Το μοναστήρι της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας βρίσκεται στην νότια, απόκρημνη, αλίμενη ακτή της Αμοργού, φωλιασμένο μέσα σε αγκαθωτούς, απειλητικούς βράχους, είναι ορατό μόνον από το πέλαγος, που απλώνεται απέραντο κάτω από τα βράχια, 300 μέτρα ψηλά. Η κάτασπρη, απέριττη όψη του εναρμονίζεται θαυμαστά με τα πολύχρωμα ανώμαλα βράχια. Μόνον από κοντά διαγράφονται οι λευκοί γεωμετρικοί όγκοι και τα αυστηρά γραμμικά περιγράμματα του κτιρίου που, με την συνεργεία του φωτός, δημιουργούν την αίσθηση πολυεπίπεδης επιφάνειας.
Το κτίριο εκτείνεται σε μήκος 40 μέτρα, ενώ το πλάτος του δεν ξεπερνά τα 5 μέτρα. Εξ αιτίας του μικρού πλάτους τα οκτώ επίπεδα-"όροφοι", δεν συναντώνται σχεδόν σε κανένα σημείο. Κλίμακες στενές, πέτρινες, κτιστές ή λαξευμένες στον βράχο, οδηγούν στους οκτώ "ορόφους". Καμάρες, τόξα, βυζαντινού τύπου ή οξυκόρυφα των χρόνων της Ενετοκρατίας (1296-1537), κτισμένα με πέτρες ή πωρόλιθο από την Μήλο, ξυλοδόκαρα και ξυλοδεσιές χαρακτηρίζουν τον περίπλοκο, δαιδαλώδη εσωτερικό χώρο.
Τα πολυάριθμα κελλιά των Μοναχών, η τράπεζα, τα μαγειρεία, οι φούρνοι, οι αποθήκες, τα πατητήρια, οι στέρνες και τα πηγάδια, όλα σφηνωμένα μέσα στον φυσικό βράχο που μεταμορφώνεται σε λειτουργικό οικοδομικό στοιχείο, συνθέτουν ένα θαυμαστό δείγμα ανώνυμης λειτουργικής λαϊκής αρχιτεκτονικής.
Στο μικρό, μονόχωρο, καμαροσκέπαστο εκκλησάκι βρίσκονται μεταξύ άλλων, και οι ζωντανές μαρτυρίες της τοπικής προφορικής παράδοσης για την καταγωγή της εκόνας από τα Χόζοβα (ή το Χόζοβο) της Παλαιστίνης: οι δύο ενεπίγραφες εικόνες της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας ή ΧΩΖΗΒΙΤΙCΑΣ, και η σιδερένια "σμίλη" του αρχιμάστορα, ζωντανό σημάδι της διήγησης "για την ακριβή θέση που όρισε η Παναγία να κτιστεί ο ναός της". Αλλά και για την ιστορία της ίδρυσης της Μονής σημαντικό υλικό τεκμήριο αποτελεί το ασημένιο ενεπίγραφο εξαπτέρυγο, που αναφέρει ότι "ανεκενίσθη παρ' Αλεξίου βασιλέος του μεγάλου Κομνηνού", του Αυτοκράτορος του Βυζαντίου Αλεξίου του Α' Κομνηνού (1081-1118).
Το όνομα Χοζοβιώτισσα, αψευδής μαρτυρία του ιστορικού πυρήνα της τοπικής προφορικής παράδοσης, δημιουργήθηκε από παραφθορά του "Χοζιβίτισσα" ή "Κοζιβίτισσα", από το τοπωνύμιο Χοζιβά ή Κοζιβά στους Αγίους Τόπους, σήμερα στην περιοχή Wadi Qilt της Ιεριχούς, όπου, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες των Βυζαντινών χρόνων, υπήρχαν από τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους σημαντικά ορθόδοξα Μοναστήρια. Στα χρόνια της Εικονομαχίας, τον 8ο και 9ο αιώνα, ορίζει ρητά τοπική, έως σήμερα ζωντανή, προφορική διήγηση, την "διά θαλάσσης, με θαυματουργό τρόπο, έλευση της εικόνας της Παναγίας στον ορμίσκο της Αγίας 'Αννας", πλησίον της Μονής.
Η χρονολόγηση της Μονής είναι άρρηκτα δεμένη με το όνομα Χοζοβιώτισσα, και, εν πολλοίς, στηρίζεται και στην προφορική παράδοση. Ο συσχετισμός των διηγήσεων με τις πληροφορίες των βυζαντινών Χρονογράφων, κυρίως του Θεοφάνους, η συνεξέταση των ιστορικών γεγονότων, των αναταραχών, στον γεωγραφικό χώρο της Μεσογείου και της Παλαιστίνης καθώς και των μεταγενεστέρων γραπτών μαρτυριών που παραδίδουν οι Κώδικες και τα πατριαρχικά Σιγίλλια της Μονής, επιτρέπουν την χρονολόγηση του πρώτου κτιριακού πυρήνα στον 9ο αιώνα, στά χρόνια της άφιξης της εικόνας. Την σύνδεση της Μονής με τον αυτοκράτορα Αλέξιο τον Α' Κομνηνό, υποστηρίζουν σημαντικές γραπτές, μεταγενέστερες πληροφορίες, όπως οι πατριαρχικές επιστολές, οι οποίες προφανώς ανάγονται στην πρώτη "βασιλικήν χρυσόβουλλον γραφήν" του έτους 1088, που εκχωρούσε σταυροπηγιακά δικαιώματα στην Μονή.
Από το 1978 έχουν εκτεθή σε δύο βραχοσκεπή στενόμακρα κελλιά τα σημαντικότερα κειμήλια της Μονής: Χειρόγραφα, γραμμένα σε περγαμηνή και χαρτί, Σιγίλλια και έντυπα Ευαγγέλια. Οι Κώδικες σε μεβράνη (περγαμηνή) χρονολογούνται από τον 10ο έως τον πρώϊμο 15ο αιώνα, ενώ οι χάρτινοι ανάγονται στους Βυζαντινούς και Μεταβυζαντινους χρόνους (13ος - 19ος αιώνας). Σημαντικά δείγματα κεντητικής τέχνης, όπως λειτουργικά άμφια, χρυσοϋφαντα, μερικά στολισμένα με μαργαριτάρια, πούλιες και πετράδια, άλλα κεντημένα με χρυσοκλωστή και αργυρόνημα, τα περισσότερα έργα του 18ου και 19ου αιώνα. Εκτίθενται και εξαρτήματα της βαρύτιμης αμφίεσης των αρχιερέων, όπως περίετεχνα δουλεμένες πόρπες για την στήριξη της ιερατικής ζώνης, έργα διαφόρων εργαστηρίων αργυροχοϊκής τέχνης του 18ου και 19ου αιώνα, εγκόλπια, σταυροί κτλ. Πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη, για τις ανάγκες της λατρείας, σταυροί αγιασμού, ποτήρια μεταλήψεως, μυροδοχεία, δίσκοι για το πρόσφορο και το αντίδωρο, κάδοι αγιασμού, κηροπήγια, καντήλια, θυμιατήρια, κτλ.
Η εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας, και κατ’ επέκταση το όνομα και η ιστορία του μοναστηριού της Αμοργού, συνδέεται με τους Αγίους Τόπους και την μονή Χοζεβά. Για το μοναστήρι αυτό, ο αρχαιολόγος και αραβολόγος Ιωάννης Μεϊμάρης γράφει σχετικά (1):
«Το μοναστήρι του Χουζιβά βρίσκεται στην έρημο προς ανατολάς της Αγίας Πόλεως μέσα στη χαράδρα Wady el Qilt, κτισμένο στο βράχο αριστερά του αρχαίου ρωμαϊκού υδραγωγείου μεταξύ της Αγίας Πόλεως και της Ιεριχούς. Στις αρχές του 5ου αιώνα έζησαν σε σπήλαια γύρω από μια εκκλησία, η οποία ήταν αφιερωμένη στον πρωτομάρτυρα Στέφανο πέντε Σύριοι μοναχοί.
Περί τα τέλη του 5ου αιώνος στη λαύρα αυτή έζησε ο άγιος Ιωάννης ο Χοζεβίτης, μετέπειτα μητροπολίτης Καισάρειας της Παλαιστίνης και τον 7ο αιώνα ο άγιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης. Το μοναστήρι του Χουζιβά σήμερα φέρει το ονόματα των δύο αυτών αγίων. Η λαύρα ήκμασε από τον 6ο μέχρι τον 8ο αιώνα και φημιζόταν για την αυστηρότητα του βίου των ασκητών της.
Είλκυσε πολλούς αναχωρητές για την ερημικότητα, το διερχόμενο πηγαίο νερό, τη γειτνίασή της με τον κεντρικό δρόμο Αγίας Πόλεως —Ιεριχούς και την ανεξάντλητη πηγή των θαυμάτων της υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία θέλει την μονή ως οίκον της.Η μονή καταστράφηκε το 614 από τους Πέρσες. Εξακολουθεί να υφίσταται, ταπεινότερα όμως μέχρι τον 12ο αιώνα και σχεδόν σε ερείπια μέχρι το 1878 οπότε την ανοικοδόμησε η αγιοταφική αδελφότητα. Η μονή σε περίοδο ακμής είχε εντός και εκτός του χειμάρρου πάρα πολλούς μοναχούς. Αυτό μαρτυρούν οι 212 ελληνικές επγραφές του κοιμητηρίου της, ταο οποίο ανεκαλύφθη τον περασμένο αιώνα μέσα σε σπήλαιο. Σ’ αυτό ήταν θαμμένοι μοναχοί από όλο τον γνωστό ορθόδοξο κόσμο της Ανατολής εντόπιοι (Γαζαίοι, Ασκαλωνίτες, Μαϊουμαίοι), Αντιοχείς, Δαμασκηνοί, Αιγύπτιοι, Άραβες, Ρωμαίοι, Καππαδόκες, Ελλαδικοί, Αρμένιοι, Ίσαυροι, Κίλικες, Βεσσοί και ένας Ινδός».
Ο Όσιος Γεώργιος
Ο Όσιος Γεώργιος Χοζεβίτης εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Γεννήθηκε στην Κύπρο από ευσεβείς γονείς. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Ηρακλείδη, ο οποίος σε νεαρή ηλικία επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους για να προσκυνήσει. Κατόπιν πήγε στην Λαύρα του Καλαμώνος, όπου εκάρη μοναχός. Αργότερα, και μετά από πολλές πιέσεις εκ μέρους του θείου του ο οποίος επιθυμούσε να τον παντρέψει με την μοναχοκόρη του, ο Γεώργιος κατέφυγε στον αδελφό του. Όμως, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, εκείνος τον οδήγησε στη Μονή Χοζεβά όπου εκάρη μοναχός και έζησε αυστηρή ασκητική ζωή. Απέκτησε μεγάλη φήμη για τους πνευματικούς αγώνες του.
Η παράδοση της Αμοργού για την εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιώτισσας είναι σαφής και έχει διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας. Η εικόνα έφτασε στο νησί (θαυματουργικά ή με μοναχούς) από τους Αγίους Τόπους, μέσω Κύπρου, τον καιρό της Εικονομαχίας.
Αυτή η προφορική παράδοση πρέπει να συσχετισθεί με δύο γεγονότα: ότι ο Όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης καταγόταν από την Κύπρο και ότι έζησε σε μιαν εποχή που δεν απέχει πολύ από την περίοδο της Εικονομαχίας. Φαίνεται ότι η Κύπρος έπαιξε ρόλο στην πορεία της εικόνας από την Παλαιστίνη στην Αμοργό, κάτι που γνωρίζει η τοπική παράδοση και το διατήρησε προφορικά μέχρι σήμερα.
Κάτι άλλο το οποίο μπορεί να έχει την σημασία του, είναι η πολυπληθής παρουσία Γαβαλάδων στην Αμοργό. Το επώνυμο συναντάται στο Αιγαίο πριν την Φραγκοκρατία και ορισμένοι ερευνητές το συνδέουν με την πόλη Γάβαλα της Συρίας, μια περιοχή που βρίσκεται κοντά στους Αγίους Τόπους.. Μ’ άλλα λόγια, υπάρχει η εκδοχή η εικόνα να ξεκίνησε από το μοναστήρι της Παναγίας στο Χοζεβά, στο οποίο ισχυρότερη προσωπικότητα αναδείχτηκε ο Όσιος Γεώργιος, που καταγόταν από την Κύπρο. Μέσω Κύπρου έφεραν την εικόνα στην Αμοργό καταδιωγμένοι από τους εικονομάχους χριστιανοί (μοναχοί και λαϊκοί) και ενδεχομένως σ’ αυτούς να υπήρχαν και Γαβαλάδες.
Αυτό που έχει σημασία, πάντως, είναι ότι αν εικόνα της Παναγίας που βρίσκεται στο μοναστήρι της Αμοργού, δηλαδή η Παναγία η Χοζοβιώτισσα, έφτασε στο νησί τον καιρό της Εικονομαχίας (δηλαδή πριν 1.200—1.300 χρόνια), τότε είναι μία από τις αρχαιότερες εικόνες στον ελλαδικό χώρο. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε και το μοναστήρι είναι ένα από τα αρχαιότερα της Ελλάδας, παλαιότερο και από τις μονές του Αγίου Όρους που ιδρύθηκαν τον 10ο αιώνα. Και βεβαίως είναι το αρχαιότερο μοναστήρι των Κυκλάδων. Η σημερινή του μορφή ανάγεται στα τέλη του 11ου αιώνα, στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού. Και μ’ αυτή την χρονολόγηση είναι πολύ παλιό, ωστόσο είναι πιθανό ότι υπήρξε και παλαιότερο οικοδόμημα.
Σε διάφορα παλαιά έγγραφα το μοναστήρι μας αναφέρεται και με τις ονομασίες «Μονή των Σκαλών» και «Νέα Μονή». Ο Βογιατζίδης υποθέτει ότι η παλαιά μονή ήταν η Αγία Παρασκευή ή Άγιος Γεώργιος ο Βαλσαμίτης. Εκτός από έναν παλαιοχριστιανικό ναό, που ανακαλύφθηκε στα Παραδείσια, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια ένδειξη για ύπαρξη μοναστηριού στην Αγία Παρασκευή. Ούτε στον Βαλσαμίτη. Συνεπώς, η ισχυρότερη εκδοχή παραμένει αυτή που αναφέρει η προφορική παράδοση. Δηλαδή, η εικόνα ήρθε από τους Αγίους Τόπους, μέσω Κύπρου, στην Αμοργό πριν το 900 μ.Χ. και ιδρύθηκε προς τιμήν της μοναστήρι.
Η μονή ανακαινίστηκε και πήρε τη σημερινή της μορφή δυο τρεις αιώνες αργότερα, από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Φαίνεται, επίσης, εξαιρετικά πιθανό οι δύο φάσεις ίδρυσης και ανακαίνισης της Χοζοβιώτισσας, να συνοδεύτηκαν από εγκατάσταση στην Αμοργό βυζαντινών οικογενειών, τα επώνυμα των οποίων εξακολουθούν να υφίστανται στο νησί μας. Η προφορική παράδοση για την Χοζοβιώτισσα είναι τόσο ζωντανή όσο και οι άνθρωποι.