και οἱ δανεισταί. 

Όπως αναφέρθηκε στην επιγραφή XII 7, 67B  οι ταμίες εισέπρατταν  από τους κατοίκους της πόλης τους τόκους του δανείου με προσωπική τους ευθύνη, διαφορετικά πλήρωναν οι ίδιοι στον δανειστή το ποσό αυξημένο με το πρόστιμο που οριζόταν στο συμβόλαιο.

Αυτό προϋποθέτει ότι οι ταμίες  ανήκαν στους πλούσιους της πόλης. Από πού άραγε προερχόταν η ευμάρειά τους; Λογική είναι η απάντηση από τη γεωργική εκμετάλλευση, αλλά γνωρίζοντας τις περιορισμένες δυνατότητες του εδάφους του νησιού πρέπει με βεβαιότητα να αναζητήσουμε αλλού τις πηγές του πλούτου. Στα ίδια τα συμβόλαια των δανείων αναφέρεται ότι η πόλη υποθηκεύει όχι μόνο την έγγεια περιουσία, αλλά και τα  υπερπόντια, δηλ. τα πλοία. Τα λιμάνια του νησιού επέτρεπαν σε πολίτες να ασχολούνται με εμπορικές ναυτιλιακές δραστηριότητες οι οποίες έφερναν αυξημένα κέρδη. Από τους Αρκεσινείς λοιπόν που ασχολούνταν με το θαλάσσιο εμπόριο θα προέρχονταν οι ταμίες της πόλης.

Οι δανειστές από την άλλη ήταν η επιτροπή που διαπραγματευόταν με τους δανειστές τους όρους των δανείων χωρίς να έχουν καμιά ευθύνη.

Μια τελευταία πτυχή των δανείων αναφέρεται στην επιγραφή, σε αποσπασματική κατάσταση, XII 7, 15 του πρώτου μισού του 4ου π.Χ. αι. Η πόλη της Αρκεσίνης επαινεί τούς πρεσβευτάς τούς παρά βασιλέως για τις παραινέσεις που παρέχουν στον δήμο των Αρκεσινέων και τη μεγάλη φροντίδα που επιδεικνύουν ὅτως ὁμονόοντες οἰκῶμεν. Υπήρχαν λοιπόν ταραχές ή γενικά  κοινωνική αναστάτωση στην πόλη που μελετητές την αποδίδουν σε άρνηση ή καθυστέρηση  από φτωχούς οφειλέτες να πληρώσουν τα χρέη τους. Οι μονάρχες λοιπόν της εποχής φρόντιζαν για  την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης και την αρμονική συμβίωση των πολιτών της Αρκεσίνης με απεσταλμένους τους, γεγονός που είναι ένδειξη ότι υπήρχε έλλειψη εμπιστοσύνης των κατοίκων στους αρμόδιους  άρχοντες ή αδυναμία αυτών για τη διευθέτηση  της τάξης.

  Συμπερασματικά:  

Οι αρχαίες πόλεις-κράτη δανείζονταν όπως οι σημερινές χώρες.

Μεταξύ των αιτίων δανεισμού ήταν τα προβλήματα που δημιουργούνταν από τις πειρατικές επιδρομές.

Οι όροι δανεισμού ήταν πολύ σκληροί. Οι δανειστές εκμεταλλεύονταν τις δύσκολες καταστάσεις που βίωναν οι πόλεις και μπορούσαν να αυθαιρετούν ανεξέλεγκτα εις βάρος τους.

Πηγές:

Π. Μ. Νίγδελη: Πολίτευμα και κοινωνία των πόλεων των Κυκλάδων κατά την ελληνιστική  και αυτοκρατορική εποχή, Θεσσαλονίκη 1990.

Λ. Μαραγκού: Αμοργός II Oι αρχαίοι πύργοι, Αθήνα 2005. 

από το 

ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ

ψηφιακό τεύχος 62, Ιούνιος 2021

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Το έπος των Αμοργιανών οικιστών σε Δονούσα, Κουφονήσια, Σχοινούσα, Ηρακλειά


Δύο γεγονότα σημάδεψαν την ιστορία των Κυκλάδων μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους (1832).

Το ένα είναι στην Σύρο η δημιουργία της Ερμούπολης, της νεότερης ελληνικής πόλης. Αποικίστηκε από προσφυγικούς πληθυσμούς του Ανατολικού Αιγαίου, οι οποίοι ενισχύθηκαν σταδιακά με εσωτερικούς μετανάστες από άλλα νησιά των Κυκλάδων.

Το δεύτερο γεγονός είναι ο αποικισμός Δονούσας, Κουφονησιού, Σχοινούσας και Ηρακλειάς από αμοργιανές οικογένειες, κυρίως από την περιοχή της Αιγιάλης.

Το 1700 ο Γάλλος φυσιοδίφης Πιτόν ντε Τουρνεφόρ ταξίδεψε στο Αιγαίο. Για την Δονούσα γράφει: 

«Υπάρχει μόνο μία στάνη, καταφύγιο 5-6 φτωχών βοσκών… Κάθε τρεις μήνες στέλνουν στους βοσκούς παξιμάδια».

Βρήκε την Κέρο βοσκότοπο «όπου οι μοναχοί της Αμοργού στέλνουν δύο καλόγερους την εποχή που παρασκευάζουν τυριά. Εκτρέφουν εκεί περισσότερα από 300 αιγοπρόβατα».

«Η Σχοινούσα είναι ένα άλλο ακατοίκητο νησί», γράφει, «όπου υπάρχουν μόνον τα χαλάσματα ενός ερειπωμένου χωριού». 

Και αναφέρει για την Ηρακλειά: «Οι μοναχοί της Αμοργού, στους οποίους ανήκει η Ηρακλειά, εκτρέφουν εδώ 800-900 αιγοπρόβατα. Συνήθως συναντά κανείς μόνον δύο φτωχούς καλόγερους που τα φροντίζουν και που επιζούν με μαύρο παξιμάδι και οστρακοειδή. Το τυρί τους είναι πολύ καλό».

Ο αποικισμός των ερημόνησων, όπως τα έλεγαν τότε, μοιάζει με τους αποικισμούς των αρχαίων Ελλήνων. Οι Αμοργιανοί πήραν μαζί τους τα επώνυμα, τα ήθη και τα έθιμα, την ντοπιολαλιά, τις καλλιέργειες, τα τοπωνύμια της Αμοργού. Έτσι για παράδειγμα, οι κορυφές των βουνών της Δονούσας και της Ηρακλειάς λέγονται Πάπας, όπως και η ψηλότερη κορφή της Αμοργού.

Πρόκειται για ένα πραγματικό έπος των Αμοργιανών.

Η κατοίκηση των ερημόνησων άρχισε μετά την Επανάσταση του 1821 και όσο αυτή συνεχιζόταν.

Γύρω στο 1825 άρχισε η εγκατάσταση στην Δονούσα, που ήταν ένα ελεύθερο νησί αφού δεν ήταν μετόχι της Χοζοβιώτισσας.

Το 1826 στην ερημόνησο Ηρακλειά, μετόχι της Χοζοβιώτισσας, άρχισαν εκχερσώσεις 2-3 Γιαλίτες με επικεφαλής τον Νικόλαο Σίμο. Το 1831 συμφώνησαν 17 αρχηγοί οικογενειών από την Αιγιάλη με το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας να δημιουργήσουν καλλιεργήσιμη γη στις θέσεις Λιβάδι, Άγιος Γεώργιος, Παναγιά και Άγιος Αθανάσιος. Η συμφωνία ήταν για μια δεκαετία και προέβλεπε την απόδοση στο μοναστήρι του μισού της καθαρής προσόδου από τις καλλιέργειες.

Περίπου την ίδια περίοδο και με τους ίδιους όρους συμφώνησαν κι άλλοι Γιαλίτες με το μοναστήρι για τις καλλιέργειες και, άρα, την κατοίκηση της Σχοινούσας.

Ήταν η εποχή του άγριου καπιταλισμού (όπως και σήμερα που όμως είναι πολύ πιο εξωραϊσμένος) αλλά και των πρωτόγονων συνθηκών στα ερημονήσια, που άρχισε το μέγα έπος των Αιγιαλιτών να τα κατοικήσουν και να ζωντανέψουν τα «ερημονήσια».

Δυο γενιές αργότερα, διαπιστώνουμε από τον εκλογικό κατάλογο Αιγιάλης του 1887, ότι το 46% των εγγεγραμμένων εκλογέων είχε φύγει από την Γιάλη. Το 35% είχε μεταναστεύσει και το 11% κατοικούσε στις «ερημονήσους».

Γιατί συνέβη αυτή η μαζική έξοδος του γιαλίτικου πληθυσμού;

Η Αιγιάλη αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο της επιφάνειας της Αμοργού. Είναι όμως ορεινή περιοχή, οι φυσικοί της πόροι είναι περιορισμένοι και η συντήρηση του πληθυσμού της έχει συγκεκριμένα όρια. Αν τα όρια ξεπεραστούν, τότε έχουμε υπερπληθυσμό.

Μόλις φύσηξε το αεράκι της ελευθερίας μετά το 1821, άρχισε η προσπάθεια πληθυσμιακής αποσυμπίεσης της γιαλίτικης κοινωνίας. Αρχικά σπασμωδικά με ατομικές πρωτοβουλίες και μετά την συγκρότηση του ελληνικού κράτους πιο οργανωμένα. Τον αποικισμό των ερημόνησων ακολούθησε η μετανάστευση. Ο πληθυσμός της Αιγιάλης μειώθηκε περίπου στο μισό. Κι έτσι η γιαλίτικη κοινωνία και οι πόροι του τόπου έφτασαν σε μια ανεκτή αντιστοίχιση.

Πλήρη στοιχεία για το μέγεθος του αποικισμού των ερημόνησων έχουμε από τις δύο απογραφές (1870 και 1879) στον Δήμο Αμοργού (Χώρα). 

Από την απογραφή του 1870 διαπιστώνουμε ότι καταγράφονται 332 ετεροδημότες. Από αυτούς οι 283 προέρχονται από την Αιγιάλη και κατανέμονται 175 στην Σχοινούσα, 10 στο Κάτω Κουφονήσι, 32 στο Πάνω Κουφονήσι και 381 στην Ηρακλειά.


Δονούσα

Για τον 19ο αιώνα τα στοιχεία από τον Δήμο Αιγιάλης είναι ανύπαρκτα για την Δονούσα. Στον εκλογικό κατάλογο του 1887 δεν αναφέρεται καν η Δονούσα. Ίσως έχουν κάνει λάθος οι γραφείς, γιατί αναφέρεται η τοποθεσία «Ξενούσα» με εκλογείς 4 Πράσινους εγγεγραμμένους στην Λαγκάδα και 1 Γρίσπο από τα Θολάρια. Ο Γάλλος εθνογεωγράφος Εμίλ Κολοντνί στην μελέτη του για την Δονούσα δίνει πληθυσμό 137 άτομα για το 1879 και 136 άτομα το 1896.

Καλύτερα στοιχεία έχουμε για τους εκλογείς της Δονούσας του 1928 και του 1947. Τα επώνυμα που καταγράφονται είναι: Κωβαίος (1), Μαρκουλής (5), Πλατής (2), Πράσινος (8), Ρούσος (3), Σιγάλας (8), Σκοπελίτης (2), Τσαβαρής (2).


Κουφονήσια

Το Κουφονήσι φαίνεται ότι δεν ήταν εντελώς ακατοίκητο. Τα χρησιμοποιούσαν οι Χωραΐτες εποχικά για καλλιέργειες και αραξοβόλι. Το 1870 είχε 32 κατοίκους με άλλους 10 στο Κάτω Κουφονήσι.

Στις απογραφές 1870 και 1879 περιλαμβάνονται κάτοικοι (άνδρες και γυναίκες) με επώνυμα Βασάλος (6 άτομα), Βενετζάνος (6), Δεσποτίδης (2), Εξαρχόπουλος (1), Θεολογίτης (4 σε Κέρο), Κανακάρης (1), Κορονέλος (1), Κωβαίος (1), Λουδάρος (8), Νικολαΐδης (1), Νομικός (2), Πετράντης (5), Πράσινος (31), Ρουμελιώτης (3), Συναδινός (3), Τζαγκάτος (2), Φωστιέρης (8). Από την Αιγιάλη προέρχονται: Βασάλος (2), Λαός (2), Μάνης (2), Στεφανίδης (5).


Ηρακλειά

Η Ηρακλειά αποικίστηκε σχεδόν αποκλειστικά από Γιαλίτες. Στον εκλογικό κατάλογο του 1887 της Αιγιάλης περιλαμβάνονται τα εξής επώνυμα: Βεκρής (1), Βλαβιανός (2), Γαβαλάς (11), Δανέζης (1), Εξαρχόπουλος (1), Κανάκης (4), Μενδρινός (2), Νομικός (1), Ρούσσος (1), Σιμιδαλάς (1), Σίμος (4), Στεφανίδης (3), Συνοδινός (2), Χιωτίνης (1).


Σχοινούσα

Σχεδόν όλοι οι οικιστές της Σχοινούσας το 1879 προέρχονταν από την Αιγιάλη με λίγες εξαιρέσεις από την Χώρα, όπως ο ιερέας Γεώργιος Νομικός και λίγοι Γρίσποι, Κωβαίοι και Νομικοί. Τα επώνυμα των οικιστών (ανδρών και γυναικών) από την Αιγιάλη είναι:

Γεράκης (6), Γρίσπος (1), Θεολογίτης (3), Κωβαίος (3), Μάνης (8), Νομικός (1), Οικονομίδης (2), Ρωσσέτου (4), Σίμος (6), Σκαρλάτος (1), Στεφανίδης (12), Συνοδινός (2).

Οι Αμοργιανοί οικιστές των ερημόνησων μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες, σχεδόν απάνθρωπες, κατάφεραν να χτίσουν σταδιακά τις δικές τους κοινωνίες, γράφοντας ένα πραγματικό έπος. 

Κι αυτές οι κοινωνίες, όπως και της μητρικής Αμοργού, υπέστησαν την μάστιγα της μεταπολεμικής μετανάστευσης. 

Τα τελευταία χρόνια και τα πέντε νησιά, άρχισαν να αναπτύσσονται με τον τουρισμό. Οι κοινωνίες τους έχουν την αυτονομία τους αλλά και οι δεσμοί που τα ενώνουν είναι πολλοί και δεν είναι μόνο ο «Σκοπελίτης». 

Το αίμα νερό δεν γίνεται και το μέλλον είναι κοινό…

 

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Η Δονούσα στο πέρασμα του χρόνου - Από τους Βασιλαράδες στο Radio Donoussa


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Το Κάστρο της Αμοργού»
ψηφιακό τεύχος αριθμ. 59, Μάρτιος 2021


Ο Πίρι Ρεΐς δεν θα ξεχώρισε από τους άλλους μουσουλμάνους θαλασσόλυκους (πολλοί απ’ αυτούς ελληνικής καταγωγής, όπως ο περίφημος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα) του μεσαιωνικού Αιγαίου, αν δεν είχε επιδοθεί στην χαρτογράφηση. Ο παγκόσμιος χάρτης που εκπόνησε το 1513 και στον οποίο θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνεται η άγνωστη στην εποχή του ήπειρος της Ανταρκτικής, αποτελεί σήμερα ένα μεγάλο μυστήριο και σημείο επιστημονικής (και... άλλης) διαμάχης.
Στο «Βιβλίο της Ναυσιπλοΐας» του καπετάν (ρεΐς) Πίρι, με χάρτες από την Μεσόγειο του 16ου αιώνα, περιλαμβάνονται και χάρτες της Αμοργού  (Γιαμοργκού στα τουρκικά) και των νησιών της.
Για την Δονούσα γράφει (1):
«Βορειοανατολικά της Νάξου υπάρχει το ακατοίκητο νησί Δονούσα (Τενούσε-Tenuse), που οι Τούρκοι ονομάζουν Χατζιλάρ. Κάποτε οι άπιστοι πειρατές έσφαξαν εδώ προσκυνητές των Ιερών Τόπων. Το λιμάνι του είναι ένας όρμος που βλέπει στα βορειοδυτικά. Δεν είναι καλό αραξοβόλι. Έχει βράχους. Όσοι χρειάζονται πόσιμο νερό, υπάρχει στο σημείο του νησιού που βλέπει νοτιοδυτικά».
Έχει ενδιαφέρον ότι ο Πίρι Ρεΐς αναφέρει την πηγή με τρεχούμενο νερό κοντά στον οικισμό Μερσίνη. Η Δονούσα ήταν λοιπόν γνωστή στους ναυτικούς, και μάλιστα με το αρχαίο και σημερινό όνομά της, αλλά την θεωρούσαν ακατοίκητη επειδή δεν έβλεπαν κάποιον οικισμό. Αλλά ήταν πράγματι ακατοίκητη;

Ο ηγούμενος Μακάριος
Στις 19 Αυγούστου 1632 ο Μακάριος, ηγούμενος της Μονής Χοζοβιώτισσας, συντάσσει την διαθήκη του. Και, ανάμεσα στ' άλλα, γράφει : 
«Αφιερώνω το μετόχιν, εις το μοναστήρι τον Χρυσόστομον καθώς ευρίσκεται με το μετόχι ακόμη του Χρυσοστόμου γρόσα εκατό τριάτα και τα φοράδια που έχομε με τον παπά κυρ Ιωάννη το Σκαρλάτο και αυτά έδωκά του με το μουλάρι. Ακόμη και τα ζώα όπου έχω εις τη Τονούσα και εις την Αμοργό και αυτά του Χρυσοστόμου». [2]
Ανάμεσα, λοιπόν, στα περιουσιακά του στοιχεία, που αφιερώνει στην Χοζοβιώτισσα. ο Μακάριος, είναι και τα ζώα που έχει στην Δονούσα. Τα ζώα ήταν κατσίκια, γιατί στην Δονούσα ουδέποτε είχαν πρόβατα. Και κατσίκια χωρίς βοσκούς που θα τα φρόντιζαν, θα τα τυροκομούσαν κλπ δεν νοούνται. Επομένως, η Δονούσα τον 17ο αιώνα μπορεί να μην είχε οικισμό αλλά είχε κατοίκους. Βοσκούς…

Ο Τουρνεφόρ
Εβδομήντα χρόνια μετά την διαθήκη του Μακάριου, το φθινόπωρο του 1700, επισκέπτεται την Δονούσα ο Γάλλος φυσιοδίφης Πιτόν ντε Τουρνεφόρ. Και συναντά τους βοσκούς. Γράφει {3}:
«Αφήσαμε τη Νάξο στις 15 Σεπτεμβρίου, με πρόθεση να πάμε στην Πάτμο για να δούμε το σπήλαιο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Άγιος Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη. Αλλά ο νοτιοδυτικός άνεμος μας ανάγκασε να προσορμισθούμε στην Δονούσα, ένα μικρό νησί , που έχει περίμετρο μόνον 10-12 μίλια….
 »… Στην Δονούσα υπάρχει μόνο μία στάνη, καταφύγιο 5-6 φτωχών γιδοβοσκών. Από τον φόβο μήπως τους πιάσουν κουρσάροι ή ληστές, αναγκάζονται να κρυφθούν στους βράχους μόλις πλησιάσει κάποιο πλεούμενο. Κάθε τρεις μήνες στέλνουν στους βοσκούς παξιμάδια. Μόλις και μετά βίας βρίσκουν νερό στο νησί. Ωστόσο, ευδοκιμούν εδώ ωραία φυτά και το νησί είναι καλυμμένο από σχίνα, πουρνάρια και λαδανιές. Ανήκει στην κοινότητα της Αμοργού.
» Καθώς η κακοκαιρία μας κράτησε στη Δονούσα περισσότερο από ό,τι αναμέναμε και τα εφόδιά μας είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν, αναγκασθήκαμε να κάνουμε σούπα με σαλιγκάρια της θάλασσας κι είχαμε αρκετό χρόνο στη διάθεσή μας για να τα μελετήσουμε... Αυτό ήταν το μόνο ορεκτικό έδεσμα που μας παρέσχε το νησί, γιατί δεν είχαμε ούτε δίχτυα ούτε αγκίστρια για να ψαρέψουμε. Οι βοσκοί, εξ άλλου, μας πέρασαν για ληστές και δεν τόλμησαν να κατέβουν από τους βράχους τους, μολονότι οι ναύτες μας, οι οποίοι δεν ήξεραν που να βρουν πόσιμο νερό, είχαν υψώσει όλα τα άσπρα κουρέλια που υπήρχαν στο πλοίο για να τους πείσουν ότι είχαμε ειρηνικές διαθέσεις.»
Η Δονούσα όχι μόνο έχει πόσιμο νερό αλλά έχει μια σημαντική πηγή, που την ήξερε και την μνημονεύει όπως είδαμε πιο πάνω ο Πίρι Ρεΐς. Και οι 5-6 βοσκοί, μπορεί να ήταν περισσότεροι στο εσωτερικό, έμεναν σε σπίτια, είχαν μαντριά και ίσως να είχαν και τις οικογένειές τους. Συνεπώς και από την αφήγηση του Τρουνεφόρ διαπιστώνουμε ότι η Δονούσα είχε κατοίκους.
Αυτοί οι κάτοικοι, όπως γνωρίζουμε από τα νεότερα χρόνια, προέρχονταν από την Αιγιάλη από όπου και έπαιρναν προμήθειες, όπως τα παξιμάδια που αναφέρει ο Τουρνεφόρ, ο οποίος και συνεχίζει:
» Η Δονούσα θα άξιζε να μνημονευθεί για μερικά σπάνια φυτά και ιδίως για ένα είδος αγριαψιθιάς που δεν είχαμε δει πουθενά αλλού στη διαδρομή μας. Αυτό το φυτό είναι τόσο πολύ σπάνιο, ώστε δεν μπορώ να μην παραθέσω εδώ το σχέδιο και την περιγραφή του.
Ptarmica incana, pinnulis cristatis (Πταρμική η πολιά, μετά λοφιοφόρων πτερυγίων) κλπ..».
Η επιστημονική περιπέτεια αυτού του σπάνιου φυτού της Δονούσας, εξιστορείται σε επόμενες σελίδες.  Οι άνεμοι που κατεβαίνουν από την Δονούσα καταλήγουν στην Αμοργό και ο Τουρνεφόρ καταλήγει:
«Ο βόρειος άνεμος μας έκανε να εγκαταλείψουμε για δεύτερη φορά το σχέδιό μας να πάμε στην Πάτμο. Για ποιον λόγο να αντιμαχόμαστε τον Αίολο; Από την Δονούσα μάς έριξε προς την Αμοργό, νησί που αξίζει να το προσέξει ο ταξιδιώτης. Αλλά, καθώς είχε φουσκοθαλασσιά, προσορμισθήκαμε στη Νικουριά, έναν απόκρημνο βράχο σε απόσταση ενός μιλίου από την Αμοργό».

Βασιλαράδες
Εκεί, απέναντι από την Νικουριά, στην Αιγιάλη, 180 χρόνια μετά το ταξίδι του Τουρνεφόρ, ανιχνεύουμε τα επώνυμα των κατοίκων της Δονούσας στον εκλογικό κατάλογο του 1887 της Αιγιάλης, στην οποία ανήκε διοικητικά τότε η Δονούσα.  (4( Είναι οι:

Νικήτας Γρίσπος του Ζαννή, 58 ετών από τα Θολάρια, γεωργοποιμήν.
Βασίλειος Πράσινος του Δημητρίου, 65 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.
Δημήτριος Πράσινος του Βασιλείου, 37 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.
Μιχαήλ Πράσινος του Βασιλείου, 35 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.
Γεώργιος Πράσινος του Βασιλείου, 23 ετών από την Λαγκάδα, γεωργός.

Η οικογένεια του Βασίλη Πράσινου πρέπει να ήταν γνωστή στην Αμοργό ως Βασιλαράδες. Ας δούμε τι διηγείται γι’ αυτούς και για την ζωή περίπου εκείνη την εποχή στην Δονούσα ο Νικόλας Βλαβιανός από τον Στρούμπο της Αιγιάλης (5).
«Οχτώ χρονώ ο συχωρεμένος ο πατέρας μου μ’ έστειλεν κοπέλι στη Ντονούσα, στους Βασιλαράδες. Είχεν μια αδερφήν ο πατέρας μου παντρεμένη στη Ντονούσα με το Δημήτρη τω Βασιλαράδω. Εκειά λοιπόν στον μπάρβα μου μ’ έστειλεν ο πατέρας μου να περετώ, κοπέλι, αιχμάλωτο. Οι Βασιλαράδες είχανε κι άλλον ένα κοπέλι κι ηκάναμε παρέα μάζί. Αυτός ήτονε Ντονουσιώτης, σόι τω Βασιλαράδων κι αυτός από το Σταυρό, μιάμιση ώρα δρόμο με τα πόδια από την Καλοταρίτισσα οπού ‘μεστεν εμείς.
Εκειά κοπέλι εγώ ήκαμα πέντε χρόνια, Τους υπηρέτου, ήβοσκα τις κατσίκες, ηπάαινα για νεό, ήκανα όλες τις δουλειές. Τα παπούτσα που ηφόρου άμα γυα από δω ύστερι δε μου κάνασι κι ηπορπάτου μέρα γη νύχτα ξεπόλυτος μές στους αγκάτθους. Αυτά δα τα παπούτσα μου τα ‘φερα μπρος επίσω στα πέντε χρόνια που ήκατσα εκειά. Τίποτι, ούτε ρούχα ούτε παπούτσα μου κάμανε πέντε χρόνια που τους ηπερέτου. Τα ρούχα μου είχανε-ν-μπιο λιώσει, κουρέλια, μονοφόρια πέντε χρόνια. Απάνω σ’ έναν μπάρι, σράβαλο, μου ΄χανε στρώσει μιαν αριχού κι εκειά απάνου ήπεφτα. Τ’ αμάνημα που θελε να σηκωθώ, ήθελε να μου βάλλουσι τίποτι να φάω σούβλη που ηκάνα μες στο τη(γ)άνι και μου βάλλα και κανένα-ν- γκομάτιν απαλό ψωμί γη παξιμάδι και καμμιά φορά α μου βάλλα-ν γκαι κανένα κομματάκι, ένα θρουλί-ν ντυράκι μέσαγη καμμιάν ελιά. Ελιές δεν υπήρχαν εκειά απάνω. Αυτηδά την αποκινίδα που μου βάλλανε ώσπου να πάω με τις κατσίκες που τις ηβάρου, καμιά σαρανταριά πενηνταριά κεφάλια ήτονε με τα πρόβατα μαζί, ώσπου να βγω απάνω στο πλευρό που τις ήβοσκα το ‘χα φάει κι όλη μέρα ηπείνου. Ήτρωα γαλατσίδες, καστανιές, ό,τι έβρισκα και άβραστο γάλα γιατί όλη μέρα ηπείνου.
» Εκατό δραχμές το χρόνο ήπαιρνεν ο πατέρας μου και καένα τσουβάλι-ν– γρομμύδια. Εγώ δεν ήπηρα ούτε φράγκο. Αυτοί τα λεφτά τα στείλα-ν– του πατέρα μου. Πέντε χρόνια εκεί απάνω εν είχα δει μπιο-ν-γκαένα δικό μου. Στα πέντε χρόνια το σκέφτην ο πατέρας μου κι ηπήρεν το γιο του Αντριαδάκη με τη βάρκα-ν– του κι ήρτεν στη Ντονούσα. Την ημέραν εκείνην εγώ είχα πάει με βάρκα με το γιο αυτουτνού του αφεντικού μου να ποτίσω τις κατσίκες στο Σκαλονήσι έναν ερημόνησο της Ντονούσας. Μος ηδέναμε-ν– τη βάρκα είδα το-ν– μπατέρα μου στην άμμο. Εν τον ηζύγωνα. Είχαν μπιον αγριέψει. Ο πατέρας μου με κυνήα από πίσω και μος με πρόλαβε μου λέει: «Θα φύομε με τη βάρκα για τη Γιάλη. Θα πάμε στο σπίτι. Εν κάνει να ‘σαι μπιο-ν-κοπέλι». Εγώ εν ήθελα να φύω. Είχα μάθει μπιον την γκακουχία εκεί απάνω κι είχα αγριέψει. Με τα πολλά μ’ έβαλεν ο πατέρας μου στη βάρκα κι ηφύαμε. Άμα ήρταμε στο Στρούμπο, ετούτη η αδερφή μου το Καλλιώ ήτονε μωρό άμα φυα και δε με ξερε-ν-καθόλου. Με εφοβούντο και δε με ζύγωνε, ήκλαιε μος της ημίλου».

Ο Σκοπελίτης
Τρία χρόνια μετά τις εκλογές του 1887, φθάνουν στην Δονούσα δυο ψαράδες - σφουγγαράδες από την Σύμη. Ο ένα λέγεται Τσαβαρής κι ο δεύτερος Σκοπελίτης.
Ο αείμνηστος καπετάν Μήτσος Σκοπελίτης, ο δημιουργός του θρυλικού Εξπρές Σκοπελίτης που ενώνει τα νησιά μας, μου είχε διηγηθεί:
«Ο προπάππος μου ήταν από τη Σκόπελο. Καρατζάς λεγόταν. Έφυγε, γιατί είχε ανακατευτεί με λαθραία και τον κυνηγούσαν, και πήγε στα Δωδεκάνησα, στην Σύμη. Εγκαταστάθηκε εκεί, παντρεύτηκε και έκανε τον παππού μου. Και λέγανε τότες οι Συμιακοί, ποιος είναι αυτός; Από τη Σκόπελο είναι, ο Σκοπελίτης, κι έτσι μας έμεινε το επίθετο. Ο παππούς μου ήταν σφουγγαράς και είχε μια βάρκα με έναν άλλον. Έφυγαν από τη Σύμη με τα κουπιά και έφτασαν εδώ στα νησιά, στη Δονούσα... Εκεί αγάπησαν τις γυναίκες τους και τις παντρεύτηκαν, και μείνανε μόνιμοι στην περιοχή. Με τη βάρκα αυτή με τα σφουγγάρια, ο παππούς μου αγόρασε τη μισή Δονούσα, έκαμε 13 παιδιά και τα προίκισε». 
Ο πρώτος Σκοπελίτης και ο πρώτος Τσαβαρής δεν περιλαμβάνονται στον εκλογικό κατάλογο της Αιγιάλης του 1928, μάλλον γιατί δεν είχαν αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα, καθώς το 1890 προέρχονταν από οθωμανική επικράτεια όπως ήταν τα Δωδεκάνησα.
Στον εκλογικό κατάλογο του 1928 περιλαμβάνονται οι (6):

Κωβαίος Νικήτας του Νικολάου, 59 ετών, γεωργός.
Μαρκουλής Βασίλειος του Δημητρίου, 47 ετών, γεωργός.
Μαρκουλής Γεώργιος του Δημητρίου, 43 ετών, γεωργός.
Μαρκουλής Δημήτριος του Μιχαήλ, 79 ετών, μυλωνάς.
Μαρκουλής Μιχαήλ του Δημητρίου, 49 ετών, καφεπώλης.
Μαρκουλής Σπηλιώτης του Ιωάννη, 62 ετών, γεωργός.
Πράσινος Δημήτριος του Βασιλείου, 78 ετών γεωργός.
Πράσινος Μιχαήλ του Βασιλείου, 76 ετών, ποιμήν.
Πράσινος Νικόλαος του Γεωργίου, 31 ετών, γεωργός.
Πράσινος Δημήτριος του Δαμιανού, 42 ετών, γεωργός.
Πράσινος Βασίλειος του Δημητρίου, 48 ετών, γεωργός.
Πλατής Μαρίνος του Ιωάννη, 42 ετών, γεωργός.
Πλατής Γεώργιος του Π., 42 ετών, γεωργός.
Ρούσος Γεώργιος του Κώνστα, 54 ετών, γεωργός.
Ρούσος Νικήτας του Κώνστα, 52 ετών, γεωργός.
Ρούσος Μάρκος του Κώνστα, 51 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Νικήτας του Αντωνίου, 82 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Σταύρος του Αντωνίου, 54 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Μάρκος του Αντωνίου, 50 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Μιχαήλ του Αντωνίου, 23 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Νικόλαος του Αντωνίου, 24 ετών, γεωργός.
Σιγάλας Αντώνιος του Σταύρου, 32 ετών, εργάτης.
Σιγάλας Μαρίνος του Μάρκου, 47 ετών, γεωργός.

Το 1947
Εννοείται ότι οι προαναφερόμενοι δεν αντιπροσωπεύουν τον αριθμό των οικογενειών και των κατοίκων της Δονούσας το 1928 και απλώς είναι οι γραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο. 
Δεκαεννιά χρόνια αργότερα στον εκλογικό κατάλογο του 1947 έχουν προστεθεί και οι εξής (7):
Πράσινος Γεώργιος του Νικολάου, 49 ετών, γεωργός
Πράσινος Ιωάννης του Δαμιανού, 52 ετών, γεωργός
Πράσινος Κωνσταντίνος του Αντωνίου, 36 ετών, αρτοποιός.
Ρούσος Ευάγγελος του Νικήτα, 36 ετών, γεωργός
Σιγάλας Μιχαήλ του Γεωργίου, 66 ετών, ναυτικός.
Σκοπελίτης Ιωάννης του Δημητρίου, 50 ετών, ναυτικός.
Σκοπελίτης Νικήτας του Δημητρίου, 52 ετών, ναυτικός.
Τσαβαρής Νικήτας του Παντελή, 48 ετών, ναυτικός.
Τσαβαρής Κωνσταντίνος του Παντελή, 3 ετών, ναυτικός.

«Έτσι ζουν στη Δονούσα»
Έξη χρόνια μετά το 1947, ο εμβληματικός χρονογράφος της ελληνικής δημοσιογραφίας Παύλος Παλαιολόγος δημοσιεύει το Σάββατο 14 Μαρτίου 1953 στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένα χρονογράφημα με τίτλο «Έτσι ζουν στην Δονούσα» και τα γράφει τα ακόλουθα (8):
«Ανατολικά της Νάξου και πέρα από τας νήσους των Μακάρων, η Δονούσα - δηλώνει επίσημα και υπεύθυνα η κοινωνική λειτουργός - «παρουσιάζει την τελευταία βαθμίδα ομαδικής ενδείας». Θα συλλάβετε  πιο εύκολα την εικόνα της, αν έτυχε να δείτε τις προάλλες στον κινηματογράφο την περίφημη εκείνη γαλλική ταινία «Ο Θεός χρειάζεται ανθρώπους». ίδια εξαθλίωση και στη Δονούσα. Σας κτυπά στα μάτια από τη στιγμή που θα περάσετε τον όρμο του Σταυρού. Δυο-τρία χτίσματα στην παραλία. Και οι άλλοι; Αναρωτιέστε που στεγάζονται οι άλλοι κάτοικοι του νησιού. Όσο προχωρείτε όμως ξεχωρίζετε και τ' άλλα σπίτια. Από χώμα με το χρώμα του χώματος, μέσα στο χώμα η μια πλευρά τους. Αν ρωτάτε και το εσωτερικό των σπιτιών αυτών, «η εσωτερική κατάστασις αντιπροσωπεύει την πτωχοτάτην στάθμην της ανθρωπίνης κατοικίας προ του σταδίου της τρώγλης». Λίγες σανίδες σχηματίζουν το διπλό κρεβάτι της οικογενείας. Τίποτε άλλο. Ούτε ο ξύλινος νησιώτικος καναπές, ούτε το μπαούλο, ούτε τραπέζι.
Έχει και το μπακάλικό της η Δονούσα. Λίγα κουτιά σπίρτα, φυτίλια για καντήλες, κονσέρβες, πολτός ντομάτες και βούρτσες για το δάπεδο αποτελούν τον εφοδιασμό του παντοπωλείου. Απορεί και παγώνει η κοινωνική λειτουργός, που θάπρεπε να έχει εξοικειωθεί στη θέα της ελληνικής πενίας. «Διά πρώτη φοράν εις την περιοδείαν μου αντιμετώπισα τοιαύτην γενικότητα ενδείας». Δεν λείπουν οι πλούσιοι από το νησί: όσοι είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται τα είδη του δελτίου, τότε που υπήρχε δελτίο. Τους έδειχναν με το δάχτυλο και έψαχναν να βρουν το πόθεν έσχες. Που να ξέρετε όμως ότι σε μια διανομή συνέβη το θαύμα, η μισή Δονούσα να πάρει τα είδη που διανέμονταν. Σταθμός στην ιστορία του νησιού. Τον αναφέρουν όπως τα μεγάλα γεγονότα του 21, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Ελληνοΐταλικό. Ακούς και σου λένε: «Τότε που αγοράσαμε οι μισοί το δελτίο...» » Δεν πρόκειται για εντυπώσεις δημοσιογραφικές. Πρόκειται για έκθεση δημοσίου υπαλλήλους στην προϊσταμένη της αρχή.

Το οινόπνευμα
» Πέρα από το μπακάλικο, το μηδέν. Τίποτα. Λίγο οινόπνευμα ζήτησε η κοινωνική λειτουργός, για να απολυμαίνει μ' αυτό το κουτάλι με το οποίο εξέταζε  τις αμυγδαλές των παιδιών. Οινόπνευμα... Απαιτητικοί που είναι οι άνθρωποι της πολιτείας... Χρειάσθηκε να πάνε στη γειτονική κοινότητα για να φέρουν λίγα δράμια από το πολύτιμο υγρό. Τότε η κοινωνική λειτουργός με τις στοιχειώδεις ιατρικές γνώσεις της εξέτασε τα παιδιά, και βρήκε ότι στα σαρανταπέντε τα πέντε μόνο ήταν χωρίς γάγγλια.
» Και ρωτάτε για αποχωρητήριο... Αν τους στήσετε κανένα στην παραλία, θα τρέξουν όλοι οι κάτοικοι να περιεργασθούν το περίεργο κατασκεύασμα και να θαυμάσουν τις προόδους του πολιτισμού, «Δεν υπάρχει ούτε εν εις ολόκληρον την νήσον, διά να πλουτίσει τουλάχιστον τας εγκυκλοπαιδικάς γνώσεις των κατοίκων». Η παιδεία δεν πρέπει νάχει παράπονα, Υπάρχει σχολείο. Ένα σπιτάκι μ' ένα δωμάτιο. Το δε δωμάτιο έχει περιέργως και παράθυρο. Μόνο που το παράθυρο δεν έχει τζάμι. Είναι δε η στέγη που όταν βρέχει στάζει τη σοφία στα κεφαλάκια των μαθητών.
» Αν θέλετε να ξέρετε και για τη συγκοινωνία δεν ανακαλύφθηκε ακόμα στη Δονούσα ο ατμός. Βάρκες, ιστιοφόρα και κανένα βενζινάκι τής πηγαίνει μηνύματα από τον άλλο κόσμο. Όταν τα πηγαίνει. Είναι τόσο συχνά τα ναυάγια... Έχει τάχα και καμιά άλλη ατραξιόν η Δονούσα; Άνεμοι και ρεύματα, εξαιρετικά ισχυρά στο σημείο εκείνο, παρασύρουν κάθε τόσο πλεούμενα που κάνουν να πλησιάσουν τη Δονούσα. Το ατμόπλοιο τόχουν ακουστά. Ίσως να βλέπουν τον καπνό του, όταν καμιά φορά περνά από ανοιχτά. «Πόσον ανακουφιστικόν θα ήτο δι' αυτούς τους ανθρώπους, εάν κατετάσσοντο εις την ιδίαν μοίραν μετά των άλλων ανθρωπίνων όντων και τους εχορηγείτο το δικαίωμα του ατμοπλοίου της αγόνου γραμμής εις ένα ακόμη σταθμόν, τον της νήσου των, άπαξ της εβδομάδος».
» Όσο για την υγεία των κατοίκων, πηγαίνει ευτυχώς περίφημα, αφού δεν υπάρχει γιατρός, για να διαπιστώσει την ασθένεια. Γιατρό δεν είδαν από το 1940. Όταν παρασφίγγουν τα πράγματα και αν το επιτρέπει ο καιρός, οι άρρωστοι μεταφέρονται με βάρκα στην Μουτσούνα της Νάξου, από ΄κει με ζώα στην Απείρανθο και από κει με τέσσερις στην αιωνιότητα. Ευρεία διάδοση της φυματιώσεως. Ευτυχώς οι φυματικοί και οι άλλοι δεν υποπτεύονται το κακό. Η αρρώστια ανακαλύπτεται «μετά τον θάνατον του ασθενούς, κυρίως όταν ούτος μεταφέρεται εις Αθήνας, όπου γίνεται η διάγνωσις».
» Έτσι, άνδρες Αθηναίοι, ζουν κι έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι στη Δονούσα, Αλλά με συγχωρείτε. Σας πήρα σαββατιάτικα την ώρα. Και είναι πολύτιμες οι ώρες του γουίκ εντ».
Υπάρχει μια δόση δημοσιογραφικής υπερβολής στο χρονογράφημα του Παλαιολόγου, που βασίζεται στην έκθεση μιας κοινωνικής λειτουργού εκείνης της εποχής. Σε γενικές γραμμές πάντως αποδίδει την πραγματικότητα των συνθηκών ζωής στην δεκαετία του 1950, όπως την ξέρουμε και από τα χωριά της Αμοργού αλλά και από την ίδια την Αθήνα, όπως στοιβάζονταν 10 οικογένειες σε δωμάτια γύρω από μια αυλή με μία κοινή βρύση κι ένα κοινό αποχωρητήριο.

Ο Κολοντνί
Μια πολύ καλή εικόνα για την ζωή στην Δονούσα τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (1950-1970) μας δίνει ο Γάλλος γεωγράφος Εμίλ Κολοντνί. (9)
Ο Κολοντνί, πριν γίνει διευθυντής του περίφημου Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας, ήταν καθηγητής Γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο του Αιξ αν Προβάνς της Μασσαλίας και μ’ αυτή του την ιδιότητα επισκέφθηκε πολλές φορές από το 1960 και μετά την Χώρα της Αμοργού, ερευνώντας την κοινωνική της πορεία από την παρακμή στον εκσυγχρονισμό, με τελικό αποτέλεσμα ένα βιβλίο-σταθμό για την Χώρα.
Πριν από την έρευνα του για την Χώρα Αμοργού, είχε ασχοληθεί με το Αιγαίο και η διδακτορική του διατριβή είχε τίτλο «Οι πληθυσμοί των νησιών της Ελλάδας - Δοκίμιο νησιωτικής γεωγραφίας στην ανατολική Μεσόγειο». Στην διατριβή του που παρουσιάστηκε το 1973 στο Πανεπιστήμιο Αιξ-Μασσαλίας ΙΙ, το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Δονούσα.
Γράφει ο Κολοντνί:
«Η Δονούσα βρίσκεται στις ανατολικές Κυκλάδες, ανατολικά της Νάξου και δώδεκα μίλια βόρεια της Αμοργού. Αποτελείται από μια μάζα με μάρμαρα και σχιστόλιθους με στρογγυλεμένες μορφές, που κορυφώνονται στα 489 μ και προς το Βορρά διαμορφώνει  μια διαδοχή ακανόνιστων ακρωτηρίων. 
» Το νησί είχε 149 κατοίκους το 1971. Οι 67 είναι συγκεντρωμένοι στον  Σταυρό, ένα σύνολο από κυβικά σπίτια, το οποίο έχει μέτωπο στο λιμάνι στη δυτική ακτή, το οποίο συνορεύει με ένα μικρό κάμπο που έχει μερικούς φοίνικες. Ο υπόλοιπος πληθυσμός διασκορπίζεται σε τρεις οικισμούς: δύο στις πλαγιές της νότιας πλευράς, όπου υπάρχουν πηγές, και τον τρίτο στην Καλοταρίτισσα που έχει  θέα στη βόρεια περιοχή της Ρούσας. Συνδέονται με τον Σταύρο με μουλαρόδρομους, από τους οποίους τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο κάθε πρωί (20 μαθητές):

Οι καλλιέργειες
» Οι καλλιέργειες καλύπτουν 760 στρέμματα το 1970 (76 εκτάρια). ή το 5,40% της νήσου. Τα δύο τρίτα σπέρνονται με δημητριακά: σιτάρι, σμιγάδι και κριθάρι.
» Οι 30 τόνοι συγκομιδής σιταριού χρησιμοποιούνται για την παρασκευή παξιμαδιών, του βασικού φαγητού των νησιωτών. Δύο φορές το μήνα κάθε νοικοκυρά ψήνει τα ψωμιά, που κόβονται σε φέτες και τα παξιμάδια για να τα φάνε τα μαλακώνουν στο νερό που το παίρνουν από το μοναδικό πηγάδι του κάμπου. 
» Τα αμπέλια καταλαμβάνουν 116 στρέμματα και το κρασί είναι μόλις αρκετό μέχρι το καλοκαίρι.
Ο κύριος πόρος είναι οι καλλιέργειες λαχανικών (133 στρέμματα, συμπεριλαμβανομένων 42 για άρδευση): πατάτες, φρέσκα και αποξηραμένα λαχανικά και ιδιαίτερα τα σκόρδα και τα κρεμμύδια. Η παραγωγή κρεμμυδιών (εκατό τόνοι) είναι η μόνη που διατίθεται στο εμπόριο. Ανταλλάσσουν μερικά από αυτά με πετρέλαιο από την Αμοργό. 
» Στην Δονούσα υπάρχουν μόνο μερικά φυτεμένα ελαιόδεντρα, που φυτεύτηκαν πρόσφατα και λίγα οπωροφόρα δέντρα.
» Υπολογίζεται ότι περίπου 600 κατσίκια στέλνονται προς πώληση στην Αθήνα πριν από το Πάσχα. Τα ψάρια, που αλιεύονται από 3-4 μικρά σκάφη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καταναλώνονται στο νησί. Όσα ψάρια περισσεύουν διατηρούνται σε πάγο που φέρνει κάθε βδομάδα η Ευαγγελίστρια. Παστές σαρδέλες και αποξηραμένα ψάρια  στέλνονται στη Σαντορίνη.

Δέκα μήνες μοναξιά
» Δέκα μήνες το χρόνο η Δανούσα ζει μακριά από τον κόσμο. Τον χειμώνα η εξυπηρέτηση των πλοίων της άγονης γραμμής διακόπτεται πολλές φορές λόγω των καταιγίδων. Συχνά το νησί παραμένει δύο εβδομάδες χωρίς θαλάσσια σύνδεση και μόνο το ραδιόφωνο το συνδέει με τον έξω κόσμο
» Το καλοκαίρι, Ιούλιο και Αύγουστο,  έως 300 Δονουσιώτες από την Αθήνα επιστρέφουν στο νησί. Είναι η καλύτερη περίοδος. Τα ψάρια και τα λαχανικά βρίσκουν αγοραστές, ενοικιάζονται άδειες κατοικίες, εισάγουν από τη Νάξο κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, ρετσίνα σε μπουκάλια, μπύρες και φρέσκο ψωμί. Η πώληση των κρεμμυδιών, τέσσερις μήνες μετά από αυτή των πασχαλινών αμνών, εισφέρει ένα πλεόνασμα μετρητών. Επειδή τα είδη είναι σπάνια στη Δονούσα αυτό το πλεόνασμα μετρητών καλύπτει βασικές ανάγκες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όπως ζάχαρη, καφέ, πετρέλαιο για φωτισμό, τσιγάρα. Οι μετανάστες Δονουσιώτες (μαστόροι, τεχνίτες, ναυτικοί) στην Αθήνα έχουν μέτρια οικονομική κατάσταση και τα χρήματα που στέλνουν στο νησί είναι ελάχιστα για να καλύψουν τις ανάγκες του χειμώνα.
» Μια αγροτική οικονομία που συνορεύει με την αυτάρκεια αντιστοιχεί στην απουσία βασικών ανέσεων: ηλεκτρικό ρεύμα, τρεχούμενο νερό, προβλήτα για να φιλοξενεί τα σκάφη και κανένα μηχανοκίνητο όχημα. 
»Το νησί δεν έχει γιατρό, χωροφύλακα, ακόμα και «ταχυδρόμο» (**). Έχει μόνο ένα παντοπωλείο. Το σχολείο άνοιξε γύρω στο 1920, αλλά το 56% των άνω των 45 ετών ήταν αναλφάβητοι το 1961. Οι μόνοι εγγράμματοι είναι οι παπάδες που προέρχονται από την Αμοργό, ο νεαρός δάσκαλος (ξένος κι αυτός) και ο γραμματέας της κοινότητας. 
» Οι ανεπαρκείς πόροι συνδυάζονται με την κοινωνική ισοπέδωση. Δεν υπάρχουν πλούσιοι άνθρωποι στο νησί και κανένας αγρότης δεν έχει πάνω από τριάντα στρέμματα καλλιεργειών. Ο κοινοτάρχης, τον οποίο συνάντησα να πατάει τα σταφύλια του, παίρνει 80 λίτρα κρασί από τον αμπελώνα του. 

Ο ψαράς Γιώργος Σκοπελίτης
» Ο Γιώργος Σκοπελίτης, 63 ετών, είναι ψαράς από την ηλικία των δώδεκα. Ασκεί το επάγγελμά του 150 μέρες το χρόνο, έχει δύο στρέμματα με αμπέλια, 80 ελαιόδεντρα και ένα μικρό περιβόλι. Η σύζυγός του δουλεύει  ένα καφενείο, του οποίου η καθημερινή είσπραξη εκτός εποχής δεν υπερβαίνει τις πενήντα δραχμές. Είναι η πώληση των ψαριών που επιτρέπει στον Σκοπελίτη την καταβολή των εισφορών στο ΤΕΒΕ, που θα του δώσει το δικαίωμα, όταν έρθει η ώρα, να συνταξιοδοτηθεί (1.500 δρχ. το μήνα). Ο κύριος πλούτος τους είναι τα έξι ενήλικα παιδιά τους, που όλα κατοικούν έξω από το νησί: ο μεγαλύτερος έχει έναν φαναρτζίδικο  στον Πειραιά, ο δεύτερος άνοιξε ένα εστιατόριο στη Νέα Υόρκη και πρόσφερε μια βοήθεια στον πατέρα του, τρεις θυγατέρες είναι παντρεμένες, μία από αυτές έχει καφενείο στη Νάξο και η τελευταία είναι λογίστρια στην Αθήνα. 

Βασίλης Πράσινος ψαράς και μαραγκός
» Όσο για τον εξηντάχρονο Βασίλη Πράσινο, αυτός μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στο αμπέλι και τα κατσίκια του. Είναι ταυτόχρονα ένας ψαράς, ένας μάστορας και ένας ξυλουργός. Η σύζυγός του η Βαγγελιώ χειρίζεται τον αργαλειό και υφαίνει κουβέρτες. Έξι από τα παιδιά τους εγκατέλειψαν τη Δονούσα και ο τελευταίος, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, τελειώνει το δημοτικό σχολείο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κανείς δεν είναι εντελώς άπορος στη Δονούσα. Μόνο λίγοι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν ή έχουν χάσει τους απογόνους τους και πρέπει να ζήσουν με τη σύνταξη των αγροτών (300 δραχμές για ένα ζευγάρι) αντιμετωπίζουν πραγματική δυσκολία.

Βοσκοί και αγρότες από την Αμοργό
» Ο οικισμός της Δονούσας είναι σχετικά πρόσφατος. Σε αντίθεση με τα άλλα νησιά που βρίσκονται ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό, δεν ανήκε ποτέ στο Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας της Αμοργού. 
» Πριν από δύο αιώνες, αγρότες και βοσκοί από την Αμοργό έβαλαν το πόδι τους στο νησί και έκαψαν τους θάμνους για να κάνουν χωράφια. Έρχονταν στην Δονούσα για τη χειμερινή σπορά, έφευγαν και επέστρεφαν για τη συγκομιδή.
Περί το 1830 η προσωρινή παραμονή Αμοργιανών έγινε μόνιμη, με την εγκατάσταση οικογενειών από την Αιγιάλη και τη Χώρα. Αυτοί, σύμφωνα με τα λόγια του παπά, ήταν οι αγωνιστές που εγκαταστάθηκαν στο νησί, και τους εκμεταλλεύθηκαν  οι έμποροι της Αμοργού. Παράλληλα με τους νησιώτες της Ηρακλειάς και της Σχοινούσας, οι οποίοι απελευθερώθηκαν από την κηδεμονία της μονής, οι Δουνουσιώτες απέκτησαν πλήρη κυριότητα στα εδάφη τους και απαλλάχτηκαν από την λαβή των εμπόρων. 

Ο πληθυσμός
»Η άφιξη το 1890 δύο σφουγγαράδων από την Σύμη και άλλων αποίκων από την Αμοργό και, στη συνέχεια, η ανακάλυψη ενός κοιτάσματος ψευδάργυρου του οποίου έγινε εξόρυξη μέχρι το 1920, επέτρεψαν στον πληθυσμό να υπερβεί το όριο των 200 ψυχών το 1920. Την εποχή εκείνη ξεκίνησαν οι μετακινήσεις στην Αθήνα και ο πληθυσμός σταθεροποιήθηκε μέχρι το 1940. 
» Το νησί  παρέμεινε μακριά από τον πόλεμο και στην διάρκεια της Κατοχής, ένα γερμανικό ταχύπλοο έκανε μια σύντομη και μοναδική εμφάνιση χωρίς συνέπειες. Οι Δονουσιώτες αποκόπτονται από τον κόσμο για τέσσερα χρόνια, καταναλώνουν σιτάρι, κατσίκια, ψάρια, μέλι, κρεμμύδια που δεν μπορούν να εξαχθούν, ενώ στη Σύρο πεθαίνουν από την πείνα. 
» Έτσι, παρά την επανάληψη της μετανάστευσης κατά την απελευθέρωση, ο πληθυσμός έφτασε τον μέγιστο αριθμό του το 1951, με αύξηση 28% σε μια δεκαετία, γεγονός που σημαίνει ποσοστό γεννήσεων πάνω από 40%. Από τότε η Δονούσα καταγράφει μια βίαιη πτώση, με απώλεια 45% του πληθυσμού της σε είκοσι χρόνια.
» Η Δονούσα μέχρι τον πόλεμο απέφυγε την εξωτερική παρέμβαση και διατήρησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωτικότητάς της. Η μετανάστευση είναι αποφασιστική για τους νέους ενήλικες, με έντονη παρουσία μεταξύ 20 και 25 ετών και σοβαρές διαταραχές στα 45-50 χρόνια.
» Το 1971 στα στατιστικά του πληθυσμού η παρουσία ανδρών ηλικίας 20 έως 24 ετών είναι απατηλή: οι περισσότεροι από αυτούς κάνουν τη στρατιωτική τους θητεία. Επιστρέφοντας στο χωριό, θα φύγουν για την Αθήνα, όπου τα νεαρά κορίτσια ήδη έχουν πάει. Υπάρχουν μόνο 23 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας - για 41 ετών - και περίπου δεκαπέντε παντρεμένα άτομα ηλικίας μεταξύ 20 και 40 ετών. Κατά συνέπεια, η πτώση του ποσοστού γεννητικότητας συνεχίστηκε με επιτάχυνση, με ετήσιο μέσο όρο 1,4 γεννήσεων το 1966-70, σε σύγκριση με 6 το 1946-50.
» Από το 1961 έως το 1971 η μέση ηλικία αυξήθηκε από 30 σε 40 έτη. Για 10 νέους υπάρχουν 9 ηλικιωμένοι άντρες. Η Δονούσα είναι τώρα γεμάτη από ενήλικες κοντά στο κατώφλι της διακοπής της γονιμότητας και από τους ηλικιωμένους. Για τη χούφτα των νέων που παραμένουν, ο τομέας των πιθανών επιλογών είναι εξαιρετικά περιορισμένος. 
» Τα πληθυσμιακά δεδομένα των Δονουσιωτών του 1971 σίγουρα δεν διαφέρουν από αυτά των παρηκμασμένων χωριών της Αμοργού, των Κυθήρων, της Κεφαλονιάς και της Σάμου. Αλλά εδώ είναι μια απομονωμένη μονάδα, όπου η έννοια του δημογραφικού ελάχιστου παίρνει όλη της την επικαιρότητα για να απαγορεύσει μια πιθανότητα μακροχρόνιας επιβίωσης, εκτός από μια απίθανη μεταναστευτική διαδικασία
»Σήμερα οι παλιοί Δονουσιώτες που προσκολλώνται στη γη τους είναι οι τελευταίοι θεματοφύλακες ενός εγκαταλελειμμένου νησιού, το οποίο διατηρούν για τη νέα γενιά που είναι εγκατεστημένη στην Αθήνα. Η πρωτεύουσα, αφού στέρησε το νησί από τη γόνιμη ουσία του, διατηρεί την επιβίωσή του και την ενισχύει δύο μήνες το χρόνο. Κάποιοι νησιώτες έχουν ήδη πάρει τη συνήθεια να ξεχειμωνιάζουν στην Αθήνα. Όσοι δεν έχουν ζώα θα μείνουν από τα Χριστούγεννα μέχρι το Πάσχα με τα παιδιά τους. Η μέρα θα έρθει και δεν φαίνεται να αργήσει πολύ, που οι εθελοντές φύλακες της Δονούσας θα πεθάνουν και το νησί θα επανακτήσει στη συνέχεια την αρχική φύση του, γδαρμένο από δύο αιώνες ανθρώπινης κατοίκησης».
Αυτή η τελευταία πρόβλεψη του Κολοντνί δεν επαληθεύτηκε. Οι καιροί άλλαξαν και οι απόγονοι των σκληροτράχηλων εθελοντών φυλάκων της Δονούσας άλλαξαν και αλλάζουν την μοίρα του νησιού και της κατοίκησής του.

Ο τουρισμός
Είδαμε πιο πάνω το πως μια ομάδα βοσκών από την Αιγιάλη ενισχύθηκε και με άλλους Αμοργιανούς και δημιούργησαν, μέσα από μια βασανιστική πορεία, μία αυτάρκη και σκληροτράχηλη νησιώτικη κοινωνία. Όπως επισημαίνει ο Κολοντνί η Δονούσα δεν κατάλαβε την ιταλογερμανική κατοχή, έτσι απομονωμένη και αυτάρκης που ήταν.
Το πλεονέκτημα των Αμοργιανών που πήγαν στην Δονούσα είναι ότι κατοίκησαν και ημέρεψαν ένα ελεύθερο νησί, γιατί η Δονούσα δεν ήταν μετόχι της Χοζοβιώτισσας κι έτσι οι Δονουσιώτες μπορούσαν να καρπωθούν τους κόπους τους χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να μοιράζονται τις σοδειές τους (αντί για ενοίκιο) με το μοναστήρι, όπως συνέβη για δεκαετίες με την Ηρακλειά και την Σχοινούσα.
Βέβαια, με τις βασικές ελλείψεις υποδομών του ελληνικού κράτους η κοινωνία της Δονούσας (όπως και η Αμοργός και τ’ άλλα νησιά), ήταν καταδικασμένη στον μαρασμό από την πληγή της ξενιτιάς.
Η αλλαγή άρχισε στην δεκαετία του 1970 και κυρίως μετά το 1980, όταν οι πολιτικές αλλαγές στην Ελλάδα δημιούργησαν το πλαίσιο για την δημιουργία υποδομών στην επαρχία και τα ξεχασμένα νησιά. Κι έτσι στους ξενιτεμένους που έρχονταν τα καλοκαίρια στο πατρογονικό τους νησί, προστέθηκαν και οι τουρίστες.
Στην αρχή δεν υπήρχαν καταλύματα που θα φιλοξενούσαν του τουρίστες κι έτσι η Δονούσα έγινε γνωστή σε Έλληνες και ξένους για την ευχέρεια που έδινε για ελεύθερη κατασκήνωση. Αυτή η φήμη την ακολουθεί μέχρι σήμερα. 
Με τον καιρό δημιουργήθηκαν τουριστικές υποδομές και σήμερα το νησί δεν έχει απλώς ενοικιαζόμενα δωμάτια αλλά και αξιόλογες οικογενειακές τουριστικές μονάδες. 
Έτσι, υπάρχει μια οικονομία στην Δονούσα που δεν βασίζεται στα επιδόματα και την καλοκαιρινή επίσκεψη των ξενιτεμένων παιδιών της. Η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι ραγδαία, γιατί το νησί εξακολουθεί να βρίσκεται κάπως απομονωμένο στην ανατολική άκρη των Κυκλάδων, αλλά επιτρέπει σε αρκετούς νέους να μένουν στο νησί και να μην ξενιτεύονται. Και όχι απλώς μένουν αλλά δημιουργούν τον πολιτιστικό τους σύλλογο (Ποσειδών) και λειτουργούν τον διαδικτυακό Radio Donoussa τον χειμώνα.
Από τους Βασιλαράδες της παλιάς ελεύθερης (μη ενοικιαζόμενης από τους καλόγερους) Δονούσας έως τα σημερινά ενοικιαζόμενα δωμάτια, η πορεία της δονουσιώτικης κοινωνίας δεν ήταν (και σε ένα βαθμό δεν είναι) στρωμένη με ροδοπέταλα. Ήταν σκληρή, βασανιστική, πολλές φορές απάνθρωπη. Αυτό που δεν έλειψε όμως ήταν το αγωνιστικό πνεύμα. 
Ένα αγωνιστικό πνεύμα που φαίνεται να μην εγκατέλειψε ποτέ την Δονούσα…
Νίκος Νικητίδης

Πηγές:
[1] Οι ξένοι γράφουν για την Αμοργό, εκδ. Το Κάστρο της Αμοργού 2006.
[2] Ι. Κ. Βογιατζίδου «Αμοργός. Ιστορικαί έρευναι περί της νήσου», Αθήνα 1918.
[3] Ζ. Π. ντε Τουρνεφόρ, «Ταξίδι στην Αμοργό και τα νησιά της», εκδ. Το Κάστρο της Αμοργού 2006.
[4] Εκλογικός κατάλογοι Αιγιάλης 1887.
[5] Ευαγγελίας Δενδρινού - Καρακώστα, «Η λαϊκή κεντητική στην Αμοργό - από τα μέσα του 19ου αιώνα έως την περίοδο του Μεσοπολέμου», διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1989).
[6] Εκλογικός κατάλογοι Αιγιάλης 1928.
[7] Εκλογικός κατάλογοι Αιγιάλης 1947.
[8] Παύλος Παλαιολόγος, «Έτσι ζουν στην Δονούσα», εφημερίδα Το Βήμα 14 Μαρτίου 1953.
[9] Emile Kolodny Un îlot en Egée : Donoussa (Mediterranee no 2 - 1973).