Οι φίλοι του μπλοκ

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Το κάστρο της Ηρακλειάς

Η Ηρακλειά στο φως του δειλινού, όπως φαίνεται από το Βρούτση της Αμοργού


Κείμενο και σχέδια
Γιάννης Π. Γκίκας


Όπου και να βρεθείς στην Ελλάδα, σε στεριές και θάλασσες, σε βουνά και πεδιάδες, σε μεγάλα και μικρά νησάκια, σε χωριά και σε πόλεις αλλά και στα πιο ερημικά κι απρόσιτα τοπία, όλο και κάποιες αρχαίες πέτρες θα συναντήσεις, θα ιδείς σκόρπια μάρμαρα και ίχνη ναών και ερειπωμένες ακροπόλεις.

Για τα αρχαία φρούρια συχνά δίνουμε κι εμείς τη σύγχρονη μαρτυρία μας στη σειρά  αυτή των οδοιπορικών, όταν βέβαια το φέρνει η συγκυρία των ταξιδιών μας. Βρισκόμασταν στη Αμοργό. Είχα διαβάσει στο «Αρχαιολογικόν Δελτίον» του 1967 αυτές τις γραμμές της Φωτεινής Ζαφειροπούλου:

 «Η νήσoς αύτη (Ηρακλειά) φαίνεται ότι έχει κατοικηθή συνεχώς από της προϊστορικής εποχής μέχρι των μεσαιωνικών χρόνων. Ούτω, εις τας θέσεις Κάμπος Αγ. Αθανασίου προς ΒΔ και Αγ. Μάμας προς τα ΝΑ της νήσου υπάρχουν ίχνη μεγάλων προϊστορικών συνοικισμών. Εις την τελευταίαν θέσιν υπήρχε και εκτεταμένον πρωτοκυκλαδικόν νεκροταφείον, το οποίον όμως δεν διέφυγε την δράσιν των αρχαιoκαπήλων, οι οποίοι το εσύλλησαν προ τινων ετών, αλλ’ ίσως όχι εξαντλητικώς... Εις την  ανατολικήν πλευράν της νήσου σώζονται τα ερείπια του γνωστού από της εποχής του Ross ελληνιστικού (;) φρουρίου εις θέσιν Κάστρο. Η ζωή συνεχίσθη καθ' όλον τον μεσαίωνα και τους νεωτέρους χρόνους μέχρις ακόμη και του παρελθόντος αιώνος, σώζονται δε πολλά λείψανα των μεταγενεστέρων κατασκευών εις έκτασιν 50χ150 τ.μ. Το αρχαίον κτίσμα θα κατελάμβανε την θέσιν του εστεγασμένου κεντρικού χώρου, διαστ. 6,20χ8 μ., χρησιμεύοντος vυv ως κατοικία βοσκού...»



Αυτή η πληροφορία ή αν κι ένα ερέθισμα να γνωρίσουμε κι ένα ξεχασμένο νησάκι μας. Μιλάμε για την Ηρακλειά, την Αρακλειά της ντοπιολαλιάς. Έκταση 18 τ.χ., κάτοικοι ούτε εκατό. Ανάμεσα Αμοργό και Νάξο, όπου και τ' άλλα νησάκια: Σχοινούσα, Κουφονήσια, Δονούσα και η ακατοίκητη σήμερα Κέρος, που όλα μαζί συγκροτούν και τις λεγόμενες Μικρές Ανατολικές Κυκλάδες - εστίες κι αυτά ενός πανάρχαιου κυκλαδικού πολιτισμού, που στα χρόνια του μεσαίωνα και της τουρκοκρατίας μεταβληθήκανε σε κρυσφήγετα κι ορμητήρια πειρατών. Άγνωστου αριθμού κυκλαδικά ειδώλια - πρωτογενείς μορφές έμπνευσης της σύγχρονης μοντέρνας τέχνης- βρέθηκαν σ’ αυτά τα νησάκια και σήμερα στολίζουν μουσεία του εξωτερικού και της Ελλάδας. Η αρχαιοκαπηλεία έχει οργιάσει.

Η Αμοργός υπήρξε τροφοδότης αυτών των νησιών. Οι περισσότεροι κάτοικοί τους έχουν αμοργιανή καταγωγή.

Επέρασα απ' την Αρακλειά - Πήγα και στη Σχοινούσα
Τα Κουφονήσια αντίκρισα - κι άραξα στη Ντονούσα.
Τα ωραία τα νησιά μας-τα 'χομε μεσ' στην καρδιά μας.

Το αμοργιανό λαϊκό τραγουδάκι επαινεί. Εμείς δεν περάσαμε απλώς απ' την Ηρακλειά, πήγαμε και κάτσαμε μια βδομάδα. Μακριά απ’ την τύρβη του κόσμου, ζήσαμε την απόλυτη  ηρεμία. Ούτε αυτοκίνητα - και που να πάνε - ούτε περιττές έγνοιες. Οι διέξοδοι βρίσκονταν στη θάλασσα, στην πεζοπορία, στον καφενέ, στο ταβερνάκι, στις καθημερινές κουβέντες. Τα αργά. πλάνα, τα σχεδόν ακίνητα, δοκιμάζουν την αντοχή των ταραγμένων νεύρων. Κι όπως όταν η λύπη είναι τόσο πλατιά και δεν μπορείς να ιδείς πιο πέρα της, έτσι, θελημένα, μοιρολατρικά, ενσωματώνεσαι με το περιβάλλον, γίνεσαι ένα μ’ αυτό, κι ακολουθείς άλλο ρυθμό ζωής, που σύντομα κατανοείς πόσην ανάγκη τον είχες.

Ύστερα από μιάμιση περίπου ώρα φτάσαμε απ' την Αμοργό στη Σχοινούσα. Μας είπανε ν' αποβιβαστούμε. Δεν υπήρχε αραξοβόλι στην Ηρακλειά και δεν μπορούσε να πλευρίσει το καράβι. Ένα ψαροκάικο περίμενε να παραλάβει τους επιβάτες. Είμασταν μόνον εμείς, δύο άτομα. Φτάσαμε στην Ηρακλειά ύστερα από λίγην ώρα. Αυτά. γίνανε Ιούνη του 1992. Επί τέλους, τώρα, κατασκευάστηκε μια μικρή προβλήτα και σταματήσανε οι απερίγραπτες ταλαιπωρίες.

Η Ηρακλειά είναι ένα ησυχαστήριο. Έχει δυο οικισμούς, τον Άγιο Γεώργιο, όπου  και το λιμάνι, και την ορεινή Παναγιά. Κτηνοτροφία, ωραίο μέλι και ψάρια. Σπέρνουνε βίκo, βρώμη και κριθάρι, για τα ζωντανά. Φείδες, σχίνοι, αγρελιές, πουρνάρια, λίγες βελανιδιές, λίγα πεύκα, φραγκοσυκιές. Οι Τούρκοι στην πατρίδα τους συσκευάζουν τα φραγκόσυκα και τα εξάγουν στη Γερμανία!



Λίγες πέρδικες, κουρούνες, κοράκια, γεράκια, γύπες και «μαρμα-τούδια», κάτι αετοειοδή που τρώνε τα μικρά κατσίκια. Φίδια: όχι οχιές, αλλά «θεριούλια» γκρίζα και μαύρα που άμα σε χτυπήσουν απλώς υποφέρεις, αβλαβείς τυφλίτες και λαφίτες. Όμως ο λαφίτης είναι σφικτήρας. Ένας τέτοιος λαφίτης κάποτε έπνιξε άνθρωπο. « Κοιμότανε στο κονάκι, φαίνεται θα ‘χε πιει γάλα ή θα ‘χε φάει τυρί. Πήγε ο λαφίτης, τον έπνιξε!» 

Και πόσες άλλες πληροφορίες δε μας έδωσε ο Δημήτρης Γαβαλάς, που έχει το ταβερνάκι «ο Πεύκος» αλλά και τον πανέξυπνο Θωμά., το κυνηγάρικο σκυλί, όχι για να κυνηγάει αλλά για συντροφιά. Ο Θωμάς, καλά εκπαιδευμένος, ανεβαίνει στο μεγάλο πεύκο σαν αγριόγατος, εκεί πάνω του 'χει βάλει ένα μικρό κιβώτιο τ' αφεντικό του για να ξεκουράζεται. Ακόμα, ξεπροβοδίζει και προϋπαντίζει τα πλοία. Ο Θωμάς είναι μια ατραξιόν.

 Και θυμήθηκα τον πονηρό σκύλο του Λάμπρου του κουλουρά, που τα ‘πινε μέχρι να πατηθεί και να γίνει παπούτσι στου Μουστάκια, στη Γερανίου, όπου και πέθανε από εγκεφαλικό απ' το πολύ κονιάκ. Ο Λάμπρος, πριν μεταβληθεί σε ναυάγιο της Ομόνοιας, ήταν κτηνοτρόφος στο χωριό του, κάπου κοντά στη Βόνιτσα. Όταν πήγαινε στο βουνό με το κοπάδι, είχε μαζί του και το ταγαράκι με το ψωμοτύρι. Το κρέμαγε σ' ένα δέντρο, έδενε εκεί το γάιδαρο του και σκάριζε παραπέρα τα λιγοστά του γιδοπρόβατα. Το γαϊδουράκι του, όμως, συνεργαζόταν με το σκύλο. Γονάτιζε, πήδαγε στο σαμάρι ο σκύλος και κατέβαζε τον ντορβά.. Ο σκύλος έτρωγε το τυρί και το γαϊδούρι το ψωμί. Αυτά δεν είναι ανεξήγητα.

Κάποιο δωμάτιο θα βρείτε να κοιμηθείτε. Εμείς μείναμε στης Άννας της Κωβαίου κι απολαύσαμε και την κακαβιά. της. Συνάθροιση στο οινοπαντοπωλείο του Βαγγέλη Γαβαλά, κοντά στο λιμάνι.

Ένα γυμνάσιο και δύο δημοτικά. Πάλι καλά. Ο αγροτικός γιατρός, που συνήθως ζητάει αμέσως μετάθεση. Δεν υπάρχει αστυνομικός και λιμενικός. Κι ο πρόεδρος της κοινότητας, ο Φάνης Γαβαλάς, να βολοδέρνει όλη μέρα, να πασχίζει για την αναβάθμιση της ζωής του νησιού, να ζητάει επίμονα απ’ τις αρχές τα δίκια των ανθρώπων.

Λιγότερο από μισή ώρα με τα πόδια απ’ τον Άγιο Γεώργιο είναι το Λιβάδι. Μια μεγάλη αμμουδιά. Κι ένας βραχώδης λόφος πισώπλατα, όπου και το «κάστρο). Από μια ράχη αγναντέψαμε και είδαμε κατάκορφα στο λόφο ένα μικρό ερειπιώνα, που δίνει την εντύπωση φρουρίου. Στ’ ανοιχτά της θάλασσας το ξερονήσι Βενέτικο. Το χειμώνα ρίχνουν γίδια. Πίσω, φαίνονται καθαρά η Σχοινούσα, η Φιδούσα, η Αργιλού. Παραπίσω, στο βάθος, διαγράφονται τα πέτρινα κορφοβούνια της Κέρου.

Πάνω και πέρα απ’ το κάστρο, λόφοι με ελάχιστη βλάστηση, κάτι θαμνοειδή. Η περιοχή λέγεται «Βενέτικα». Αυτά τα τοπωνύμια υποδηλώνουν το πέρασμα των Βενετσιάνων απ' το νησί. Καταψηλά διακρίνουμε σπίτια της Παναγιάς.

Αυτός ο πανέρημος σήμερα ερειπιώνας, κάποτε είχε ζωή. Αυτός ο τόπος ο περίοπτος, αφού σαν καραούλι έλεγχε τα θαλάσσια περάσματα ανάμεσα Νάξο, Κουφονήσια, Σχοινούσα, Ηρακλειά, Αμοργό, αυτός ο τόπος με το έτοιμο οικοδομικό υλικό απ’ τις αρχαίες πέτρες, τράβηξε την προσοχή των Αμοργιανών.

Γύρω στο 1820-1825, αρκετές οικογένειες φύγανε απ' την Αιγιάλη κι ήρθανε και χτίσανε τα σπίτια τους στο λόφο αυτό του Λιβαδιού με το αρχαίο φρούριο. Η περιοχή είχε καλές βοσκές, ήτανε κάτω κι ο μικρός κάμπος, κατάλληλος για καλλιέργειες. Πριν απ' αυτόν τον εποικισμό υπήρχανε λίγοι κάτοικοι στο νησί, τσοπαναραίοι. Μένανε και καλόγεροι επιστάτες της Χοζοβιώτισσας, στην οποία τότε ανήκε το νησί!

- Τραβήξανε πολλά οι παππούδες απ' τους καλόγερους! Μας είπε ένας κοντά στα ενενήντα γέροντας, στο μαγαζί του Βαγγέλη Γαβαλά. Και συνέχισε: στο Λιβάδι ήταν λίμνη, έλος, και καλαμιώνες σε μήκος εκατό μέτρων. Μέσα εκεί υπήρχανε ψάρια, κέφαλοι. Όταν είχε τρικυμία έμπαινε το νερό στη λίμνη. Το έλος μπαζώθηκε γύρω στα 1925-30. Αλλά απ' τις ελονοσίες οι άνθρωποι είχανε φύγει πιο μπροστά, πήγανε Παναγιά, Άη Γιώργη...

Ο Δημήτρης Γαβαλάς μας είπε:

- Ως το 1922 κατοικιότανε το Λιβάδι, το κάστρο. Όταν πρωτοπήγανε, καθαρίσανε τον τόπο απ’ τα σχίνα, τις αγρελιές. Σκάψανε. Βρήκανε κόκαλα, τα μαζέψανε, τα ρίξανε σε μια στέρνα. Φαίνονται και σήμερα. Γύρω στο 1910, έχω ακούσει απ' τους παλιούς, ήρθανε τσιγγάνοι και ρίχνανε τη μοίρα. Κάποιος γέροντας, που τον λέγανε Νικόλα, άκουσε την τσιγγάνα που του 'πε να πάει να σκάψει να βρει το θησαυρό που ‘τανε κρυμμένος  στην περιοχή του κάστρου. Αυτός πήγε κι έσκαψε, βρήκε ένα μικρό μαρμάρινο άγαλμα που το πέρασε για σατανά. Πήρε τη βαριά, το 'κανε κομμάτια! Ο τελευταίος κάτοικος έφυγε απ' το Λιβάδι το 1940...

Ο γέροντας μας είπε:

- Τα σπίτια που χτίσανε είχανε σκεπή χωματισμένη. Στεριώνανε με ξύλα από καστανιά, ξύλα φερμένα, από πάνω βάζανε κονταρίδες, δηλαδή ξύλα καθαρισμένα, βέργες, από φείδα. Πάνω απ' τη φείδα, βούρλα και πάνω απ' τα βούρλα φύκια ξερά τρία δάχτυλα πάχος. Μετά βάζανε το χώμα μ’ ελαφριά κλίση για να πέφτει το νερό της βροχής στη στέρνα, που ‘τανε φτιαγμένη από μπορσουλάνα, που φέρνανε τα καΐκια απ' τη Σαντορίνη. Το χώμα της σκεπής ήταν ασπρόχωμα, που το βρίσκεις σε λίγα μέρη, στο βουνό...

Ο Δημήτρης μας είπε:

- Η πέτρα του κάστρου είναι σιδερόπετρα, σμυρίγλι, τη βγάζανε απ' τα δυτικά του κάστρου, στο βάθος της ρεματιάς του Λιβαδιού, όπου ήτανε λατομείο. Εκεί υπάρχουνε ακόμα πέτρες πελεκημένες...

Μαρτυρίες απλών ανθρώπων καταθέτουμε.

Ανεβήκαμε στο κάστρο. Ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Το αρχαίο μικρό φρούριο στην κατάσταση που βρίσκεται δεν μπορεί ν’ αναπαρασταθεί. Το φυλάκιο αυτό, η πυργοειδής αυτή ακρόπολη, αλλοιωμένη απ’ τις καταστροφικές επεμβάσεις είναι πια ένα μνημόνιο απ’ την παλιά ιστορία της Ηρακλειάς.

Πιθανότατα και οι Βενετσιάνοι να χρησιμοποιήσανε το παρατηρητήριο τούτο. Δεν είδαμε φανερά δείγματα μεσαιωνικής οχυρωτικής. Ισοδομικά και ψευδοϊσοδομικά τμήματα τειχών.

 Μετράω μια αρχαία μολυβένια πέτρα. Ενάμιση μήκος, πενήντα εκατοστά ύψος. Επιχειρώ υποτυπώδεις παρατηρήσεις. Στο πέταλο του λόφου, στο φρύδι της κατωφέρειας πού βλέπει προς την παραλία του Λιβαδιού, φαίνονται οι βάσεις περιφερειακού τείχους.

 Στέρνες, αλώνια, στρούγκες και ερείπια σπιτιών. Το κύριο αρχαίο οχυρωματικό έργο, το εκμεταλλευτήκανε κατάλληλα οι νέοι οικιστές. Πάνω στ’ αρχαία τείχη χτίσανε σπίτια.

 Μπήκαμε μέσα στο καλύτερα διατηρούμενο κτίριο. Παχύ στρώμα πετρωμένης κοπριάς από γιδοπρόβατα. Αψιδωτά ημιθόλια. Σκαλοπάτια μ' αρχαίες πέτρες που ίσως οδηγούσαν στον πάνω όροφο του πύργου. Σαπισμένα ξύλινα σεντούκια. Η αρχαία νεκρή ζωή σ’ ένα μεταθανάτιο σφιχταγκάλιασμα με την παρακμή.

- Κάθε χρόνο έρχεται στην Ηρακλειά. ένας Γερμανός τουρίστας, είναι αστυνομικός. Μου είπε πως είδε στο αρχαιολογικό μουσείο της Νέας Υόρκης ένα κεφάλι από αρχαίο άγαλμα που γράφει στην πινακίδα πως βρέθηκε στην Ηρακλειά… Λέει ο Δημήτρης.

Αυτό είναι αλήθεια. Είδα φωτογραφία της κεφαλής αυτής που έχει ύψος 31 εκατοστά και ίσως αποτελούσε τμήμα αγάλματος. Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγμα πρωτοκυκλαδικής τέχνης.
Τι ψάχνουμε, λοιπόν, εμείς να βρούμε σ' αυτά τα ερείπια του Λιβαδιού, σ' αυτό το νησάκι του Αρχιπελάγους;

Τα μεγάλα κάστρα λιγότερο προσδοκούν την δική μας προσοχή. Εξάλλου, μια ένστικτη κλίση μας φέρνει πιο κοντά. στα πενιχρά. κι ανεξήγητα ερείπια. Οι Αρακλειανοί ζητάνε την εξερεύνηση και αξιοποίηση ενός σπηλαίoυ του νησιού τους. Όμως, ο εναρκτήριος λόγος της ιστορίας τους, της αρχαίας και της νεώτερης, βρίσκεται σ’ αυτό το «κάστρο» του Λιβαδιού.

Από το βιβλίο του Γιάννη Π. Γκίκα «Κάστρα και ταξίδια στην Ελλάδα του θρύλου και της πραγματικότητας» (Ε τόμος, εκδ. «Αστήρ», Αθήνα 1995), Κρατικό Βραβείο Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: