Απόσπασμα από το βιβλίο του Αντωνίου Μηλιαράκη «ΑΜΟΡΓΟΣ, Υπομνήματα περιγραφικά των Κυκλάδων Νήσων, Αθήνα 1884».
«Θεωρούμεν αναγκαίον να μνημονεύσωμεν ιδιαζουσών τινών θρησκευτικών τελετών πομπωδώς τελουμένων, και ίσως εχουσών καταγωγήν αρχαίαν. Καθόλου δεν παρατηρώ επί του θέματος της θρησκευτικής καταστάσεως των κατοίκων, ότι ως προς το θρησκευτικόν αίσθημα οι κάτοικοι εν γένει των νήσων υπερτερούσι τους των ηπειρωτικών χωρών της Ελλάδος. Μεμονωμένοι επί των νησιωτικών βράχων, ωσεί εν εξορία, πόρρω των ομοεθνών, και ηναγκασμένοι ως εκ της φύσεως των τόπων εις την γεωργίαν και την ναυτιλίαν, ουδένα έτερον έχουσι ηθικόν περισπασμόν ή την θρησκείαν. Πάσαι οι προς τέρψιν αυτών πανηγύρεις είναι συνδεδεμέναι αναποστάστως προς μίαν θρησκευτικήν τελετήν.
Εν Αμοργώ δε παρετήρησα ότι ιδιαζόντως τιμώσι τους ιερείς, χαρετώσιν αυτούς πάντοτε διά μετανοίας και δι’ ασπασμού της χειρός. Τοιαύτην δεν μετάνοιαν και ασπασμόν ποιούσι και αυταί αι μητέρες προς τους ιδίους υιούς, όταν είναι ιερωμένοι, υποχωρούσης και της ηλικίας και της αξιοπρεπείας της μητρός απέναντι του σεμνού σχήματος του ιερέως.Εν τοις ναοίς δεν έχουσι δίσκους, δεν ανάπτουσιν υποχρεωτικώς κηρία άλλα πλην των κεκανονισμένων. Όλα είναι αυτοπροαίρετα.. Εις πάσαν κηδείαν κατ’ έθιμον μετέχουσι πάντες οι ιερείς της πόλεως ή του χωρίου. Κατ’ έθιμον ωσαύτως παλαιόν η δεδομένη αμοιβή εις έκαστον των ιερέων δια την κηδείαν είναι λεπτά δέκα. Εν Αμοργώ αι εκκλησίαι δεν διακρίνονται επί μεγέθει και αρχιτεκτονικήν τέχνην, αλλ’ ουχ ήττον πάσαι, και αυτά έτι τα εξωκκλήσια, έχουσιν ικανήν ευπρέπειαν, και πανταχού διακρίνει τις τα ίχνη της ευλαβείας......
Εορτή θρησκευτική τελείται κατά την επέτειον της Αγίας Παρασκευής και του Αγ. Ιωάννου του Βρούτση. Οι έχοντες περί τους ναούς τούτους αγρούς, διορίζουσι μεταξύ αυτών έναν επιστάτην ή τελετάρχην, εις ον δίδουσι προς φύλαξιν άπαξ μερίδα των συγκομιζομένων καρπών, σίτου, κριθής, ελαίου, φάβας, τυρού κτλ. Ούτος διατηρεί τας εισφοράς ταύτας εις αποθήκην κειμένην παρά τοις ειρημένοις ναοίς, ην καλούσιν οι Αμοργίνοι μαγγιπειώ, εκ της βυζαντινής λέξεως μάγγιπος (μάγειρος). Εν τω μαγγιπειώ δ’ ευρίσκονται και όλα τα χρήσιμα μαγειρικά σκεύη, αποκτηθέντα και ταύτα δι’ εισφοράς, και ανήκοντα εις τους συνερανιστάς. Αι τροφαί αύται χρησιμεύουσιν εις τους προσεχομένους κατά την παραμονήν της εορτής του Αγίου ή Αγίας συνεορταστάς, οίτινες συντρώγουσιν εν κοινή τραπέζη.
Οι πανηγυρισταί ηναγκασμένοι όντες να διανυκτερεύσωσι περί τους ναούς, διότι ευρίσκονται πόρρω της κωμοπόλεως και των αγροκατοικιών, κτίζουσιν εκ ξηρολίθων καλύβας επί των οποίων ο τελετάρχης κατ’ έτος υποχρεούται να θέτη στέγην εκ κλάδων δένδρων. Εντός δεν αυτών, εχουσών σχήμα ελλειψοειδές, διανυκτερεύει εκάστη οικογένεια. Αι καλύβαι αύται είναι ιδιοκτησία εκάστης οικογενείας, διατηρούνται δι’ όλου του έτους και ονομάζονται υπό των εντοπίων μούδαι, δια λέξεως ανηκούσης εις τον παρηκμακότα λατινισμόν, σημαινούσης δ’ οικίσκον άθυρον».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου